ἀμβλύς
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἀμβλεῖα, ἀμβλύ,
A blunt, dulled, with edge taken off or with point taken off, properly of a sharp instrument, opp. ὀξύς, Pl.Ly.215e, Tht.†65d; ἀμβλεῖα γωνία obtuse angle, Id.Ti.55a; ἀμβλεῖα, ἡ, sc. γωνία, Arist.Mech.855a10, etc.; ἀμβλεῖα πλευρά = side adjacent to such angle, Hero *Geom.12.35, etc.
2 of light, dim, faint, ὄρθρος Ion ap.Phot.p.89R.
3 metaph., dim, faint, of sight, ἀμβλὺ ὁρᾶν, ἀμβλύτερον βλέπειν, Pl.Tht.174e, Arist.PA 656b36, al.; of hearing, τῆς ἀκοῆς οὔσης ἀμβλυτέρας αἰσθήσεως ἢ τῆς ὄψεως Pr.886b32; of the feelings or mind, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ less keen, Th. 3.38; ἀμβλύτερον ποιεῖν τι = less vigorous, Id.2.65. Adv. ἀμβλέως Archig. ap. Orib.8.2: Comp., v. supr.
b dull, monotonous, τὠμβλὺ τῆς ζόης Herod.3.52.
c of persons, in A.Eu.238, of Orestes purified, having lost the edge of guilt: mostly, dull, spiritless, having lost keenness of feeling, E.Fr.821; ἀμβλύτερος τὴν φύσιν duller, X.Mem.3.9.3; ἀμβλύς εἴς, περί, or πρός τι dull or sluggish in a thing, Plu. Cat.Ma.24, Alc.30, D.S.11.43 (Comp.): abs., Th.2.40. Adv., Comp. ἀμβλυτέρως J.AJ19.2.5.
II Act., making dull, darkening, of a cloud, AP7.367(Antip.).
Spanish (DGE)
-εῖα, -ύ
I 1romo, sin filo de instrumentos agudos o cortantes, op. ὀξύ Pl.Ly.215e, D.C.71.29.3, de los dientes, Arist.HA 501b13
•de una nariz chata Arist.Phgn.811a32
•de la cabeza de una serpiente roma, achatada Nic.Th.374
•fig. de los sentidos sin agudeza, poco agudo ἀκοή Arist.Pr.886b32, αἴσθησις Agatharch.99, τύραννον ἀμβλύτερον κατὰ τὰς ὄψεις Hegesand.9, ἑκάστη τῶν ἄλλων αἰσθήσεων Ph.2.35
•subst. τὸ ἀ. la cortedad ἐν χυμοῖς καὶ ἐν ὄγκοις Arist.Top.106a33
•ἐπίστασθαι ἔστι μὲν ὀξύ, ἔστι δὲ ἀμβλύ hay un saber agudo y otro romo Pl.Tht.165d.
2 geom. obtuso γωνία Pl.Ti.55a, Eucl.1Def.11, Plb.4.43.9, 34.6.3, ἀ. πλευρά lado del ángulo obtuso Hero Geom.12.35 (p.250.36), κεραῖαι los cuernos de la luna, Arat.785
•subst. ἡ ἀμβλεῖα el ángulo obtuso Arist.Mech.855a11, Ph.1.23.
II fig.
1 flojo, débil de cosas κἂν ὄνομα κἂν ῥῆμα παρακείμενον ἀμβλυτέραν ποιῇ τὴν πρὸς τὸ χεῖρον ἀπαγωγήν Plu.2.22b, τὸ θερμόν Plu.2.686f, βίος Man.1.214, φαντασίαι Ph.2.27
•flojo, débil, sin brillo ὄρθρος Io Trag.53b, φλόξ Luc.Am.40, πυρὸς φύσις Plu.2.933d
•poco claro, turbio de la sangre, Plu.2.651d.
