πεδίο

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / πεδίον ΝΜΑ πέδον
1. πεδιάδα, κάμπος
2. φρ. «αθηναϊκό πεδίο» — ονομασία της πεδινής περιοχής που εκτείνεται γύρω από την Αθήνα, η οποία όμως εδώ και μερικές δεκαετίες έχει καταληφθεί από πυκνοκατοικημένες οικιστικές περιοχές, έτσι ώστε στην πραγματικότητα αθηναϊκό πεδίο ως περιοχή που ανήκει στη γεωργία δεν υπάρχει πλέον
νεοελλ.
1. περιοχή ή τόπος όπου συμβαίνει κάτι
2. μτφ. νοητή έκταση ενέργειας ή δραστηριότητας με κοινά βασικά χαρακτηριστικά (α. «έχει ευρύ πεδίο δράσης» β. «το πεδίο τών γνώσεών του είναι μεγάλο» γ. «το πεδίο της ιατρικής έρευνας»)
3. βιολ. α) περιοχή την οποία υπερασπίζεται ένας οργανισμός ή μια ομάδα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για αναπαραγωγή, φώλιασμα, κάλυψη ή τροφοδοσία, η διάρκεια κατοχής της οποίας ποικίλλει ανάλογα με τα είδη και μπορεί να διαρκέσει για όλη τη διάρκεια ζωής ή να ανανεώνεται σε κάθε εποχή αναπαραγωγής, αλλ. ζωτικός χώρος
β) «συμπεριφορά πεδίου» — το σύνολο τών τρόπων με τους οποίους ένα ζώο προστατεύει το πεδίο του από την εισβολή άλλων ατόμων του είδους του, συμπεριφορά προσαρμοστική που επιτρέπει στα ζώα να ζευγαρώνουν χωρίς παρενόχληση ή να ανατρέφουν τα μικρά τους σε περιοχή με μικρό ανταγωνισμό για τροφή
4. μαθ. α) οποιοδήποτε σύνολο αριθμών ή αντικειμένων για τα οποία είναι προσδιορισμένες οι πράξεις της πρόσθεσης, της αφαίρεσης, του πολλαπλασιασμού και της διαίρεσης και όπου τα αποτελέσματα της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού δίνουν ποσότητες που δεν διαφέρουν ποιοτικά από τα στοιχεία του συνόλου (α. «πεδίο πραγματικών αριθμών» β. «πεδίο μιγαδικών αριθμών»)
β) «διανυσματικό πεδίο» — περιοχή του χώρου, που σε κάθε σημείο της, η συνάρτηση που περιγράφει μια κατάσταση λ.χ. ταχύτητα, δύναμη, ένταση κ.ά., παριστάνεται διανυσματικά
γ) «βαθμωτό ή μονόμετρο πεδίο» — περιοχή του χώρου που σε κάθε σημείο της η συνάρτηση που περιγράφει μια κατάσταση λ.χ. θερμοκρασία, υγρασία, χρόνο, γωνία, εκφράζει ένα βαθμωτό μέγεθος, δηλ. παίρνει μία μόνο αριθμητική τιμή (μέτρο)
δ) «πεδίο ορισμού» — το σύνολο τών πεπερασμένων ή άπειρων τιμών που μπορούν να πάρουν οι μεταβλητές μιας συνάρτησης, μιας απεικόνισης, ή γενικότερα μιας σχέσης
ε) «πεδίο τιμών» ή «πεδίο ορισμού μιας συνάρτησης» — το σύνολο τών πεπερασμένων ή άπειρων τιμών που παίρνει μια συνάρτηση, όταν οι μεταβλητές της παίρνουν τιμές από το πεδίο ορισμού της
5. φυσ. α) έννοια της φυσικής που μπορεί να οριστεί ως συνεχής κατανομή ενός φυσικού μεγέθους στον χώρο και τον χρόνο
β) φρ. i) «υλικό πεδίο» — συνάρτηση που περιγράφει μια ιδιότητα της ύλης, όπως λ.χ. την πυκνότητα, την πίεση ή τη θερμοκρασία ενός αερίου
ii) «άυλο πεδίο» — συνάρτηση η οποία δεν περιγράφει υλική ιδιότητα αλλά κάποιο λανθάνον αποτέλεσμα που μπορεί να εκδηλωθεί σ' ένα σημείο του χώρου υπό ορισμένες συνθήκες
