περιΐστημι
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
German (Pape)
[Seite 577] (s. ἵστημι), 1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1, 85, 7; πόλεμον πανταχόθεν, 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3, 8, 2; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος, Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῦμα περιστάθη, Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingerathen, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῦν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχθειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνθάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόθεν ἄλλοθεν τὴν σωτηρίαν γενέσθαι, Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥςπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
French (Bailly abrégé)
A. tr. (prés., impf., f., ao. περιέστησα, pf. περιέστακα);
I. établir autour : στράτευμα περὶ τὴν πόλιν XÉN disposer une armée autour d’une ville (pour l’assiéger);
II. faire tourner fig. :
1 convertir;
2 tourner vers, diriger : λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας PLUT amener peu à peu un discours à une recherche de cause;
3 détourner sur, reporter sur, faire retomber sur;
B. intr. (à l’ao.2 περιέστην, au pf. περιέστηκα, au Pass. et au Moy.);
1 se dresser autour, se tenir autour : κῦμα περιστάθη poét. OD une vague se dressa autour ; avec l’acc. : πολλὸς χορὸν περιΐσταθ’ ὅμιλος IL une foule nombreuse se tenait autour du chœur de danse ; π. τι κύκλῳ HDT entourer qch en cercle;
2 avec idée d’hostilité entourer, cerner : τινα, qqn pour l’attaquer ; λόφον στρατεύματι XÉN cerner la colline avec une armée ; fig. presser ou menacer : τινι, τινα qqn ; τὰ περιεστηκότα πράγματα LYS l’état fâcheux des affaires;
3 se tourner, se transformer, se modifier ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ THC l’événement tourna contrairement à ce qu’il pensait ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα περιέστηκε ISOCR voilà où en sont venues les affaires ; avec un part. περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη THC notre circonspection d’autrefois s’est transformée et se montre maintenant de l’irréflexion;
4 se détourner pour éviter : λυττῶντας κύνας LUC des chiens enragés;
Moy. περιΐσταμαι (f. περιστήσομαι);
1 tr. faire se tenir autour de soi, placer autour de soi : κύκλον ξυστοφόρων XÉN un cercle d’hommes armés de bâtons;
2 intr. se tourner, aboutir à : εἰς ἕνα περιστήσεται τὸ κράτος PLUT le pouvoir passera aux mains d’un seul.
Étymologie: περί, ἵστημι.
English (Strong)
from περί and ἵστημι; to stand all around, i.e. (near) to be a bystander, or (aloof) to keep away from: avoid, shun, stand by (round about).
English (Thayer)
2nd aorist περιεστην; perfect participle περιεστώς; present middle imperative 2nd person singular περιΐστασο (on which form see Winer s Grammar, § 14,1e.; (Buttmann, 47 (40), who both call it passive (but see Veitch, p. 340)));
1. in the present, imperfect, future, 1st aorist, active, to place around (one).
2. in the perfect, pluperfect, 2nd aorist active, and the tenses of the middle, to stand around: L T Tr WH with an accusative; cf. Winer s Grammar, § 52,4, 12). Middle to turn oneself about namely, for the purpose of avoiding something, hence, to avoid, shun (Josephus, Antiquities 4,6, 12; 10,10, 4; b. j. 2,8, 6; Antoninus 3,4; Artemidorus Daldianus, oneir. 4,59; Athen. 15, p. 675e.; (Diogenes Laërtius 9,14; Jamblichus, vit. Pythagoras 31 (p. 392, Kiessl. edition); Sextus Empiricus; joined with φεύγειν, Josephus, Antiquities 1,1, 4; with ἐκτρέπεσθαι, Lucian, Hermot. § 86; Hesychius περιΐστασο. Ἀποφευγε, ἀνατρεπε; (cf. furher, D'Orville's Chariton, Reiske edition, p. 282); this use of the verb is censured by Lucian, soloec. 5): in the N. T. so with an accusative of the thing (cf. Winer's Grammar, the passage cited), Titus 3:9.
Russian (Dvoretsky)
περιΐστημι: (aor. 1 περιέστησα, aor. 2 περιέστην - эп. περίστην, pf. περιέστᾰκα и περιέστηκα; pass.: aor. περιεστάθην - эп. περιστάθην)
1) ставить кругом, расставлять кругом, располагать вокруг (στράτευμα περὶ τὴν πόλιν Xen.): π. τινί τι Plat. окружать что-л. чем-л.; μεγίστους κινδύνους π. τινι Polyb. окружать кого-л. величайшими опасностями; π. κακά τινι Dem. обрушивать на кого-л. несчастья; περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων κύκλον Xen. расставив вокруг себя копьеносцев;
2) поворачивать, обращать, приводить: π. τινὰ εἰς τοὐναντίον Plat. приводить кого-л. к противоположному мнению; π. λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας Plut. направить обсуждение на разыскание причины; π. κύκλῳ Arst. вращаться;
3) вменять, приписывать (τὰς συμφορὰς εἴς τινα Dem.);
4) (тж. π. κύκλῳ Her.) становиться вокруг, обступать, окружать (περίστησαν ἑταῖροι Hom.; ὄχλος περιεστώς NT): κῦμα περιστάθη Hom. волны вздулись кругом; πολλὸς χορὸν περιΐσταθ᾽ ὅμιλος Hom. многолюдная толпа окружала хоровод; π. τῇ κλίνη Plat. стоять вокруг ложа; π. λόφον στρατεύματι Xen. окружить холм войском; φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην Thuc. страх охватил Спарту; τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. и οἱ περιεστῶτες καιροί Polyb. обстоятельства данного момента;
5) со всех сторон подступать, подбираться, угрожать (τῇ Ἑλλάδι δουλεία περιέστηκε Lys.);
6) приходить, переходить: ἐνταύθα τὰ πράγματα περιέστηκε Isocr. вот до чего дошло дело; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ Thuc. случилось обратное тому, (чего ожидал Никий); περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Thuc. то, что прежде было благоразумием, представляется теперь опрометчивостью; ἐς τύχας περιΐστασθαι Thuc. становиться игралищем случайностей; περιστήσεται τὸ κράτος εἴς τι Plut. власть перейдет к кому-л.;
7) отворачиваться (от), т. е. избегать (λυττῶντας κύνας Luc.; med.: τὴν ἀφροσύνην Sext.; τὰς κενοφωνίας NT).
Chinese
原文音譯:peristhmi 胚里-衣士帖米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:四周-站
字義溯源:周圍站著,包圍,遠避;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ἵστημι)*=站)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
出現次數:總共(4);約(1);徒(1);提後(1);多(1)
譯字彙編:
1) 要遠避(2) 提後2:16; 多3:9;
2) 周圍站著(2) 約11:42; 徒25:7