πύλη

Revision as of 08:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, prop.

   A one wing of a pair of double gates, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέρην π. Hdt.3.156: mostly in pl., gates of a town (whereas θύρα = house-door), Σκαιαὶ π. Il.3.145, etc.; π. εὖ ἀραρυίας 7.339; πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας 12.454; πεπταμένας ἐν χερσὶ π. ἔχετε 21.531; ἄνεσάν τε π. καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας ib.537; π. ἀνοῖξαι A.Ag.604; π. κλῇσαι Pl.R.560c (the Art. is freq. omitted even in Prose): pl. of several gates, A.Th.125; ἐν πύλαις in or at the gates, ib.160,213 (both lyr.), al.; πρὸς πύλαις ib.377,457; ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον Ar.Eq.1247.    2 in Trag. sts. of the house-door, δωμάτων πύλαι A.Ch.732, cf. 561; γυναικείους π. gate or door leading to the women's apartments, ib.878; πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο S.OT1261; ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν Id.Ant.18: also in sg., ib.1186, El.818; of the door of a tent, Id.Aj.11; πύλης ἄναξ θυρωρέ Id.Fr.775.    3 πύλαι Ἀΐδαο the gates of the nether world, periphr.for hell, Il.5.646,9.312, Od.14.156; Ἅιδου πύλαι A.Ag.1291, cf. Ev.Matt.16.18, etc.; also σκότου πύλαι E.Hec.1; νερτέρων π. Id.Hipp.1447.    4 custom-house, PTeb.5.34 (ii B.C.); τετελώνηται διὰ πύλης has paid the customs, BGU1592(iii A.D.), etc.; τὸ σύμβολον τῆς ἱερᾶς Συηνιτικῆς π. PStrassb.79.10 (i B.C.); μισθωταὶ ἱερᾶς π. Σοήνης Ostr.106(ii A.D.), al., cf. Ostr.Bodl.v C 1 (ii A.D.),    II generally, entrance, orifice, ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Emp.100.19; ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ath.4.169a; πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp.218b; ἡλίου πύλαι, Pythag. name for the eyes, D.L.8.29; portal fissure of the liver, π. καὶ δοχαὶ χολῆς E.El.828, cf. Hp.Epid. 2.4.1, Anat.1, Pl.Ti.71c, Arist.HA496b32, Gal.15.145; portal vein of the liver, Ruf.Onom.179, Gal.2.785,5.542.    b pl., of the carceres in the circus, Aristid.1.124J.    c metaph., πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν Pi.O.6.27; ἐπέων π. B.Fr.4; ἐν πύλαις γήρως D.C.57.24, cf. 76.7.    2 entrance into a country through mountains, pass, Hdt.5.52: hence, Πύλαι, αἱ, the common name for Θερμοπύλαι, the Gates of Greece, Id.7.201, etc.: of other passes, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας X.An.1.4.4; αἱ Σύριαι π. ib.5; αἱ Κάσπιαι π. Str.11.12.1; π. Λύδιαι Id.13.1.65; Ἀμανίδες π. Id.14.5.18, 16.2.8 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Arr.An.2.7.1): these passes were sometimes really barred by gates, Hdt.7.176, cf. 3.117, 5.52, X. l.c.: the Isthmus is called πόντοιο πύλαι, Pi.N.10.27; Κορίνθου π. Id.O.9.86; αἱ π. τῆς Πελοποννήσου X.Ages.2.17; Πέλοπος νάσου θεόδματοι π. B.p.437 J.    3 of narrow straits, by which one enters a broad sea, Πύλαι Γαδειρίδες the Straits of Gibraltar, Pi.Fr.256; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., of the Thracian Bosporus, A.Pr.729; ἐν πύλαις, of the Euripus, E.IA803.

