προσπίπτω
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
Dor. ποτιπίπτω Archyt. 1: fut.
A -πεσοῦμαι E.Alc.350: for ποτιπεπτηυῖαι, v. προσπτήσσω:—fall upon, strike against, ἔς τι v.l. in S.Ant.855; τινι X.Eq.7.6, etc.; πρός τι Arist.Aud.800a2, al.; fall against, as a mound against a wall, Th.2.75; but πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων is dub. l. in Thphr. Char.2.10 (προσκύπτων cj. Valckenaer). 2 fall upon, attack, assault, πόλεσιν, ὁπλίταις, Th.1.5, X.HG3.2.3, etc.: abs., Th.3.30,103, X.Cyr.7.1.38. 3 simply, run to, Hdt.2.2, X. Cyr.1.4.4. 4 fall upon, embrace, τινι E. l.c., IA1191: hence, π. τινί join the party of another, X.HG7.1.42; also, fasten on, in argument, τῇ διαφορᾷ Phld.Sign.36. 5 fall in with, meet with, encounter, μὴ λάθῃ με προσπεσών S.Ph.46, cf. 156 (lyr.), Pl.Phdr. 270a: c. dat. rei, Id.Tht.154b; fall in with, δυστυχεστάτῳ κλήρῳ E. Tr.291 (lyr.); αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ X.Ap.30; μεγίσταις ἡδοναῖς Pl.Lg. 637a; δήγματι to be bitten, Ael.NA6.51: c. acc., μείζω βροτείας π. ὁμιλίας E.Hipp.19: with a Prep., πρὸς τὰς τῶν φυλάκων ψυχάς Pl.Lg. 906b; εἰς βράχεα, πρὸς τὰ κοινά, Plb.1.39.3, Plu.2.788c. II of things, 1 of events, accidents, etc., come suddenly upon, befall one, τινι E.Med.225, IT1229 (troch.), Antipho 3.3.8, Pl.Cra.396d; τὰ προσπίπτονθ' ἡμῖν δείματα Id.Lg.791c, etc.: abs., ἄτην προσπεσοῦσαν ἐνεῖκαι Hdt. 1.32; αἱ συμφοραὶ προσπίπτουσαι misfortunes by befalling, Id.7.46, cf. Isoc.Ep.5.4; αἱ π. χρεῖαι PCair.Zen.31.7 (iii B.C.); αἱ π. τύχαι Th.1.84; τὰ προσπεσόντα E.Fr.505; γενναίως φέρειν τὰ προσπίπτοντα Stob.4.44 tit.; οἱ τὰ π. κρίναντες χρηματισταί PPetr.3p.53 (iii B.C.); ἡ π. ἐπιθυμία Pl.R.561c; πρὸς τὰ προσπίπτοντα according to circumstances, Arist.Pol.1286a11; οἱ προσπίπτοντες κίνδυνοι Hyp.Fr.117; τὰ π. εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον Id.Epit.43; ὅ τι ἂν προσπέσῃ ἰχθύδιον Arist. HA590a27, cf. PCair.Zen.186.15 (iii B.C.); προσπεσούσης μοι τῆς . . ἐπιστολῆς when the letter came to hand, PStrassb.111.2 (iii B.C.), cf. PPetr.3p.71 (iii B.C.), PCair.Zen.240.9 (iii B.C.). 2 of expenses, to be incurred, Th.7.28, PCair.Zen.60.3 (iii B.C.). 3 of money, to be paid in to an account, ib.701.9 (iii B.C.), PPetr.3p.290 (iii B.C.). 4 of rights and duties, etc., pass to, devolve or fall upon, ὅταν λειτουργία προσπέσῃ ἀπολύειν αὐτούς PHib.1.78.4 (iii B.C.); ὥστε μηδεμίαν ὑποψίαν ἐκείνῳ γε προσπεσεῖν PSI4.340.12 (iii B.C.); κληρονομίας -πεσούσης μοι BGU340.9 (iii A.D.). 5 come to one's ears, be told as news, εἴ τισιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ λόγος Aeschin.3.59, cf. PSI6.614.13 (iii B.C.), UPZ9.9 (ii B.C.), Plb.5.101.3, Plu.Per. 16, etc.; εἰς τὴν Ῥώμην Plb.9.6.1: impers., προσέπεσε news came that... c. acc. et inf., Id.24.14.10, cf. 31.14.8; προσπέπτωκεν Παῶν ἀναπλεῖν Wilcken Chr.10 (ii B.C.); προσπεσόντων τῷ βασιλεῖ περὶ τῶν γεγονότων LXX 2 Ma.5.11. b π. δι' ἑαυτοῦ or αὐτόθεν to be self-evident, S.E.P.2.168, M.1.300; τὰ ποτιπίπτοντα ποτὶ τὰν αἴσθησιν Archyt.1, cf. Thphr.Sens.5,41. 6 sit or fit closely, of a bandage, προσπεπτωκός, opp. χαλαρόν, Hp.Fract.5. 7 Geom., meet, πόλος πρὸς ὃν αἱ γραμμαὶ προσπίπτουσιν Arist.Mete.376a19, cf. Archim.Spir. 6; of lines, to be drawn to meet, πρὸς κύκλον Euc.3.37; π. ἐπὶ . .pass through a point, Archim.Spir.14. 8 of the pulse, = ὑποπίπτω, Ruf.Puls.6.2; of the womb, ἔνθα καὶ ἔνθα π. Hp.Nat.Mul.44, cf. Mul. 2.125,al. III fall down at another's feet, prostrate oneself, προσπίπτων προσκυνέει τὸν ἕτερον Hdt.1.134; προσπεσὼν ἔχου S.Aj.1181; ἱκέτης προσπίπτω X.Cyr.4.6.2: c. dat., π. βωμοῖσι S.Tr.904, cf. OC 1157; τινὸς γόνασι E.Or.1332, Andr.860 (lyr.), etc.; προσπεσὼν αὐτῷ . . ἱκέτευε Pl.Ep.349a; θεῶν πρὸς βρέτας Ar.Eq.31; πρὸς γόνυ E. HF79: also c. acc., π. βρέτη δαιμόνων A.Th.94 (lyr.); cf. προσπίτνω.
German (Pape)
[Seite 777] (s. πίπτω), zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste, Od. 13, 98 (welche Form Andere, wie Buttmann, zu προσπτήσσω ziehen); βωμοῖσι προσπίπτουσα, Soph. Trach. 900; προσπεσὼν ἔχου, Ai. 1160; vgl. προσπεσόντα πως βωμῷ καθῆσθαι τοῦ Ποσειδῶνος, O. C. 1159; also fußfällig bitten, anflehen, τί με προσπίπτεις; Eur. Andr. 538; πρόσπιπτε οἰκτρῶς τοῦδ' Ὀδυσσέως γόνυ, Hec. 339, u. öfter; προσπεσὼν αὐτῷ ἱκέτευε, Plat. Ep. VII, 349 a, wie Xen. Cyr. 4, 6, 2; Pol. 10, 18, 7; τὸν Ἀχιλλέα, Luc. paras. 46; – zufällig auf Einen stoßen, treffen, μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσών, Soph. Phil. 46. 156, wie Eur. Herael. 339; πρός τινα, Ar. Equ. 31; προσπεσοῦσα ἄτη, Her. 1, 32; αἱ συμφοραὶ προσπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten, 7, 46; αἱ προσπίπτουσαι τύχαι, Thuc. 1, 84, öfter; χαριζόμενος τῇ προσπιπτούσῃ ἐπιθυμίᾳ, Plat. Rep. VIII, 561 c; ὅταν σοι προσπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte, Legg. IX, 854 b; zufällig zu Theil werden, ἡ ἀτιμία φιλοσοφίᾳ διὰ ταῦτα προσπέπτωκεν, Rep. VII, 535 c; auch ἄν τινες νόσοι προσπέσωσιν, Phaed. 66 c; χαλεπὴ τύχη προσπεσοῦσα, Legg. V, 747 c; αἰσθήσεις προσπεσοῦσαι, Tim. 44 a; Pol. vrbdt auch προσπίπτειν ἐς βράχεα, hineingerathen, 1, 39, 3; ὁ χειμάῤῥους προσπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανθον fällt in den Er., 4, 70, 9; bes. feindlich auf Einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen, ἐς Δίκας βάθρον προσέπεσες πολύ, Soph. Ant. 848; δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ, Eur. Troad. 