ἀνήρ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ὁ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, voc. ἄνερ: pl. ἄνδρες, -δρῶν, -δράσι [ᾰ], -dras: Aeol. dat. pl.
A ἄνδρεσι Alc.Supp.14.8: late nom. sg. ἄνδρας Cat.Cod.Astr.7.109.7: in Att. the Art. often forms a crasis with the Noun, ἁνήρ for ὁ ἀνήρ, τἀνδρός, τἀνδρί for τοῦ ἀνδρός, etc., ἅνδρες for οἱ ἄνδρες; the Ion. crasis is ὡνήρ, ὧνδρες, Hdt.4.161,134: Ep. also ἀνέρα, ἀνέρος, ἀνέρι, dual ἀνέρε, pl. ἀνέρες, ἀνέρας, ἄνδρεσσι. [Ep. Poets mostly use ᾱ in arsi, ᾰ in thesi; but in trisyll. forms with stem ἀνέρ- always ᾱ; so also Trag. in lyr., S.Tr.1011, OT869. But in Trag. senarians ᾰ always.] (ἀ- in nom. by analogy; cf. Skt. nar- from I.-E. ner-, nṛ- from nṛ-, Gk. ἀνδρ- from ṇr-):—man, opp. woman (ἄνθρωπος being man as opp. to beast), Il.17.435, Od.21.323; τῶν ἀνδρῶν ἄπαις without male children, Pl.Lg.877e; in Hom. mostly of princes, leaders, etc., but also of free men; ἀ δήμου one of the people, Il.2.198, cf. Od.17.352; with a qualifying word to indicate rank, ἀ. βουληφόρος Il.2.61; ἀ. βασιλεύς Od.24.253; ἡγήτορες ἄ. Il.11.687. II man, opp. god, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε ib.1.544, al.; Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν ib.334, cf. 403, Hdt.5.63, etc.: most common in pl., yet sts. in sg., e.g. Il.18.432:—freq. with a Noun added, βροτοί, θνητοὶ ἄ., Od.5.197,10.306; ἄ. ἡμίθεοι Il.12.23; ἄ. ἥρωες ib.5.746:—also of men, opp. monsters, Od.21.303:—of men in societies and cities, οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις Pi.O. 6.10; and so prob., ἄλλοτε μέν τ' ἐπὶ Κύνθου ἐβήσαο... ἄλλοτε δ' ἂν νήσους τε καὶ ἀνέρας . . h.Ap.142. III man, opp. youth, unless the context determines the meaning, as in οὔ πως ἔστι νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα Od.18.53; but ἀ. alone always means a man in the prime of life, esp. warrior, ἀ. ἕλεν ἄνδρα Il.15.328; so ἀ. ἀντ' ἀνδρὸς ἐλύθησαν Th.2.103; the several ages are given as παῖς, μειράκιον, ἀ., πρεσβύτης X.Smp.4.17; εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι, συντελεῖν, D.19.230, Isoc.12.212; εἰς ἄνδρας ἀναβῆναι BMus.Inscr.898; in Inscrr. relating to contests, opp. παῖδες, IG22.1138.10, etc. IV man emphatically, man indeed, ἀνέρες ἄστε, φίλοι Il.5.529; freq. in Hdt., πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες 7.210; πρόσθεν οὐκ ἀ. ὅδ' ἦν; S.Aj.77; ἄνδρα γίγνεσθαί σε χρή E.El.693; ἀ. γεγένησαι δι' ἐμέ Ar.Eq.1255; ὃ μαθὼν ἀ. ἔσει Id.Nu.823; ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν Id.Ach.77; εἰ ἄνδρες εἶεν οἱ στρατηγοί Th.4.27; οὐκέτι ἀ. ἀλλὰ σκευοφόρος X.Cyr.4.2.25; τὸν Αυκομήδην . . μόνον ἄνδρα ἡγοῦντο Id.HG7.1.24; οὐκ ἐν ἀνδράσι not like a man, E.Alc.723, cf. 732; ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν 'tis the part of a man .., Men.771, etc. V husband, Il.19.291, Od.24.196, Hdt.1.146, etc.; εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης Pl. Criti.113d; so ἐξοικιεῖν εἰς ἀνδρὸς [οἶκον] θυγατέρα Luc.Lex.11:—also of a paramour, opp. πόσις, S.Tr.551, cf. E.Hipp.491, Theoc.15.131; ἀ. ἁπασῶν τῶν γυναικῶν ἐστι νῦν Pherecr.155; αἰγῶν ἄνερ Theoc.8.49. VI Special usages: 1 joined with titles, professions, etc., ἰητρὸς ἀ. Il.11.514; ἀ. μάντις, ἀ. στρατηγός, Hdt.6.83,92 (dub.); ἀ. νομεύς S.OT1118; ἄνδρες λοχῖται, λῃσταί, ἀσπιστῆρες, ib.751,842, Aj.565; esp. in disparagement, κλῶπες ἄ. E.Rh.645; ἀ. δημότης S. Ant.690; with names of nations, as Φοίνικες ἄ. Hdt.4.42; ἀ. Θρῇξ E. Hec.19,al.; esp. in addresses, ἄ. ἔφοροι Hdt.9.9; ἄ. πολῖται S.OT 513; ἄ. δικασταί D.21.1, etc.; ὦ ἄνδρες gentlemen of the jury, Antipho 1.1, Lys.1.1, etc.; ὦ ἄ. Ἀθηναῖοι Id.6.8, etc.: hence in Comedy, ἄ. ἰχθύες Archipp.29; ἄ. θεοί Luc.JTr.15; ὦ ἄ. κύνες Ath.4.160b. 2 ὁ ἀνήρ, by crasis Att. ἁνήρ, Ion. ὡνήρ, is freq. used emphatically for αὐτός, ἐκεῖνος Ar.V.269, prob. in Pl.Sph.216b, etc.: sts. so in oblique cases without the Art., S.Tr.55, 109, 293, etc.; but not in Prose. 3 ἀ. ὅδε, ὅδ' ἀ., in Trag., = ἐγώ, S.Aj.78, E.Alc.690, etc. 4 πᾶς ἀ. every man, every one, freq. in Pl.Lg.736c, al., cf. E.Or. 1523. 5 a man, any man, εἶτ' ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι; Ar.Nu.1214; οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί Pl.Phd.114d, etc.; οὐ παντὸς ἀνδρὸς . . ἐσθ' ὁ πλοῦς 'tis not every one that can go, Nicol.Com. 1.26. 6 ὦ δαιμόνι' ἀνδρῶν Eup.316; and often with a Sup., ὦ φίλτατ' ἀνδρῶν Phryn.Com.80, etc. 7 κατ' ἄνδρα viritim, Isoc. 12.180, POxy.1047 iii 11, BGU145.5, etc.; so τοὺς κατ' ἄνδρα individuals, opp. κοινῇ τὴν πόλιν, D.Chr.32.6. 8 In LXX, ἀνήρ = ἕκαστος, δότε μοι ἀνὴρ ἐνώτιον Jd.8.24; ἀ. τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται 'each to his fellow', of leviathan's scales, Jb.41.8; also ἀ. εἷς 4 Ki.6.2; with negs., ἀ. μὴ ἐπισκεπήτω ib.10.19; ἀνὴρ ἀνήρ any one, Le. 15.2. 9 ἄνδρας γράφειν· τὸ ἐν διδασκάλου τὰ παιδία ὀνόματα γράφειν, Hsch. VII male animal, Arist.HA637b15.
