πραγματεία

From LSJ
Revision as of 21:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτεία Medium diacritics: πραγματεία Low diacritics: πραγματεία Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
Transliteration A: pragmateía Transliteration B: pragmateia Transliteration C: pragmateia Beta Code: pragmatei/a

English (LSJ)

Ion. πρηγματίη, poet. πραγματίη Man.1.38: ἡ:—A prosecution of business, diligent study, Isoc.1.44,5.7, Pl.Cra.408a, al.; πόνων πολλῶν καὶ πραγματείας εἶναι D.8.48; πλείονος εἶναι πρηγματίης Hp.VM7; ἡ μάταιος πραγματεία λογισμῶν this idle attention to argumentations, X.Mem.4.7.8; μετὰ πολλῆς πραγματείας = with a great deal of trouble, PCair.Zen.19.4 (iii B. C.). II occupation, business, ἡ πραγματεία αὐτῆς (sc. τῆς ῥητορικῆς) ἅπασα… εἰς τοῦτο τελευτᾷ Pl.Grg.453a; ἡ τοῦ διαλέγεσθαι πραγματεία = the business of dialectic, Id.Tht. 161e; τοῦ πολιτικοῦ… πᾶσα ἡ πραγματεία περὶ πόλιν [ἐστί] Arist Pol.1274b37, cf. EN1105a11; ἡ δημηγορικὴ πραγματεία = the business of oratory, Id.Rh.1354b24; ἀπὸ τῆς ἀναισχύντου πραγματείας ἀποστῆναι Aeschin.3.242; πραγματεῖαι = official duties, opp. ἀρχαί, ib.13, cf.PTeb.5.143, al. (ii B. C.); esp. law-business, lawsuit, Isoc.2.18, al.; ἡ περὶ τὰ δικαστήρια πραγματεία Id.15.31: pl., affairs in general, κάτω βλέπειν εἰς ἀνθρώπων πραγματείας Pl.R.500c; μεθισταμένων πραγματειῶν Antipho 2.4.9 (nisi leg. πραγμάτων); troubles, D.61.37, Epicur.Ep.1p.28U.; πρὸς ἔθνη τὴν πραγματείαν ἔχειν = to have dealings with various nations Str.9.2.2. b pl., works, of the buildings of Solomon, LXX 3 Ki.9.1. III treatment of a subject, εἰδέων Archyt.4; ἡ τοῦ ἐπιπέδου πραγματεία, as a definition of plane geometry, Pl.R.528d; ἡ Πλάτωνος πραγματεία = Plato's system, Arist.Metaph.987a30, cf.986a8, Epicur.Ep.1p.3U., Phld.D.1.17; manner of dealing with, ἡ περὶ τοὺς μάρτυρας πραγματεία Arist.Rh.1376b4. 2 philosophical argument or philosophical treatise, Id.Top.100a18, 101a26; τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία = knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge Id.Ph.194b18; ἡ παροῦσα πραγματεία οὐ θεωρίας ἕνεκα Id.EN1103b26; the subject of such a treatise, τρεῖς αἱ πραγματεῖαι Id.Ph.198a30, cf. SE183b4; ἡ περὶ τῶν ἀγαθῶν ἐκδοθεῖσα πραγματεία Str.1.2.2, etc. 3 systematic historical treatise or scientific historical treatise, Plb.1.1.4, 1.3.1, D.S.1.1, D.H.1.74, Luc. Hist.Conscr.13; Τρωϊκὴ πραγματεία = the legends of the Trojan war, Arg.S.Aj.; πραγματεία συνέταξεν ἐν δράματι τῶν Δαρδάνου πράξεων τὰς μνημοσύνας BMus.Inscr.3.444.18 (Iasus). 4 magical operation, spell, ἡ Σολομῶνος πραγματεία PMag.Par.1.853, cf.776.

