καθέδρα
ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
English (LSJ)
ἡ,
A seat, καθέδρα τοῦ λαγῶ = a hare's seat or form, X.Cyn.4.4; chair, Herod.Med. ap. Orib.6.25.1, CPR22.8 (ii A.D.), Hdn.2.3.7; opp. κλίνη, Plu.2.714e; of rowers' seats, Plb.1.21.2; καθέδρα λοιμῶν, καθέδρα πρεσβυτέρων, LXX Ps.1.1, 106(107).32.
2 sitting part, posteriors, Hp.Int.47, Poll.2.184, PRyl.63.10 (iii A.D.).
3 base of a column, Str.17.1.46.
II sitting posture, Arist.Cat.6b11, PA689b21, Thphr.Lass.5,7, Plu.2.45c, etc.
2 sitting idle, inaction, ἐν τῇ καθέδρᾳ Th.2.18; καθέδρα καὶ σχολή Plu.Cam.28.
3 session, Luc. JTr.11.
III chair of a teacher, ἐπὶ τῆς Μωυσέως καθέδρας ἐκάθισαν Ev.Matt.23.2; professorial chair, ἐπὶ τῆς καθέδρας σοφιστής SIG845 (Eleusis, iii A.D.).
IV imperial throne, τὸν ἐπὶ τῇ καθέδρᾳ τοῦ Αὐτοκράτορος, the Emperor's representative, BSA27.234 (Sparta, ii A.D.).
V καθέδρα· θυσία Ἀδώνιδος, and καθέδραι· πένθους ἡμέραι ἐπὶ τετελευτηκόσι Hsch., cf. AB1.268.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, der Sitz, Sessel; Hdn. 2, 3, 17; Gegensatz κλίνη Plut. Symp. 7, 10, 1; αἱ ἐπὶ τῶν πλοίων καθέδραι, die Ruderbänke, Pol. 1, 21, 2; Lager, τοῦ λαγώ Xen. Cyn. 4, 4; bei Hippocr. das Gesäß. Bei Strab. XVII, 1 p. 816 das Fußgestell, worauf Etwas ruht. – Das Sitzen, Luc. Fugit. 7; das Verweilen, Stillsitzen, Thuc. 2, 18; Suid. erkl. ἐπίσχεσις καὶ σχολή, vgl. Plut. Camill. 28.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 siège, banc;
2 état ou posture d'une personne assise;
3 immobilité, inertie.
4 chaire (NT)
Étymologie: κατά, ἕδρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-έδρα -ας, ἡ, Ion. καθέδρη zetel, stoel:; ἐπὶ τῆς Μωυσέως καθέδρας ἐκάθισαν zij hebben plaatsgenomen op de stoel van Mozes NT Mt. 23.2; zitvlak. zittende houding; het (rond)zitten; milit. beleg:; ἐν τῇ καθέδρᾳ bij het beleg Thuc. 2.18.5; uitbr. zitting:. ἐνοχλεῖν τῇ καθέδρᾳ de zitting in de war schoppen Luc. 21.11.
Russian (Dvoretsky)
καθέδρα: ἡ
1 сиденье, стул или скамья (ἡ κλίνη τῆς καθέδρας ἀμείνων Plut.; καθέδραι τῶν πωλούντων NT): αἱ ἐπὶ τῶν πλοίων καθέδραι Polyb. корабельные скамьи (для гребцов);
2 логовище, нора (τοῦ λαγώ Xen.);
3 сидение, сидячее положение (ἡ ἀνάκλισις καὶ ἡ στάσις καὶ ἡ κ. Arst.);
4 сидение без дела, бездействие (κ. καὶ σχολή Plut.; ἐν τῇ καθέδρᾳ Thuc.).
English (Strong)
from κατά and the same as ἑδραῖος; a bench (literally or figuratively): seat.