German (Pape)
[Seite 229] ὁ, Hom. ἀνέρος, ἀνέρι, ἀνέρα, ἀνέρε, ἀνέρες, ἀνέρας neben ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, ἄνδρε, ἄνδρες, ἄνδρας, ἄνδρεσσι neben ἀνδράσιν, gen. plur. ἀνδρῶν, vocat. sing. ἆνερ Iliad. 24, 725; der Mann: 1) im Ggstz des Weibes, γυνή, von Hom. an überall; dah. ἀνδρῶν ἄπαις, ohne männliche Kinder, Plat. Legg. IX, 877 e. Bes. der freie Mann. In der Zusammenstellung beider Geschlechter die Att. ohne Verbindung ἄνδρες, γυναῖκες. – 2) der Mensch im Ggstz der Götter, gew. im plur., πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, sehr oft vom Zeus. Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Il. 1, 384; dgl. auch Her. 5, 68. 28. Im Gegensatz gegen die Kentauren Od. 21, 303. Seltener u. nur bei Dichtern so im sing., z. V. Il. 13, 321. 18, 432; Soph. O. C. 578 Ai. 77. Häufig tritt die besondere Bezeichnung der Sterblichkeit hinzu, βροτὸς ἀνήρ, θνητός, auch ἄνδρες ἥρωες, auffallender ἄνδρες ἡμίθεοι Il. 12, 23. – 3) der erwachsene Mann, wie Xen. παῖς, μειράκιον, ἀνήρ, πρεσβύτης neben einander stellt, Symp. 4, 17; παῖδες, ἔφηβοι, τελεῖοι ἄνδρες, γεραίτεροι od. οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες Cyr. 1, 2, 4 ff Wo Hom. nicht den Zusatz νέος, ὁπλότερος u. ä., od. γέρων u. προγενέστερος macht, versteht er waffenfähige Männer, in der ll. meist den Krieger; diese Bdtg bleibt auch bei den Historkern vorherrschend, ἄνδρας ἑλέσθαι, συλλέξαι, Mannschaft wählen, ausheben, u. bei Zahlenbestimmungen eines Heeres, wie unser: tausend Mann. Vgl. Plat. ἀνὴρ καὶ πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος Prot. 309 a; ἀνὴρ δὲ γενόμενος Dem. 18, 259, worauf εἰς τοὺς δημότας ἐγγράφεσθαι folgt, 261. – 4) der Mann, mit Nachdruck gesagt, der rechte, tüchtige, tapfere Mann, ἀνέρες ἔστε, φίλοι Il. 8, 174; im Ggstz von ἄνθρωπος, πολλοὶ ἄνθρωποι, ὀλίγοι ἄνδρες Her. 7, 210; vgl. Xen. Hier. 7, 3 ἄνδρες καὶ οὐκέτι ἄνθρωποι μόνον νομιζόμενοι, womit An. 1, 7, 4 zu vgl. Welche Eigenschaft bes. hervorzuheben ist, zeigt der Zusammenhang; denn von Barbaren heißt es Ar. Ach. 77 ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν. Bei Attikern oft: der Ehrenmann. Vgl. noch Soph. O. C. 393 Ai. 1217; οὐ λόγων δεῖ σ' ἀλλὰ τἀνδρός Eur. Hipp. 491; πρὸς τάδ' ἄνδρα γενέσθαι σε χρή El. 693; ἐτητύμως ἄνδρ' ὄντα Heracl. 998; ὡς ἀληθῶς ὄντος ἀνδρός Plat. Lach. 188 c; οὐκέτι ἀνήρ, ἀλλὰ σκευοφόρος Xen. Cyr. 4, 2, 12; νῦν σοι ἔξεστιν ἀνδρὶ γενέσθαι, jetzt kannst du ein berühmter Mann werden, An. 7, 1, 21. – 5) Ehemann, Gatte, Il. 19, 291; ἀνέρι μητέρα δώσω, verheirathen, Od. 2, 223; Her. 1, 146 u. sonst öfter; εἰς ἀνδρὸς ᾔει λέκτρα Eur. Or. 458; λέκτρων ἀνδρὸς ἐστερημένη Med. 286; εἰς ἀνδρὸς ἔρχεσθαι, vermählt werden, Alciphr. 