German (Pape)

[Seite 692] ἡ, Betreibung einer Sache oder eines Geschäfts, Bemühung, Beschäftigung; τοῦ φιλοσόφου, Plat. Phaed. 64 e; περὶ λόγου δύναμίν ἐστι πᾶσα αὕτη ἡ πρ., Crat. 408 a, u. öfter; Verhandlung, Dem. 30, 16; Ggstz von έργασία, Isocr. 2, 18; ὄντος ἐμοῦ περὶ ταυτην τὴν πραγματείαν, mit dieser Arbeit beschäftigt, nämlich Reden zu schreiben, 5, 7; Abhandlung, 1, 44; u. überh. ein gefertigtes Schriftwerk, Buch, Plut. Them. 12 u. a. Sp.; ἄλλης γάρ ἐστι πραγματείας, gehört in eine andere Abhandlung, Arist. oft; bes. Geschichtswerk, Pol. 1, 1, 4 u. öfter, immer von seinem eignen Werke; D. Hal., kreis, der alle Sagen vom troischen Kriege in sich begreift, Argum. Soph. Ai.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτεία: ἡ, (πραγματεύομαι) ἡ μετ’ ἐπιμελείας ἐπιδίωξις ὑποθέσεώς τινος ἢ ἀσχολίας, ἐπιμελὴς σπουδή, ἐπίπονος ἐργασία, Ἰσοκρ. 11D, 83Ε, Πλάτ. Κρατ. 408Α, κ. ἀλλ., πρβλ. Stallb. εἰς Φαίδωνα 63Α· πόνων πολλῶν καὶ πραγματείας Δημ. 101. 22· πλέονος εἶναι πραγματείας Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἡ μάταιος πρ. [λογισμῶν], ἡ ματαία αὕτη προσοχὴ καὶ ἐνασχόλησις εἰς συλλογισμούς, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8. ΙΙ. ἐπιχείρησις, ἐνασχόλησις, ἀσχολία, ἔργον, ἡ πρ. αὐτοῦ ἅπασα. εἰς τοῦτο τελευτᾷ Πλάτ. Γοργ. 453Α· ἡ τοῦ διαλέγεσθαι πρ., ἡ εἰς τὴν διαλεκτικὴν ἐνασχόλησις, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 161Ε· τοῦ πολιτικοῦ... πᾶσα ἡ πρ. περὶ πόλιν [ἐστὶ] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 1, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 10· ἡ δημηγορικὴ πρ., τὸ ἔργον τοῦ ῥήτορος, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 1, 10· τῆς ἀναισχύντου πρ. ἀποστῆναι Αἰσχίν. 88. 19· αἱ ἄλλαι πρ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀρχαί, ὁ αὐτ. 55. 38· ― πολυπραγμοσύνη, ἀσχολία περὶ δίκας, κ.τ.τ., τὰς μὲν ἐργασίας αὐτοῖς καθίστη κερδαλέας. τὰς δὲ πραγματείας ἐπιζημίους Ἰσοκρ. 18C, 316D, 317E, 318C· ― ἐν τῷ πληθ., καθόλου, ὑποθέσεις κάτω βλέπειν εἰς ἀνθρώπων πραγματείας Πλάτ. Πολ. 500C· πραγματειῶν μεθισταμένων Ἀντιφῶν 120. 14· ταραχαί, ἐνοχλήσεις, Δημ. 1412. 20· πρ. ἔχειν πρός τινα, ἔχειν ἀσχολίας..., Στράβ. 401. ΙΙΙ. ἡ πραγματεία ὑποθέσεώς τινος, ἡ τοῦ ἐπιπέδου πρ., ὡς ὁρισμὸς τῆς γεωμετρίας, Πλάτ. Πολ. 528D· ἡ Πλάτωνος πρ., τὸ τοῦ Πλάτωνος σύστημαδόγμα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 61, πρβλ. 1. 5, 3: ― ὡσαύτωςτρόπος τοῦ πραγματεύεσθαι ὑπόθεσίν τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 15, 21. 2) φιλοσοφικὴ πραγματεία, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 1., 1. 2, 1, κ. ἀλλ.· τοῦ εἰδέναι χάρινπραγματεία ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 3, 1· ἡ παροῦσα πραγματείαν οὐ θεωρίας ἕνεκα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 2. 2, 1· ― ὡσαύτωςὑπόθεσις τοιαύτης πραγματείας, τρεῖς αἱ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 7, 3, πρβλ. Σοφ. Ἔλεγχ. 33. 18, κ. ἀλλ. 3) ἱστορικὸν ἔργον, συστηματικὴ ἱστορία ἐν ᾗ τὰ συμβάντα ἐκτίθενται ὁμοῦ ὡς αἴτια καὶ ἀποτελέσματα, οὐχὶ ἁπλῶς κατὰ χρονολογίαν (πρβλ. πραγματικὸς ΙΙ. 1), Πολύβ. 1. 1, 4., 1. 3, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 13· Τρωϊκὴ πραγματεία, ἡ περὶ τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου, Ὑπόθ. εἰς Σοφ. Αἴαντα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. soin qu’on met à faire qch ; poursuite d’une affaire, occupation, application, étude;
II. peine, labeur, travail, affaire en gén.
III. en parl. des travaux de l’esprit :
1 manière de traiter un sujet;
2 ouvrage d’histoire, particul. histoire politique, diplomatique ou philosophique.
Étymologie: πραγματεύομαι.