iii) «ακουστικό πεδίο» — περιοχή του χώρου στην οποία υπάρχουν ακουστικές δονήσεις που προέρχονται από ηχογόνο πηγή
iv) «διανυσματικό πεδίο» — πεδίο που διαμορφώνεται από το διάνυσμα ταχύτητας σε ένα κινούμενο ρευστό και του οποίου κάθε στοιχείο είναι συνάρτηση τών τριών συντεταγμένων χ, y, z
ν) «τανυστικό πεδίο» — το πεδίο πιέσεων σε ένα υδροδυναμικό σύστημα στο οποίο ένα ρευστό βρίσκεται σε πολύπλοκη κίνηση και με διαφορετικές θερμοκρασίες στα διάφορα σημεία
vi) «αστρόβιλο πεδίο» — χαρακτηρισμός διανυσματικού πεδίου που σε κάθε σημείο του η περιστροφή είναι μηδέν
νii) «δυναμικό πεδίο» — περιοχή του χώρου όπου κάθε υλικό σώμα δέχεται την επίδραση δυνάμεων (α. «πεδίο βαρύτητας» β. «μαγνητικό πεδίο»)
viii) «νευτώνειο πεδίο» — κάθε χώρος που ασκούνται δυνάμεις οι οποίες ακολουθούν τους νευτώνειους νόμους της παγκόσμιας έλξης
ix) «συνεκτικό πεδίο» — η τιμή της μαγνητικής διέγερσης (Η) ενός μαγνητίζοντος πεδίου, δηλαδή ενός μαγνητικού πεδίου, που προκαλεί μαγνήτιση σε ένα υλικό, για την οποία η μαγνητική επαγωγή (Β) του υλικού γίνεται ίση με μηδέν
x) «γήινο μαγνητικό πεδίο» — το σύνολο τών μαγνητικών φαινομένων που συνδέονται με τη γήινη σφαίρα, αλλ. γήινος μαγνητισμός
xi) «ενοποιημένη θεωρία πεδίου» — η προσπάθεια περιγραφής όλων τών γνωστών δυνάμεων και τών σχημάτων και τών τύπων τών αλληλεπιδράσεων μεταξύ τών στοιχειωδών σωματιδίων, με βάση μια απλή, ενιαία αρχή
xii) «θεωρία πεδίου υποκαταστάτων» — μια από τις θεωρίες που έχουν προταθεί για την περιγραφή της δομής τών συμπλόκων και ιδιαίτερα εκείνων τών στοιχείων μετάπτωσης που αποτελούνται από ένα κεντρικό μέταλλο κατιόν, το οποίο περιβάλλεται από μια ομάδα πλούσιων σε ηλεκτρόνια ιόντων ή μορίων, τους υποκαταστάτες, θεωρία που αποτελεί εξέλιξη της προηγούμενης αντίστοιχης θεωρίας του κρυσταλλικού πεδίου, και η οποία ασχολείται με την προέλευση και τα αποτελέσματα τών αλληλεπιδράσεων μεταξύ του μετάλλου και τών υποκατάστατων του, προκειμένου να ερμηνεύσει τις μαγνητικές, οπτικές και χημικές ιδιότητες τών αντίστοιχων συμπλόκων ενώσεων
6. (ηλεκτρολ.) φρ. α) «ηλεκτρικό πεδίο» — περιοχή του χώρου μέσα στην οποία όταν βρεθεί ένα ηλεκτρικό φορτίο υπόκειται στην επίδραση δυνάμεων
β) «ηλεκτροστατικό πεδίο» — ηλεκτρικό πεδίο που δημιουργείται από στατικά ηλεκτρικά φορτία
7. (ραδιοηλ.) «πεδίο ακτινοβολίας κεραίας» — περιοχή του χώρου μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ακτινοβολία της κεραίας, ενώ τα δύο πεδία, το ηλεκτρικό και το μαγνητικό, τα οποία ακτινοβολούνται από την κεραία, αποτελούν ενιαίο, αδιάσπαστο πεδίο, το ηλεκτρεγερτικό πεδίο εκπομπής
8. φρ. τεχνολ. «πεδίο δοκιμών» — περιοχή που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση δοκιμών οποιουδήποτε υλικού, στρατιωτικού ή όχι, οι οποίες αποβλέπουν στον καθορισμό της αντοχής, της διάρκειας ζωής, τών ασθενών σημείων κ.λπ. ενός υλικού ή μιας κατασκευής, π.χ. πυρομαχικών, όπλων, οχημάτων, πυραύλων κ.ά.