2 de pers. o sentimientos abatido, débil ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος el que debe (el favor) es (un amigo) más débil e.d. menos fiable Th.2.40, ἀμβλύτεροι ἤδη ὄντες estando más abatidos Th.2.65
•ποιεῖν ἀμβλύτερον debilitar, desanimar τά τε ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἀμβλύτερα ἐποίουν Th.2.65, τοὺς Σπαρτιάτας ἀμβλυτέρους ποιήσας πρὸς τὸ κωλύειν D.S.11.43, (Ζηλυβριανούς) τοὺς μὲν ἀμβλυτέρους ἐποίησε πρὸς τὴν μάχην Plu.Alc.30
•θυμός Pi.Fr.124d, ὀργή Th.3.38, χέρα ... ἀμβλύν purificado en sus manos, no peligroso de Orestes, A.Eu.238.
3 de pers. torpe, romo, obtuso νῦν δ' ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν E.Fr.821, ἀμβλύτεροι τὴν φύσιν X.Mem.3.9.3, πρὸς δρόμον AP 11.431 (Luc.), εἰς τὰ πολιτικά Plu.Cat.Ma.24, περὶ τὴν κρίσιν ὁ δῆμος ἀμβλύτερος ... γένηται Plu.Alc.19, Ἀννίβας D.S.25.19
•de abstr. gris, monótono de la vejez τὠμβλὺ τῆς ζοῆς Herod.3.52.
III que nubla νέφος AP 7.367 (Antip.Thess.).
IV adv.
1 ἀμβλύ o ἀμβλύτερον usados como adv. sin claridad, confusamente τελευτῶν δὲ ἀμβλύτερον terminando (una explicación) confusamente Pl.Plt.273b, ἀμβλὺ ὁρῶν καὶ ἀκούων Pl.Euthd.281e
•ἀμβλύ, ἀμβλύτερον o ἀμβλύτατα c. ὁρᾶν ser corto de vista, tener vista borrosa Pl.Tht.174e, R.596a, Lg.715d, Arist.GA 780a26, Plu.2.579c
•c. βλέπειν Arist.PA 657b36.
2 -έως débilmente Archig. en Orib.8.2.6.
3 -τέρως torpemente ἐπιπονεῖν I.AI 19.206.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
émoussé ; p. ext. sans vigueur, faible ; au mor. ἀμβλύτερος τὴν φύσιν XÉN d'une nature dégénérée ; ἀμβλυτέρα ὀργή THC colère émoussée ; ἀμβλὺς πρός τι, εἴς τι, περί τι sans énergie pour qch.
Étymologie: p. *ἀμλύς, de ἀ- prosth. et R. Μαλ amollir ; cf. μαλακός.
German (Pape)
εῖα, ύ (nach Arist. Top. 1.15 Gegensatz von ὀξύς sowohl bei ὄγκος als bei χυμός), stumpf, Gegensatz von scharf, ὀξύς, Plat. Theaet. 165d; Lys. 215e; ὀδόντες Ael. H.A. 4.40; vom Gesichte: schwach-, stumpfsichtig, ἀμβλὺ ὁρᾶν Plat. Theaet. 174e; in der Geometrie, vom Winkel, im superl. ἀμβλυτάτη τῶν γωνιῶν Tim. 55a; ἀμβλὺς χέρας, dessen Blutschuld nicht mehr frisch ist, Aesch. Eum. 229. Bei Thuc. ἀμβλύτερος, Gegensatz βεβαιότερος, saumseliger und unzuverlässiger, 2.40. Bei Plat. Polit. 273b, dem ἀκριβέστερον entgegen, weniger scharf ausgeprägt, schlechter; ἀμβλὺς τὴν φύσιν, von schlechten Naturanlagen, stumpfsinnig, im Gegensatz von εὐφυής, Xen. Mem. 3.9.3; vgl. Thuc. 2.40, 65; περὶ τὴν κρίσιν ἀμβλύτερος, weniger streng, Plut. Alc. 16; πρὸς τὸν δρόμον, träg zum Wettlauf, Luc. ep. 10 (XI.431); τῇ τιμῇ, lau in Ehrenbezeigungen, Plut. Cat. min. 71; vgl. C.Gracch. 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλύς: εῖα, ύ
1 тупой, не острый (ὀδόντες Arst.; γωνία Plat.): ἀμβλὺ θήγειν τι Anth. наточить что-л. тупое;
2 тупой, неспособный; вялый, бездеятельный (πρός τι Diod., Plut., Anth., περί и εἴς τι Plut.): ἀμβλύτερος τὴν φύσιν Xen. менее одаренный от природы;