3, 41. Bei Soph. Tr. 531 bildet es den Ggstz vom rechtmäßigen Gemahl, πόσις, ein Beischläfer; εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἡκούσης τῆς κόρης, mannbar werden, Plat. Critia 113 d. – 6) Sehr gewöhnlich ist bes. bei Attikern die Vrbdg mit anderen subst., die meistentheils adjectivischer Natur sind, bes. bei Völkernamen u. in Anreden, wo der Ausdruck ehrenvoller wird. Es steht in dieser Vrbdg nie der Artikel dabei, ἀνὴρ Πέρσης, ein Perser, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολῖται, στρατιῶται, ihr Herren Athener u. s. w., vgl. κλῶπες Eur. Rhes. 645; μάντις, τύραννος Thuc. 6, 85. 2, 89; oft bei Plat. φιλόσοφος, τραγικός, μουσικός, ein Philosoph u. s. w. So ist auch ἀνἡρ νεανίας, ein junger Mann, Xen. Cyr. 2, 2, 6 zu fassen; vgl. Eur. El. 344. – Bei den Attikern tritt es auch oft zur Stütze zu einem adj., φίλος ἀνήρ, er ist mein Freund, Plat. Theaet. 162 a; σοφὸς γὰρ καὶ θεῖος ἀνήρ, er ist weise u. göttlich, Re P. 1, 331 e; bes. so dei φίλος, ἐχθρός, δίκαιος u, ä. Bei Xen. steht οἱ ἄνδρες allein öfter geradezu für Feinde, z. B. An. 3, 1, 23. Ebenso steht es bei partle., ἀνὴρ ἐπιστάμενος, ἐρῶν, ein Wissender, ein Liebender, Plat. Phaed. 76 b Conv. 179 a. – 7) Im Att. sowohl bei den Tragg., die in diesem Falle auch den Artikel weglassen, als in Prosa, wo wenigstens in den cas. obliq. der Artikel immer dabei steht, vertritt es nachdrücklich die Stelle des pronom.; schon Her. ἀνὴρ ὅδε für ἐγώ 1, 108; vgl. Xen. An. 1, 3, 12; Plat. Gorg. 470 d Phaed. 58 e; ähnl. οὗτος ἀνήρ, der da! Gorg. 467 b; πᾶς ἀνήρ, Jedermann, Eur. Or. 1528, u. öfter Plat. – In der Krasis mit dem Artikel ion, ὥνήρ, att. ἅνήρ, auch τἀνδρός u. s. w. – Das α ist bei Hom. in den dreisylbigen Formen immer lang, ebenso ἆνερ in der Arsis Iliad. 24, 725; wo bei att. Dichtern α lang ist, ist die Krasis mit dem Artikel anzunehmen; in den Chören brauchen sie zuweilen die dreisylbigen Formen mit langem α.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήρ: ὁ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα, κλητ. ἄνερ: πληθ. ἄνδρες, -δρῶν, -δράσι [ᾰ], -δρας: παρ’ Ἀττ. τὸ ἄρθρον συχνάκις πάσχει κρᾶσιν μετὰ τοῦ ὀνόματος, ἀνὴρ ἀντὶ ὁ ἀνήρ, τἀνδρός, τἀνδρί, ἀντὶ τοῦ ἀνδρός, τῷ ἀνδρί, ἄνδρες ἀντὶ οἱ ἄνδρες· ἡ Ἰων. κρᾶσις εἶναι ὡνήρ, ὧνδρες Ἡρόδ. 4. 161, 134. Οἱ Ἐπ. ἔχουσιν ὡσαύτως καὶ τὴν κανονικὴν κλίσιν ἀνέρος, ἀνέρι, πληθ. ἀνέρες, ἄνδρεσσι. [Παρ’ Ἐπ. ποιηταῖς τὸ α ἐν μὲν τῇ ἄρσει κατὰ τὸ πλεῖστον εἶναι μακρόν, ἐν δὲ τῇ θέσει βραχύ· ἀλλ’ ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσιν ἀνέρος, ἀνέρι, ἀνέρες, ἀείποτε τὸ α εἶναι μακρόν· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς Τραγικοῖς ἐν λυρικοῖς χωρίοις, Σοφ. Τρ. 1010. Ο. Τ. 869. Ἀλλ’ ἐν Τραγ. τριμέτροις ἀείποτε εἶναι βραχύ· ὅπου δὲ τὸ ἀνὴρ εὑρεθῇ ἔχον τὸ α μακρὸν πρέπει νὰ γράφηται ἀνὴρ μετὰ δασείας (δηλ. ὁ ἀνήρ), Πόρσ. Φοίν. 