κέδρος
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ἡ,
A cedar-tree, ὀδμὴ κέδρου . . θύου τ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει δαιομένων Od.5.60; τὸ ἀπὸ κ. ἄλειφαρ γινόμενον Hdt.2.87, cf.4.75; applied to prickly cedar, Juniperus Oxycedrus, Od.l.c., Thphr.HP3.12.3; Syrian cedar, J. excelsa, ib.3.2.6, Dsc.1.77; Phoenician cedar, J. phoenicea, Thphr.HP9.2.3; Himalayan cedar, J. macropoda, Str.15.1.29; κ. μικρά juniper, J. communis, Dsc.l.c. 2 anything made of cedar- wood: cedar coffin, E.Alc.365 (pl.), Tr.1141; cedar box, for a bee- hive, Theoc.7.81. 3 cedar-oil, τῇ κ. ἀλείφειν Luc.Ind.16. 4 v. κέδρον1.
German (Pape)
[Seite 1411] ἡ, der Cederbaum; wegen seines wohlriechenden Holzes als Räucherwerk verbrannt, Od. 5, 60; τοῦ ἀπὸ κέδρου ἀλείφατος Her. 2, 87; neben κυπάρισσος u. λάβανος 4, 75; Ath. III, 84 d; Theophr. S. auch κέδρον. – Alles aus Cederholz Gemachte, z. B. ein cederner Sarg, Eur. Alc. 366, vgl. Troad. 1141; Kiste von Cederholz, Theocr. 7, 81; κέδρῳ ἀλείφειν, mit Cederöl, Luc. adv. ind. 16.
Greek (Liddell-Scott)
κέδρος: ἡ, τὸ γνωστὸν καὶ ὁμοίως μέχρι τοῦδε λεγόμενον δένδρον, τοῦ ὁποίου τὸ ξύλον ἐκαίετο πρὸς εὐωδίαν, Ὀδ. Ε. 60 (πρβλ. θύον)· τὸ ἀπὸ κέδρου ἄλειφαρ, ὅπερ καὶ κεδρία λέγεται ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. 2. 87· ἐν 4. 75 διὰ τὴν εὐωδίαν συνδυάζεται μετὰ τῆς κυπαρίσσου καὶ λιβάνου· πρβλ. κεδρία, κέδρος, ὁ·- Ὁ Θεόφρ. (ἴδε Schneid. ἐν τῷ Ind.) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ διὰ τὸ pinus cedrus τῆς Συρίας, καὶ τὸ juniper ὀξύκεδρος (j. oxycedrus, εἶδος σχοίνου), ὅπερ ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἑλλάδι καλείται κέδρος καὶ αὕτη πιθανῶς εἶναι ἡ σημασία τῆς λέξ. παρ’ Ὁμ. 2) πρᾶγμα πεποιημένον ἐκ ξύλου κέδρου· κεδρίνη θήκη, νεκρική, Εὐρ. Ἄλκ. 365, Τρῳ. 1141· κέδρινον κιβώτιον, ὡς κυψέλη μελισσῶν, Θεόκρ. 7. 81· πρβλ. κέδρινος.
3) «κεδρόλαδον», τῇ κέδρῳ ἀλείφειν Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 16· πρβλ. κεδρία.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. cèdre, arbre;
II. objets préparés avec le bois ou le fruit du cèdre :
1 cercueil en bois de cèdre;
2 huile de cèdre.
Étymologie: DELG étym. obscure.
English (Autenrieth)
cedar, of the tree and of the wood, Od. 5.60†.
Spanish
English (Thayer)
(Κεδρών) ὁ (Buttmann, 21 (19)), indeclinable (in Josephus, Κεδρών, Κεδρωνος (see below)), Cedron (or Kidron) (Hebrew קִדְרון i. e. dark, turbid), the name of a (winter-) torrent, rising near Jerusalem and flowing down through a valley of the same name (having the Matt. of Olives on the E.) into the Dead Sea: χείμαρρος τοῦ Κεδρών, G L Tr marginal reading, according to the more correct reading (but see WH's Appendix, at the passage); (χείμαρρος Κεδρωνος, Josephus, Antiquities 8,1, 5; φάραγξ Κεδρωνος, ibid. 9,7, 3; b. j. 5,6, 1; φάραγγι, βαθεῖα ... ἡ Κεδρών ὠνομασται, ibid. 5,2, 3). (B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Kidron, cf. Cedron, 2; Robinson, Phys. Geogr. of the Holy Land, p. 96f.)
Greek Monolingual
ο και κέδρος, η και κέδρο, το (ΑΜ κέδρος, ἡ και ὁ και κέδρον, το)
βοτ.
1. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πευκίδες
2. κοινή ονομασία διαφόρων κωνοφόρων δέντρων που μοιάζουν με το ομώνυμο δέντρο στο ότι είναι αειθαλή και έχουν αρωματική κόκκινη ή κοκκινωπή ξυλεία
μσν.
(το ουδ.) τo κέδρον
θυμίαμα, λιβανωτό, λιβάνι
αρχ.
1. συνεκδ. ο καρπός του κωνοφόρου δέντρου κέδρος
2. καθετί κατασκευασμένο από ξύλο κέδρου
3. κέδρινο φέρετρο, κέδρινο κιβούρι
4. κέδρινο κιβώτιο ως κυψέλη τών μελισσών
5. το αρωματικό έλαιο που παράγεται από τη ρητίνη του κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα ked- «καπνίζω, μαυρίζω με καπνιά» και συνδέεται με αρχ. ινδ. kadru- «καστανός, αρχ. σλαβ. kaditi «καπνίζω, λιβανίζω», ρωσ. čad, λιθουαν. kadagӯs «κέδρος». Το λατ. cedrus είναι δάνειο από το ελλ. κέδρος και συνδέεται επίσης με ελλ. κίτρον (< λατ. citrum). Συνδέεται επίσης με ιταλ. cedro, αγγλ. cedar, γερμ. zeder.
ΠΑΡ. κεδρέα, κεδρία, κέδρινος, κέδρο(ν), κεδρώνω(-ώ), κέδρωστις, κεδρωτός
αρχ.
κεδρεάτις, κεδρίνεος, κεδρύς, κεδρίον, κεδρίτης
νεοελλ.
κεδρί, κεδρώνας, κέδρωση.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κεδρέλαιο(ν)), κεδρόμηλο(ν)
αρχ.
κεδρελάτη, κεδροπαγής, κεδροχαρής
νεοελλ.
κεδροκούκουτσο. (Β' συνθετικό) οξύκεδρος].