Spanish

práctica mágica, fórmula mágica

English (Strong)

from πραγματεύομαι; a transaction, i.e. negotiation: affair.

English (Thayer)

(T WH πραγματια; see Iota), πραγματείας, ἡ (πραγματεύομαι), prosecution of any affair; business, occupation: plural with the addition of τοῦ βίου, pursuits and occupations pertaining to civil life, opposed to warfare (A. V. the affairs of this life), Hippocrates), Xenophon, Plato down.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α πραγματεύομαι
νεοελλ.
επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή
νεοελλ.-μσν.
πραμάτεια
αρχ.
1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της
2. επίπονη, κοπιαστική εργασία
3. ασχολία, εργασία, έργο («τοῦ πολιτικοῡ... πᾱσα ἡ πραγματεία περὶ πόλιν [ἐστί]», Αριστοφ.)
4. συχνή ενασχόληση με δικαστικές υποθέσεις
5. (για κτίσματα του Σολομώντος) έργο, δημιούργημα («καὶ πᾱσαν πραγματείαν Σαλωμών, ὅσα ἠθέλησε ποιῆσαι», ΠΔ)
6. ενόχληση, ταραχή, φασαρία
7. διαπραγμάτευση μιας υπόθεσης («τὴν μὲν γαρ που τοῦ ἐπιπέδου πραγματείαν γεωμετρίαν ἐτίθης», Πλάτ.)
8. τρόπος, σύστημα, διαπραγμάτευσης μιας υπόθεσης («ἡ τοῦ Πλάτωνος πραγματεία» — το σύστημα ή το δόγμα του Πλάτωνος)
9. φιλοσοφική διαπραγμάτευση ενός θέματος, φιλοσοφική εργασία
10. υπόθεση φιλοσοφικού έργου
11. ιστορικό έργο, στο οποίο τα γεγονότα εκτίθενται όχι μόνο κατά χρονολογική σειρά αλλά και ως αίτια και αποτελέσματα
12. μαγική πράξη, επωδή, ξόρκι («ἡ Σολομῶντος πραγματεία», πάπ.)
13. στον πληθ. αἱ πραγματεῑαι
α) επίσημα καθήκοντα και υποχρεώσεις («τὰς δ' ἄλλας ταύτας πραγματείας προστεταγμένας κατὰ ψήφισμα», Αισχίν.)
β) (γενικά) οι υποθέσεις («κάτω βλέπειν εἰς ἀνθρώπων πραγματείας», Πλάτ.)
14. φρ. α) «μετὰ πολλῆς πραγματείας» — με πολλή ενασχόληση
β) «ἡ τοῦ διαλέγεσθαι πραγματεία» — η ενασχόληση με τη διαλεκτική
γ) «ἡ δημηγορική πραγματεία» — το έργο του ρήτορα
δ) «Τρωική πραγματεία» — όλα όσα μυθολογούνται για τον Τρωικό Πόλεμο
ε) «πρὸς ἔθνην τὴν πραγματείαν ἔχειν» — έχω σχέσεις, συναλλαγές με διάφορα έθνη.