1670]. (Πιθαν. ἐκ √ΝΕΡ, μετὰ προθεματικοῦ α εὐφωνικοῦ, ΑΝΕΡ καὶ μετὰ παρεμβαλλομένου δ ἀνδρ.: ἐντεῦθεν ἠνορέη, ἀγήνωρ, πρβλ. ἄνθρωπος· πρβλ. προσέτι Σανσκρ. nar, nar-as (vir), nar-yas (virilis) nri-mnam (virtus, vis)· Ζενδ. nar, nar-as (vir)· Σαβιν. nero (fortis) ner-io (fortitudo)· Ὀμβρ. ner (princeps)). Ἀνήρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γυνή, Λατ. vir, (ἄνθρωπος, Λατ. homo, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ κτῆνος), ἥ τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἐστήκῃ … ἠὲ γυναικὸς Ἰλ. Ρ. 435, Ὀδ. Φ. 323· τῶν ἀνδρῶν ἄπαις, ἄνευ ἀρρένων τέκνων, Πλάτ. Νόμ. 877Ε. Ἂν καὶ ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὴν λέξιν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἡγεμόνων, ἀρχηγῶν, κτλ., ἀλλ’ ὅμως ἐπεκτείνει τὴν χρῆσιν αὐτῆς καὶ ἐπὶ παντὸς ἐλευθέρου ἀνδρός· ἀνὴρ δήμου, εἷς ἐκ τοῦ λαοῦ, Ἰλ. Β. 198, Ὀδ. Ρ. 352· καὶ πρὸς δήλωσιν ἀνδρὸς ὑψηλῆς τάξεως, προστίθεται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον χαρακτηριστική τις λέξις, ὡς π.χ. ἀνὴρ βουληφόρος, ἀρχός, βασιλεύς, ἀγός, ἡγήτωρ, ἔξοχος. ΙΙ. ἄνθρωπος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεός· πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Ὅμ., Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Ἰλ. Α. 334, 403, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 63, κτλ.: συνηθέστατα κατὰ πληθυντικόν, ἐνίοτε ὅμως καὶ καθ’ ἑνικόν, π.χ. Ἰλ. Σ. 432, Σοφ. Αἴ. 77: - συχνάκις τῇ προσθήκῃ περιοριστικοῦ τινος ὀνόματος ἢ ἐπιθέτου, βροτοὶ ἢ θνητοὶ ἄνδρες Ὅμ.· ἄνδρες ἡμίθεοι Ἰλ. Μ. 23· καὶ συχν. ἄνδρες ἥρωες: - ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς θηρία ἢ τέρατα, κενταύροισι καὶ ἀνδράσι νεῖκος ἐτύχθη Ὀδ. Φ. 303: - ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν κοινωνίαις ἢ πόλεσι ζώντων, οὔτε παρ’ ἀνδράσιν οὔτ’ ἐν ναυσὶ κοίλαις Πινδ. Ο. 6. 15· καὶ οὕτω πιθανῶς, ἄλλοτε μέν τ’ ἐπὶ Κύνθου ἐβήσαο …, ἄλλοτε δ’ αὖ νήσους τε καὶ ἀνέρας ἠλάσκαζες Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλ. 142. ΙΙΙ. ἀνήρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν νεανίαν, ἂν καὶ παρ’ Ὁμήρῳ καὶ ὁ τοιοῦτος ἀποκαλεῖται ἀνὴρ νέος, νεώτερος, κουρότερος, ὁπλότερος, νεηνίης: οὕτω δὲ καὶ ἀνὴρ γέρων ἢ προγενέστερος Ὀδ. Δ. 205, Σ. 53· ἀλλὰ μόνον ἀνὴρ σημαίνει ἀείποτε ἄνδρα ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας αὐτοῦ, ἰδίως πολεμιστήν, ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα Ἰλ. Ο. 328· οὕτως, ἀνὴρ ἀντ’ ἀνδρὸς ἐλύθησαν Θουκ. 2. 103· αἱ διάφοροι ἡλικίαι λέγονται, παῖς, μειράκιον, ἀνήρ, πρεσβύτης, Ξεν. Συμπ. 4. 17· εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι, συντελεῖν Δημ. 412. 25, Ἰσοκρ. 277Β· εἰς ἄνδρας ἀναβαίνειν, μεταβαίνειν Ἐπιγρ. Newton σ. 698· συχν. ἐν ἐπιγρ. πραγματευομέναις περὶ ἀγώνων εὕρηται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παῖδες, Συλλ. Ἐπιγρ. 