9. (οπτ.) φρ. α) «οπτικό πεδίο» — έκταση του χώρου μέσα στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα μέσω ενός οπτικού οργάνου, λ.χ. διόπτρας ή μικροσκοπίου, ορατά σημεία
β) «οπτικό πεδίο τηλεσκοπίου» — γωνιακή διάμετρος τμήματος του ουρανού που παρατηρείται ταυτόχρονα στο τηλεσκόπιο και η οποία στα φωτογραφικά τηλεσκόπια κυμαίνεται από 2 ώς 10 μοίρες ενώ στα τηλεσκόπια άμεσης παρατήρησης με το μάτι κυμαίνεται συνήθως από μερικά λεπτά του τόξου ώς 1 μοίρα
10. στρατ. φρ. α) «πεδίο ασκήσεων» — περιοχή όπου εκτελούνται στρατιωτικές ασκήσεις
β) «πεδίο βολής» — τοποθεσία με πλάτος από 1,5 ώς 2 χιλιόμετρα και βάθος από 5 ώς 15 χιλιόμετρα, που διαθέτει τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για βολή και ασκήσεις βολής και τακτικής
γ) «πεδίο ασκήσεως αρμάτων» — γήπεδο για την εκπαίδευση οδηγών αρμάτων μάχης, αυτοκινούμενων πυροβόλων και γενικότερα τών ερπυστριοφόρων του στρατού ξηράς
δ) «πεδίο μάχης» — ο χώρος στον οποίο διεξάγεται μια μάχη
11. φρ. «αλιευτικά πεδία» — θαλάσσιες περιοχές στις οποίες οι ειδικοί όροι κλίματος και φυσικοχημικών συστατικών του νερού δημιουργούν προϋποθέσεις διαβίωσης ψαριών σε μεγάλες ποσότητες, κν. μπάγκος
12. φρ. «Πεδίο του Άρεως»
α) ανοιχτός χώρος στην αρχαία Ρώμη, ο οποίος οριζόταν από τον Τίβερη και από τους λόφους του Καπιτωλίου, του Κυρηναλίου και του Πιγκίου, ήταν αφιερωμένος στον Άρη και γινόταν σε αυτόν η εκλογή τών αρχόντων από την συνέλευση όλου του λαού, πεδίο από το οποίο πήραν το όνομά τους πολλές πλατείες σύγχρονων πόλεων, όπως του Παρισιού, του Λένινγκραντ (σημ. Αγίας Πετρούπολης) και της Αθήνας
β) εκτεταμένο άλσος στην Αθήνα, που εκτείνεται μεταξύ της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, της οδού Μαυρομματαίων, της οδού Ευελπίδων και του χώρου της άλλοτε Σχολής Ευελπίδων
αρχ.
1. (περιληπτ.) πεδινή χώρα
2. εύφορη πεδιάδα
3. όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ιδιαίτερη πεδάδα («το Θήβης πεδίον», Σοφ.)
4. τα κόκαλα που βρίσκονται πίσω από τα δάχτυλα του ποδιού, οι ταρσοί
5. το γυναικείο αιδοίο
6. μτφ. φρ. «πεδίον πόντου» η θάλασσα.