Greek Monotonic

πραγμᾰτεία:I. προσεκτική εκπόνηση, διεκπεραίωση μιας ασχολίας, επιμελής ενασχόληση, επίπονη εργασία, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.
II. ενασχόληση, επιχείρηση, σε Πλάτ., Αισχίν.· στον πληθ., υποθέσεις, γενικά, συναλλαγές, σε Πλάτ. κ.λπ.
III. διαπραγμάτευση, χειρισμός μιας υπόθεσης, στον ίδ.· πραγματεία, διατριβή, σε Αριστ.· ιστορικό έργο, συστηματική ιστορία, σε Πολύβ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτεία:
1) дело, занятие, работа, труд, тж. забота (δαπάνης μεγάλης καὶ πραγματείας εἶναι Dem.): τοῦ βίου πραγματεῖαι NT житейские заботы; πραγματεῖαι προστεταγμέναι κατὰ ψήφισμα Aeschin. занятия, порученные в порядке выборов, выборные должности;
2) отрасль; область, раздел: ἡ τοῦ διαλέγεσθαι π. Plat. диалектика; ἡ δημηγορικὴ π. Arst. риторическое искусство; ἄλλης ἐστὶ πραγματείας Arst. это относится к другому разделу;
3) учение (ἡ τοῦ Πλάτωνος π. Arst.): ἡ τοῦ ἐπιπέδου π. Plat. учение о плоскости;
4) изучение, рассмотрение: ἡ περὶ τοὺς μάρτυρας πραγματεία Arst. рассмотрение свидетельских показаний; τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ π. Arst. исследование в целях познания;
5) (литературный) труд, исследование, трактат: τοῦτο ζητοῦμεν κατὰ τὴν προκειμένην πραγματείαν Arst. (именно) об этом идет речь в настоящем исследовании;
6) историческое повествование, история Polyb., Luc.;
7) судебный процесс Isocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραγματεία -ας, ἡ, Ion. πρηγματίη, poët. πραγματίη [πραγματεύομαι] bezigheid, activiteit:; ἀνθρώπων πραγματεῖαι menselijke bezigheden Plat. Resp. 500c; meestal met bep..; ἡ τοῦ διαλέγεσθαι π. de bezigheid van de dialectiek Plat. Tht. 161e; τοῦ πολιτικοῦ πᾶσα ἡ πραγματεία περὶ πόλιν ( ἐστί ) de gehele activiteit van de staatsman heeft betrekking op de staat Aristot. Pol. 1274b37; rechtszaak:. τὰς μὲν ἐργασίας αὐτοῖς καθίστη κερδαλέας, τὰς δὲ πραγματείας ἐπιζημίους maak de arbeid voor hen winstgevend, maar rechtzaken nadelig Isocr. 2.18. onderzoek, studie:. τὴν... τοῦ ἐπιπέδου πραγματείαν γεωμετρίαν ἐτίθης jij noemde de bestudering van vlakken geometrie Plat. Resp. 528d; καὶ τούτων... ἐκέλευε φυλάττεσθαι τὴν μάταιον πραγματείαν en hij drong erop aan, te waken voor de zinloze studie daarvan Xen. Mem. 4.7.8; ἡ παροῦσα πραγματεία οὐ θεωρίας ἕνεκα ἐστιν het huidige onderzoek gaat niet om theoretische kennis Aristot. EN 1103b26; ἡ περὶ τοὺς μάρτυρας πραγματεία het onderzoek met betrekking tot getuigen Aristot. Rh. 1376b4. behandeling (van een onderwerp), verhandeling.

Middle Liddell

πραγμᾰτεία, ἡ,
I. the careful prosecution of an affair, diligent study, hard work, Plat., Dem., etc.
II. occupation, business, Plat., Aeschin.:—in pl. affairs in general, dealings, Plat., etc.
III. the treatment of a subject, Plat.; a treatise, Arist.; an historical work, systematic history, Polyb., Luc.

Chinese

原文音譯:pragmate⋯a 普拉格馬帖阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:實行
字義溯源:事務,追求,事情;源自(πραγματεύομαι)=忙碌,作買賣);而 (πραγματεύομαι)出自(ἀναπράσσω / πράσσω)*=實行)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 事務(1) 提後2:4

English (Woodhouse)

business, occupation, task, transaction of business

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)