213, 217, 218 καὶ ἀλλ. IV. ἐμφαντικῶς, ἀληθὴς ἀνήρ, γενναῖος, «παλληκάρι», ὦ φίλοι, ἀνέρες ἔστε Ἰλ. Ε. 529· καὶ συχν. παρ’ Ἡροδ., π.χ. πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι εἶεν, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες 7. 210· οὕτως, ἄνδρα γίγνεσθαί σε χρὴ Εὐρ. Ἠλ. 693· ἀνὴρ γεγένησαι δι’ ἐμὲ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1225· ὃ σὺ μαθὼν ἀνὴρ ἔσει ὁ αὐτ. Νεφ. 823· ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους φαγεῖν ὁ αὐτ. Ἀχ. 77· εἰ ἄνδρες εἶεν οἱ στρατηγοὶ Θουκ. 4. 27· οὐκέτι ἀνὴρ ἀλλὰ σκευοφόρος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 25· τὸν Λυκομήδην ... μόνον ἄνδρα ἡγοῦντο ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 1, 21· οὐκ ἐν ἀνδράσι, οὐχὶ ὡς ἀνήρ, Εὐρ. Ἄλκ. 723, πρβλ. 732· ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν, εἶναι ἴδιον ἀνδρός ..., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 283, κτλ. V. ἀνήρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γυναῖκα αὑτοῦ, σύζυγος, ἄνδρα μέν, ᾧ ἔδοσάν με πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ Ἰλ. Τ. 291, Ὀδ. Ω. 196, Ἡρόδ. 1. 146, καὶ Ἀττ., εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα κόρη Πλάτ. Κριτί. 113D· οὕτως, ἐξοικιεῖν … εἰς ἀνδρὸς [οἶκον] τὴν θυγατέρα Λουκ. Λεξιφ. 11: - ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ ἐραστοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πόσις, Σοφ. Τρ. 551, ἴδε Βαλκ. Ἱππ. 491, Τουπ. Θεόκρ. 15. 131· ἀνὴρ ἁπασῶν τῶν γυναικῶν ἐστι νῦν Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 5· αἰγῶν ἄνερ, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου vir gregis, Θεόκρ. 8. 49. - Σχεδὸν ἅπασαι αἱ σημασίαι αὗται ἀνήκουσι καὶ εἰς τὴν Λατ. λέξ. vir. VI. ἄλλαι χρήσεις μεθ’ Ὅμηρον, ἰδίως παρ’ Ἀττ. 1) τὸ ἀνὴρ συνήθως συνωδεύετο μετὰ λέξεων δηλουσῶν τὴν τάξιν τοῦ ἀνδρὸς ἢ τὸ ἐπάγγελμα καὶ τὰ ὅμοια, ὡς παρ’ Ὁμ. ἔνθ’ ἀνωτ., π. χ. ἀνὴρ μάντις, ἀνὴρ στρατηγὸς Ἡρόδ. 6. 83, 92· ἀνὴρ νομεὺς Σοφ. Ο. Τ. 1118· ἄνδρες λοχῖται, λησταί, ἀσπιστῆρες αὐτόθι 751, 842, κτλ. Ὡσαύτως μετὰ ἐθνικῶν ὀνομάτων, ὡς, ἄνδρες Κίλικες, Θρῇκες, κτλ.: ἰδίως ἐπὶ προσφωνήσεων, ἄνδρες ἔφοροι Ἡρόδ. 9. 9· ἄνδρες πολῖται Σοφ. Ο. Τ. 513· οὕτως, ἄνδρες δικασταί, βουλευταί, ἔφοροι Ρήτορ.· ἰδίως ἐν τῇ συνηθεστάτῃ προσφωνήσει ἄνδρες Ἀθηναῖοι: ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ἄνδρες ἰχθύες, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 14· ἄνδρες θεοὶ Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 15· ὦ ἄνδρες κύνες Ἀθήν. 160Β. 2) ὁ ἀνὴρ κατὰ κρᾶσιν Ἀττ. ἀνήρ, Ἰων. ὡνὴρ εἶναι συχν. ἐν χρήσει ἐπὶ ἐμφάσεως ἀντὶ αὐτός, ἐκεῖνος, Τραγ., καὶ Πλάτ.: ἐνίοτε γίνεται τοῦτο ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν ἄνευ τοῦ ἄρθρου, ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν Σοφ. Τραχ. 55, 108. 