291; Thuc. 3, 30; πόλεσιν ἀτειχίστοις, 1, 5, u. öfter; εἴτ' ἐγγύθεν προσπίπτουσα, εἴτε πόῤῥωθεν, Plat. Rep. VII, 523 e; Xen. u. A., wie Pol. 1, 28, 9 u. öfter; auch = sich zu Jemandes Partei schlagen, auch = seine Uebereinstimmung zu erkennen geben. – Absolut, Einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen, προσπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach, Long. 29; ἡ φήμη προσπίπτει αὐτοῖς, Pol. 5, 101, 3; προσέπεσε παραγενέσθαι τοὺς πρεσβευτάς, 25, 4, 10, προσπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war; vgl. εἴ τισιν ἐξαίφνης ἀκούσασιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ τοιοῦτος λόγος, Aesch. 3, 59.
Greek (Liddell-Scott)
προσπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι: - περὶ τοῦ ποτιπεπτηυῖαι, ἴδε ἐν λ. προσπτήσσω. Ἐπιπίπτω, πίπτω ἐπί τινος, προσκρούω, ἐς τι Σοφ. Ἀντ. 855· τινι Ξεν. Ἱππ. 7, 6, κτλ.· πρός τι Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 25, κ ἀλλ.· - πίπτω ἐπάνω εἴς τι, διελόντες τοῦ τείχους ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα, ἐσεφόρουν τὴν γῆν Θουκ. 2. 75. 2) ἐπιπίπτω, προσβάλλω, τινι Θουκ. 1. 5, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.· πρός τινα Πλάτ. Νόμ. 906Β· ἀπολ., Θουκ. 3. 30, 103, Ξεν., κλπ. 3) ἁπλῶς τρέχω προς..., Ἡρόδ. 2. 2. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4. 4) πίπτω ἐπί τινος, ἐναγκαλίζομαι, τινι Εὐρ. Ἄλκ. 350· ὅθεν πρ. τινι, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 42, Πλάτ. Φαῖδρ. 270Α. 5) συναντῶ αἰφνιδίως, μὴ λάθῃ με προσπεσὼν Σοφ. Φιλ. 46, πρβλ. 156, Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· μετὰ δοτ. πράγμ., ἐμπίπτω, οἴχομαι ἀ τάλαιν’, ἃ δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ Εὐρ. Τρῳ. 291 αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ Ξεν. Ἀπολ. 30· μεγίσταις ἡδοναῖς Πλάτ. Νόμ. 637Α· πρ. δήγματι Αἰλ. π. Ζ. 6. 51· - μετ’ αἰτ. μείζω βροτείας πρ. ὁμιλίας Εὐρ. Ἱππ. 19· - μετὰ προθ., ἐς Δίκας βάθρον προσέπεσες Σοφ. Ἀντ. 855, πρβλ. Πολύβ. 1. 39, 3, Πλούτ. 2. 788C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων. 1) ἐπὶ συμβεβηκότων, κττ., ἐπέρχομαι αἰφνιδίως, τινι Ἡρόδ. 1. 32, Εὐρ. Μήδ. 225, Ι. Τ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 22, Πλάτ., κλπ.· - ἀπολ., καὶ συμφοραὶ προσπίπτουσαι, συμβαίνουσαι, Ἡρόδ. 7. 46, πρβλ. Ἰσοκρ. 417Β· αἱ πρ. τύχαι Θουκ. 1. 84· τὰ προσπεσόντα Εὐρ. Ἀποσπ. 507· τὰ πρ. γενναίως φέρειν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 283· ἡ πρ. ἐπιθυμία Πλάτ. Πολ. 561C· τὰ πρ. ἡμῖν δείματα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 791C· πρὸς τὰ προσπίπτοντα, κατὰ τὰς περιστάσεις, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 4· τὰ πρ. εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον Ὑπερείδ. παρὰ Στοβ. 618. 