3 притупившийся, ослабленный (ὀργή Thuc.): ἀ. τῇ πρός τινα εὐνοία Plut. охладевший к кому-л.; ἀ. χέρα Aesch. искупивший преступление своих рук;
4 притупляющий, ослабляющий, помрачающий (ὀφθαλμούς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλύς: -εῖα, ύ, (ἴδε μαλακός): - ὁ μὴ ὀξύς, κυρίως ἐπὶ ὀξέων (κοπτερῶν ἢ μυτερῶν) ὀργάνων, Πλάτ. Λύσ. 215Ε, Θεαίτ. 165D, ἀμβλ. γωνία, ὁ αὐτ. Τίμ. 55Α, Ἀριστ., κτλ. 2) μεταφ. ἀμαυρός, θαμβός, ἀδύνατος· ἐπὶ ὁράσεως, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βλέπειν Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε, Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 2, 13, 11 καὶ ἀλλ.: ἐπὶ ἀκοῆς, ὁ αὐτ. Προβλ. 7. 5, 5· ἐπὶ τῶν ψυχικῶν παθήσεων, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ, μετ’ ὀλιγωτέρου θυμοῦ, Θουκ. 3. 38· ἀμβλύτερον ποιεῖν τι, ἧττον ζωηρόν, ὁ αὐτ. 2. 65. β) ἐπὶ προσώπων, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 238 περὶ τοῦ Ὀρέστου ὡς ἁγνισθέντος ἤδη ἀφοῦ ἀπέβαλε τὴν ὀξύτητα τῆς ἐνοχῆς: ἀλλὰ κυρίως ὁ ἄνευ ζωηρότητος, ἄνευ δραστηριότητος, ἀποβαλὼν τὴν ὀξείαν αἴσθησιν, Θουκ. 2. 40, Εὐρ. Ἀποσπ. 818· ἀμβλύτερος τὴν φύσιν, νωθρότερος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 3· ἀμβλ. εἴς τι, περί τι ἢ πρός τι = νωθρός, ἀδρανής, πρός τι ἢ ἔν τινι πράγματι, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 24, Ἀλκιβ. 30, κτλ.: Ἐπίρρ. συγκρ. -υτέρως Ἰωσήπ. Α. Ι. 19. 2, 5. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ καθιστῶν τι ἀμυδρόν, σκοτεινόν, ἐπὶ νέφους, Ἀνθ. Π. 7. 367.
English (Slater)
ἀμβλύς dull, sluggish dub. ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (v.l. ἀμβλύνοντα.) fr. 124d.
Greek Monolingual
-εία, -ύ (AM ἀμβλύς, -εῖα, -ύ)
1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός
2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος
3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη της ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία
4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία)
γωνία μεγαλύτερη της ορθής
αρχ.
1. (για πρόσωπα), αυτός που δεν έχει ζωηρότητα ή δραστηριότητα, ο νωθρός
2. για τον εξαγνισμένο Ορέστη, που απέβαλε την οξύτητα της ενοχής του
3. φρ. «ἀμβλύτερον ποιῶ τι», κάνω κάτι λιγότερο ζωηρό
«ἀμβλὺς εἴς, περὶ ἤ πρός τι», νωθρός, αδρανής, απρόθυμος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο της ιωνικής-αττικής, που σημασιολογικά είναι αντίθετο με το επίθ. ὀξύς. Η λ. είναι άγνωστη στον Όμηρο. Το επίθ. αρχικά απαντά ως χαρακτηρισμός αιχμών, εργαλείων και ως γεωμετρικός όρος. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και ως χαρακτηρισμός αισθήσεων (της οράσεως κυρίως), συναισθημάτων με τη σημασία «αδύνατος, εξασθενημένος». Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἀμλὺς και επομένως πρέπει να είναι συγγενής με τα ἀμαλός, μαλακός και πιθ. με τα: ἀμβλίσκω, μύλη κ.λπ.
ΠΑΡ. αμβλύνω, αμβλύτης
αρχ.
ἀμβλύω, ἀμβλυῶ.
ΣΥΝΘ. αμβλυγώνιος
αρχ.
ἀμβλυφαής, ἀμβλυωπός, ἀμβλυώττω
μσν.