293, κτλ.· ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ πεζοῖς: πρβλ. ἄνθρωπος. 3) ἀνὴρ ὅδε, ὅδ’ ἀνήρ, συχν. παρὰ Τραγ. ἐν πάσαις ταῖς πτώσεσιν ἀντὶ τοῦ ἐγώ. 4) πᾶς ἀνήρ, πᾶς ἄνθρωπος, πᾶς τις, συχν. παρὰ Πλάτ. 5) ἀνὴρ οἱοςδήποτε, εἶτ’ ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι; Ἀριστοφ. Νεφ. 1214· πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114D, κτλ.· οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐπὶ τράπεζάν ἐσθ’ ὁ πλοῦς, δὲν δύναται πᾶς τις (ὁ τυχὼν) νὰ ὑπάγῃ, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 26. 6) ὦ δαιμόνι’ ἀνδρῶν Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 15· καὶ συχνάκις ὑπερθετ., ὦ φίλτατ’ ἀνδρῶν Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 10, κτλ. 7) κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, Ἰσοκρ. 271Α· οὕτω, τοὺς κατ’ ἄνδρα, τοὺς καθ’ ἕκαστον, Δίων Χρυσ. 1. 655. VII. ἄρρεν ζῷον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
ἀνδρός (ὁ) :
ἀνδρί, ἄνδρα, ἄνερ;
pl. ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἀνδράσι, ἄνδρας;
duel ἄνδρε, ἀνδροῖν;
litt. celui qui engendre, d’où
I. mâle ; p. suite :
1 homme, p. opp. à femme ; ἄνδρες γυναῖκες (sans καί) hommes et femmes;
2 époux, mari ; qqf amant;
II. homme :
1 p. opp. aux dieux : πατὴρ ἄνδρῶν τε θεῶν τε HOM père des hommes et des dieux ; βροτὸς ou θνητὸς ἀνήρ HOM un mortel ; ἄνδρες ἡμίθεοι IL demi-dieux ; κατ’ ἀνδρὸς βίοτον EUR de génération en génération;
2 homme fait : εἰς ἄνδρας ἐγγράφεσθαι DÉM ou συντελεῖν ISOCR être inscrit ou passer dans la classe des hommes faits;
3 homme (avec idée de qualités morales) : ἀνέρες (épq. p. ἄνδρες) ἔστε, φίλοι IL soyez hommes, amis ! πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες HDT beaucoup d’êtres humains, mais peu d’hommes;
4 p. ext. (joint aux titres ou professions) : ἀνὴρ βασιλεύς HOM roi ; ἀνὴρ μάντις HDT devin ; ἀνὴρ νομεύς SOPH pâtre ; ἄνδρες δικασταί ATT juges, etc. ; (aux noms de peuples) ἄνδρες Ἀθηναῖοι ORAT Athéniens;
5 p. ext. homme, individu : ὁ ἀνήρ PLAT l’homme ; c. synonyme de αὐτός ou ἐκεῖνος : celui-ci, celui-là ; simple particulier p. opp. à l’homme d’État.
Étymologie: p. *γϜανήρ > Ϝανήρ > ἀνήρ, de la R. Γαν, Γεν engendrer.
English (Autenrieth)
gen ἀνδρός and ἆνέρος, dat. ἀνδρί and ἆνέρι, acc. ἄνδρα, voc. ἆνερ, pl. nom. ἄνδρες, ἆνέρες, dat. ἀνδράσι, ἄνδρεσσι, acc. ἄνδρας, ἆνέρας, dual. ἄνδρε, ἆνέρε: man (vir); as distinguished from γυνή, Od. 15.163; as husband, Od. 11.327; emphatically, ἆνέρες ἔστε καὶ ἄλκιμον ἦτορ ἕλεσθε, Il. 5.529; frequently joined with a more specific noun, ῖητρὸς ἀνήρ, Σίντιες ἄνδρες. The distinction between ἀνήρ and ἄνθρωπος (homo) is disregarded at will, βροτοὶ ἄνδρες, πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, etc.