19· - οὕτως, ὅ τι ἂν προσπέσῃ ἰχθύδιον, quicquid oecureait, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 15. 2) ἐπὶ δαπάνης, ἐπιβαρύνω τινά, Θουκ. 7. 28. 3) ἔρχομαι εἰς τὰ ὦτά τινος, λέγομαι ὡς νεώτερον, Λατ. accidit nuntius, εἴ τισιν ἀπιστότερος προσπέπτωκε Αἰσχίν. 62. 6, πρβλ. Πολύβ. 5. 101, 3, Πλουτ. Περικλ. 16, κτλ.· εἰς Ρώμην Πολύβ. 9. 6, 1· - ἀπροσ., προσέπεσε, ἦλθεν ἀγγελία ὅτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 25. 4, 10, πρβλ. 31. 22, 8. 4) ἐφαρμόζομαι, καλῶς, ἐπὶ ἐπιδέσμου, προσπεπτωκός, ἀντίθετον τῷ χαλαρόν, Ἱππ. Ἀγμ. 755 ΙΙΙ. πίπτω εἰς τοὺς πόδας τινός, προσπίπτω, Ἡρόδ. 1. 134, κ. ἀλλ.· ἀπολ., προσπεσὼν ἔχου Σοφ. Αἴ. 1181· προσπεσὼν... ἱκέτευε Πλάτ. Ἐπιστ. 349Α· ἱκέτης προσπίπτω Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2· μετὰ δοτ., πρ. βωμοῖσι Σοφ. Τρ. 904, πρβλ. Ο. Κ. 1157· γόνασί τινος Εὐρ. Ὀρ. 1332, Ἀνδρ. 861, κτλ.· θεῶν πρὸς βρέτας Ἀριστοφ. Ἱππ. 31· πρὸς γόνυ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 79. 2) μετ’ αἰτ., πρ. τινά, πίπτω κάτω ἐνώπιόν τινος, ἱκετεύω τινά, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 537, Τρῳ. 757· πρ. βρέτη δαιμόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 95. Πρβλ. προσπίτνω, προσκυνέω 2.
French (Bailly abrégé)
f. προσπεσοῦμαι, ao.2 προσέπεσον, etc.
tomber auprès ou sur, d’où
1 tomber contre, τινι ; p. anal. τῇ Τυρρηνίᾳ PLUT aborder en Tyrrhénie ; ἐσθὴς τῷ σώματι προσπεσοῦσα PLUT vêtement se collant au corps;
2 courir vers, τινι;
3 se jeter contre : βωμοῖσι SOPH se jeter aux pieds des autels ; τοῖς ποσί τινος PLUT aux pieds de qqn ; en poésie, postér. en prose, avec un simple acc. προσπίπτειν τινά, se jeter aux pieds de qqn ; abs. προσπίπτειν, se jeter à genoux;
4 se jeter ou tomber sur, attaquer, τινι;
5 tomber du côté de, se ranger du côté de : τινί, du côté de qqn, se ranger à l’avis de qqn, approuver qqn;
6 tomber sur, rencontrer, τινι : προσπίπτειν δήγματι ÉL être mordu ; avec un suj. de ch. αἱ προσπίπτουσαι τύχαι THC ou σύμφοραι, les événements qui surviennent.
Étymologie: πρός, πίπτω.
English (Strong)
from πρός and πίπτω; to fall towards, i.e. (gently) prostrate oneself (in supplication or homage), or (violently) to rush upon (in storm): beat upon, fall (down) at (before).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω
2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου
3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ' αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.)
αρχ.
1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τον αγκαλιάζω
2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση
3. συναντώ κάποιον τυχαία
4. (συν. σχετικά με δυστυχία, συμφορά κ.λπ.) περιπίπτω («ἁ τάλαινα, δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ», Ευρ.)