ἀμβλυδερκής, ἀμβλυήκοος, ἀμβλυόχρους ἀμβλυπαθής
νεοελλ.
αμβλυκέφαλος, αμβλυκόρυφος, αμβλύνους, αμβλύστομος, αμβλύωπας, αμβλύωψ].
Greek Monotonic
ἀμβλύς: -εῖα, -ύ, I.1. ήπιος, μη κοφτερός, με αφηρημένη την αιχμή, για αιχμηρό εργαλείο, σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., ασθενής, αχνός, ασαφής, λέγεται για την όραση, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βλέπειν, στον ίδ.· λέγεται για συναισθήματα, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ, με λιγότερο δριμεία, σε Θουκ.· ἀμβλύτερον ποιεῖν τι, λιγότερο ζωηρό, στον ίδ.
2. στις Ευμ. του Αισχύλ. λέγεται για τον Ορέστη, που έχει απωλέσει την οξύτητα της ενοχής του· αλλά για πρόσωπα γενικά, άπνοος, άψυχος, νωθρός, αδρανής, έχοντας χάσει την οξεία αίσθηση, σε Θουκ.
II. Ενεργ., αυτός που σκοτεινιάζει κάτι, χρησιμοποιείται για τα σύννεφα, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
-εῖα, -ύ
Grammatical information: adj.
Meaning: blunt; dim, faint (of sight) (ion. att.).
Derivatives: ἀμβλυώσσω (-ώττω) be short-sighted (Hp.), from *ἀμβλυ-ωψ, cf. ἀμβλυ-ωπός, also ἀμβλωπός, ἀμβλῶψ; Schwyzer 733 ζ, Sommer Nominalkomp. 3ff.,
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: ἀμβλύς can be from *ἀμλ-ύς. The connection with ἀμαλός is a mere guess which explains nothing. Perhaps to ἀμβλ(ακ)ίσκω (not from *h₂mlh₃us with Rix, MSS 27, 1970, 90, which would give *αμαλυς). One also tried to compare ἀμαλδύνω.
Middle Liddell
I. blunt, dulled, with the edge taken off, of a sharp instrument, Plat., etc.:—metaph. dull, dim, of sight, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βλέπειν Plat.; of the feelings, ἀμβλυτέραι τῆι ὀργῆι with anger less keen, Thuc.; ἀμβλύτερον ποιεῖν τι less vigorous, Thuc.
2. in Aesch. Eum. of Orestes, having lost the edge of guilt: but of persons, generally, dull, spiritless, having lost the keenness of one's feelings, Thuc.
II. act. darkening, of a cloud, Anth. Hence
Frisk Etymology German
ἀμβλύς: -εῖα, -ύ
{amblús}
Forms: Metrische Erweiterung ἀμβλυόεσσα (ὀμίχλη, Man.).
Meaning: stumpf, schwach (ion. att.).
Derivative: Ableitung ἀμβλύτης Abstumpfung, Schwäche (Arist., Plu. u. a.). Denominative Verba: 1. ἀμβλύνω abstumpfen, schwächen (ion. att.); davon ἄμβλυνσις (Arist.-Komm.), ἀμβλυντήρ (Poeta de herb.), ἀμβλυντικός Schwäche verursachend (Dsk. u. a.). 2. ἀμβλυώσσω (-ώττω) schwachsichtig sein (Pl., Hp., Plu., Luk.), eig. von *ἀμβλυωψ, vgl. ἀμβλυωπός, auch ἀμβλωπός, ἀμβλῶψ; Schwyzer 733 ζ, Sommer Nominalkomp. 3ff., Hoffmann Glotta 28, 24 A. 1.
Etymology: ἀμβλύς steht wahrscheinlich für *ἀμλύς, vgl. ἀμαλός, μύλη, μαλακός. WP. 2, 285; 292.
Page 1,89-90
English (Woodhouse)
blunt, dull, blunted in feeling, blunted, dulled, having lost its edge, of an angle, with feelings blunted, with one's feelings dulled, without feeling
Mantoulidis Etymological
(=ὁ μή ὀξύς, ἀδύνατος). Πιθανόν ἀπό τή ρίζα μαλἀπ' ὅπου προέρχεται καί τό μαλακός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμβλύνω, ἀμβλύτης, ἀμβλυντήρ.