English (Thayer)
καθέδρας, ἡ (κατά and ἕδρα), a chair, seat: Herodian, 2,3, 17 (7 edition, Bekker)); of the exalted seat occupied by men of eminent rank or influence, as teachers and judges: ἐπί τῆς Μωϋσέως καθέδρας ἐκάθισαν, sit on the seat which Moses formerly occupied, i. e. bear themselves as Moses' successors in explaining and defending his law, Sept. for מושָׁב and שֶׁבֶת. (Xenophon, Aristotle, others.))
Greek Monolingual
η (AM καθέδρα)
1. το μέρος στο οποίο κάθεται κάποιος, κάθισμα, θέση
2. επίσημη έδρα, θώκος, θρόνος
3. έδρα επισκοπικής αρχής, πόλη όπου υπάρχει επίσκοπος
νεοελλ.
φρ. «από καθέδρας» — με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας («μιλάει από καθέδρας»)
αρχ.
1. κρύπτη, φωλιά («καθέδρα τοῦ λαγώ», Ξεν.)
2. το μέρος του σώματος πάνω στο οποίο καθόμαστε, τα οπίσθια, η έδρα
3. (για κίονα) βάση
4. καθιστική θέση, στάση, τρόπος καθίσματος, στάσης
5. το να κάθεται κάποιος άπρακτος, απραξία («καθέδρα καὶ σχολή», Πλούτ.)
6. έδρα διδασκάλου
7. συνεδρία, συνέλευση
8. θρανίο, κάθισμα τών κωπηλατών
9. στον πληθ. αἱ καθέδραι
το αφοδευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + έδρα με αισθητή τη σύνθεσή της με το καθέζομαι.
Greek Monotonic
καθέδρα: ἡ,
I. κάθισμα, κ. τοῦ λαγῶ, φωλιά ή σχήμα λαγού, σε Ξεν.
II. τρόπος, στάση καθίσματος, ἐν τῇ καθέδρᾳ, ενώ κάθονταν χωρίς να κάνουν τίποτε, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καθέδρα: ἡ, κάθισμα, καθ. τοῦ λαγώ, θέσις ἢ κοίτη τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 4, 4· ἕδρα, κάθισμα, Ἡρῳδιαν. 2. 3· ἀντίθετον τῷ κλίνῃ, Πλούτ. 2. 714Ε· ἐπὶ τῶν θρανίων τῶν κωπηλατῶν, Πολύβ. 1. 21· 2· - ὡσαύτως, ἀφοδευτήριον, ἀπόπατος, εἰσῆλθεν εἰς καθέδρας ὡς διὰ χρείαν τῆς γαστρὸς Θεοδώρητ. ἐν Ἐκκλησ. Ἱστ. 1. 14. 2) τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθίζομεν, ἕδρα, Ἱππ. 557. 48, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 184. 3) ὁ ποὺς ἢ ἡ βάσις κίονος, Στράβ. 816. ΙΙ. ἡ στάσις ἢ θέσις ἐν τῷ καθίζειν, τρόπος καθίσματος, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 3. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 5, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῇ καθέδρᾳ, ἐν ᾧ ἐκάθηντο ἀργοί, Θουκ. 2. 18, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙΙ. θρόνος ἐπισκόπου ἐν τῷ ναῷ, Γρήγ. Νάζ. Π. 489C. 2) ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς, Κλημέντια 36Α, κλ. 3) συνεδρία συνελεύσεως, Σύνοδ. Νικ. Π. 808Ε.
Middle Liddell
καθ-έδρα, ἡ,
I. a seat, κ. τοῦ λαγῶ a hare's seat or form, Xen.
II. the posture of sitting, ἐν τῇ καθέδρᾳ while they were sitting idle, Thuc.
Chinese
原文音譯:kaqšdra 卡特-誒得拉
詞類次數:名詞(3)
原文字根:向下-安頓妥
字義溯源:長椅,椅子,座位,位,凳子;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成;而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(3);太(2);可(1)
譯字彙編:
1) 凳子(2) 太21:12; 可11:15;
2) 位(1) 太23:2
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κάθισμα). Ἀπό τό κατά + ἕδρα τοῦ ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.