5. τρέχω προς κάποιον
6. πέφτω με ορμή πάνω σε κάτι («ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ», ΚΔ)
7. (με εχθρική σημ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
8. (για γεγονότα, συμβάντα) επέρχομαι αιφνιδίως, ξαφνικά («τὰ προσπεσόντα δ' ὅστις εὖ φέρει βροτῶν», Ευρ.)
9. πέφτω στα χέρια κάποιου («προσπεσούσης μοι τῆς... ἐπιστολής», πάπ.)
10. (για δαπάνη) γίνομαι, πέφτω, επιβαρύνω («καὶ τῶν ἄλλων ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων», Θουκ.)
11. (για χρήματα) καταβάλλομαι, πληρώνομαι για λογαριασμό κάποιου
12. (για δικαιώματα, καθήκοντα) περιέρχομαι με κλήρο («ὅταν λειτουργία προσπέσῃ ἀπολύειν αὐτούς», πάπ.)
13. (για λόγια ή φήμες) φτάνω στα αφτιά κάποιου, λέγομαι ως είδηση
14. (για επίδεσμο) εφαρμόζομαι καλά
15. συναντώμαι
16. (για γραμμή) σύρομαι μέχρι να συναντηθώ με άλλη
17. (για σφυγμό) υφίσταμαι μείωση του ρυθμού μου, πέφτω
18. (για τη μήτρα) υφίσταμαι πρόπτωση («ἔνθα καὶ ἔνθα προσπίπτειν», Ιπποκρ.)
19. (ως τρίτο πρόσ.) προσέπεσε
αναγγέλθηκε ότι..
20. φρ. α) «προσπίπτειν τινί» — το να προσχωρεί κανείς σε μια μερίδα, το να συντάσσεται με κάποιον («προσπεσὼν γάρ, οἶμαι,... τοιούτῳ ὄντι Ἀναξαγόρα», Πλάτ.)
β) «προσπίπτει δι' ἑαυτοῡ [ή αὐτόθεν]» — είναι αυταπόδεικτο, προφανές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πίπτω «πέφτω»].
Greek Monotonic
προσπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι (για το ποτιπεπτηυῖαι, βλ. προσπτήσσω)·
I. 1. πέφτω πάνω, προσκρούω, ἔςτι, σε Σοφ.· τινί, σε Ξεν.· πέφτω κατά πάνω, σωριάζομαι, σε Θουκ.
2. πέφτω πάνω, επιτίθεμαι, ορμώ, τινί, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ., Ξεν.
3. απλώς, τρέχω προς, σε Ηρόδ., Ξεν.
4. πέφτω πάνω σε, εναγκαλίζομαι, τινί, σε Ευρ.· απ' όπου, προσπίπτω τινί, προσχωρώ στην παράταξη κάποιου, σε Ξεν.
5. συναντώ τυχαία κάποιον, βρίσκω τυχαία, συναντιέμαι με, ανταμώνω, μὴ λάθῃ με προσπεσών, σε Σοφ.· με δοτ. πράγμ., συναντώ τυχαία κάποιον, εμπίπτω, σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., μείζω βροτείας προσπίπτω ὁμιλίας, σε Ευρ.
II. λέγεται για πράγματα:
1. για συμβάντα, επέρχομαι ξαφνικά, συμβαίνω σε κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., συμβαίνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· πρὸς τὰ προσπίπτοντα, σύμφωνα με τις περιστάσεις, σε Αριστ.
2. λέγεται για δαπάνες, πέφτω πάνω, επιβαρύνω, σε Θουκ.
3. φτάνω στα αυτιά κάποιου, λέγομαι ως νέο, σε Αισχίν.
III. 1. πέφτω στα πόδια κάποιου, προσπέφτω σε κάποιον, ικετεύω, εκλιπαρώ, σε Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ., προσπίπτω βωμοῖσι, σε Σοφ.· γόνασί τινος, σε Ευρ.· θεῶν πρὸς βρέτας, σε Αριστοφ.
2. με αιτ., πέφτω κάτω μπροστά σε κάποιον, ικετεύω, σε Ευρ.