German (Pape)

[Seite 817] ἡ, Thür, Thor der Stadt; Σκαιαὶ πύλαι, Il. 3, 145 u. oft; Δαρδάνιαι, 5, 798; des Lagers, πύλας ποιήσομεν εὖ ἀραρυίας, 7, 339; des Hauses u. Zimmers; bei Hom. u. Hes. nur im plur., wobei vielleicht an Flügelthüren zu denken ist; ἰθὺς σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, vgl. 18, 275, ὑψηλαί τε πύλαι, σανίδες τ' ἐπὶ τῇς ἀραρυῖαι; vgl. noch πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε, geöffnet, 21, 531; ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας, ib. 537; auch οὐρανοῦ, 5, 749; u. ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν, 9, 312 Od. 14, 156, d. i. wie der Tod; πύλας Ἀΐδαο περήσειν, Il. 5, 646, in's Reich der Todten eingehen werden; τὰν Ἀΐδαο πύλαν ἀραξεῖ, Theocr. 2, 160; Pind. οἰχθεισᾶν πυλᾶν, N. 1, 41, u. öfter, immer im plur.; auch übertr., πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν, Ol. 6, 27; Aesch. u. Eur. immer im plur., πύλας ἀνοῖξαι, Ag. 590, Spt. oft; Soph. auch im sing., Ai. 11, κλῇθρ' ἀνασπάστου πύλης χαλῶσα Ant. 1171, häufiger aber im plur.; auch in Prosa im sing., der eine von zwei Thürflügeln, ἑτέρην πύλην παρακλίνας, Her. 3, 156; κλῄσαντες τὰς τοῦ βασιλικοῦ πύλας, Plat. Rep. VIII, 560 e; – auch übertr., πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε, Conv. 218 b; – ein Theil der Leber, Tim. 71 e; – Paß, im Gebirge, Her. 5, 52; Xen. An. 1, 4, 4; s. N. pr.; – überh. Oeffnung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πύλη: [ῠ], ἡ, κυρίως τὸ ἕτερον ἐκ τῶν φύλλων διφύλλου πύλης, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέραν πύλην Ἠρόδ. 3. 156˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ πύλαι πόλεως, ἀντίθετον τῷ θύρα (οἰκίας θύρα), Σκαιαὶ πύλαι Ἰλ. Γ. 145, κτλ.· πύλας εὖ ἀραρυίας Η. 339˙ πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας Μ. 454˙ πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε Φ. 531˙ ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας Φ. 537˙ πύλας ἀναπιτνάμεν, ανοῖξαι Πινδ. Ο. 6. 45, Αἰσχύλ. Ἀγ. 604˙ κλῇσαι Πλάτ. Πολ. 560C· παρατηρητέον δὲ ὅτι τὸ ἄρθρ. συχνάκις καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἔτι παραλείπεται˙ - παρὰ Σοφ. ἐνίοτε καὶ καθ’ ἑνικόν, Ἀντ. 1186, Αἴ. 11, Ἠλ. 818, καὶ ὁ πληθ. ἐνίοτε κεῖται ἐπὶ πολλῶν πυλῶν, Αἰσχύλ. Θηβ. 125˙ - ἐν πύλαις, κατὰ τὰς πύλας, αὐτόθι 160, 213, κ. ἀλλ.˙ πρὸς πύλαις αὐτόθι 377, 457˙ - αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἦτο τόπος ἔνθα κοινῶς συνήρχοντο πρὸς πωλήσεις καὶ ἀγοράς, κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1246. 2) παρὰ τοῖς Τραγ., ἐνίοτε λέγεται ἐπὶ τῆς θύρας οἰκίας, δωμάτων πύλαι Αισχύλ. Χο. 732, πρβλ. 561˙ γυναικείους π., τὴν θύραν τὴν ἄγουσαν εἰς τὸν γυναικῶνα, αὐτόθι 878˙ πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο Σοφ. Ο. Τ. 1244˙ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 18˙ ἐπὶ τῆς θύρας σκηνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 11˙ οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186˙ πύλης ἄναξ θυρωρὲ ὁ αὐτ. ἐν τῷ Φλωρεντιαν Ἐτυμολογ. ἐν Mélanges de litt. Gr. σ. 32 3) Ἀΐδαο πύλαι, περίφρ. ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, δηλ. τοῦ ᾅδου, Ἰλ. Ε. 646., Ι. 312, Ὀδ. Ξ. 150˙ Ἅιδου πύλαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1291, κτλ.˙ οὕτω, σκότου πύλαι Εὐρ. Ἑκ. 1˙ νερτέρων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1447. ΙΙ. καθόλου, εἴσοδος, ἄνοιγμα, στόμιον, ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Ἐμπεδ. 361˙ ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ἀθήν. 169Α˙ πύλας τοῖς ὠσὶ ἐπιτίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 218Β˙ ἐπὶ τοῦ ἥπατος, π. καὶ δοχαὶ χολῆς, τὸ στόμιον τῆς χοληδόχου κύστεως, Εὐρ. Ἠλ. 828, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 71C, Ἀριστ. Π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 12. 2) ἡ εἴς τινα χώραν εἴσοδος διὰ μέσου ὀρέων, ὀρεινὴ διάβασις, Ἡρόδ. 5. 52˙ - ἐντεῦθεν, Πύλαι, αἱ, τὸ κοινὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ Θερμοπύλαι, ἡ παρὰ τὰ ὄρη εἴσοδος ἐκ Θεσσαλίας εἰς τὴν Λοκρίδα θεωρουμένη ὡς ἡ πύλη τῆς Ἑλλάδος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 7. 176, 201˙ οὕτω, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας, ἐπὶ τῆς μεταξὺ τῶν ὀρέων διόδου ἀπὸ τῆς Συρίας εἰς τὴν Κιλικίαν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4˙ αἱ Σύριαι π. αὐτόθι 5, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 52˙ ὡσαύτως, Κασπίαις πύλαις Στράβ. 520˙ πύλαι Λύδιαι ὁ αὐτ. 613˙ Ἀμανίδες π. ὁ αὐτ. 676, 571 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Ἀρρ. Ἀν. 2. 7)˙ - (ἐνίοτε δὲ αἱ δίοδοι αὖται καὶ πράγματι ἐκλείοντο διὰ πυλῶν, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 117., 5. 52, Ξενοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)˙ - οὕτως ὁ Ἰσθμὸς καλεῖται Πόντοιο πύλαι, Πινδ. Ν. 10. 50 ἢ Κορίνθου π., ὁ αὐτ. Ο 9. 129˙ ἢ αἱ π. τῆς Πελοποννήσου, Ξεν. Ἀγησ. 2. 17˙ ἢ Πέλοπος νάσου θεόδματοι πύλαι Βακχυλ. Ἀποσπ. 28 [7] Blass, ἴδε πυλωρὸς Ι. 3) ὡσαύτως ἐπὶ στενοῦ πορθμοῦ, δι’ οὖ τις εἰσέρχεται εἰς εὐρεῖαν θάλασσαν, Πύλαι Γαδειρίδες, ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτάρ, Πινδ. Ἀποσπ. 155˙ οὕτως, ἐπ’ αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., ἐπὶ τοῦ Θρᾳκικοῦ Βοσπόρου, Αἰσχύλ. Πρ. 729˙ ἐν πύλαις, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Α. 803.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
A. n. comm. :
I. au sg. battant d’une porte, p. ext. porte;
II. αἱ πύλαι porte (d’une maison ou d’un palais, d’une tente, d’un camp, de tours, de fortifications, d’une ville) ; particul. à Troie les portes Scées (v. Σκαιαί);
III. p. ext. passage en gén. :
1 en parl. de désignation géograph. isthme, détroit, canal, écluse, défilé d’une montagne;
2 en parl. d’organes (un vaisseau du foie, etc.);
3 fig. πύλαι πολέμου PLUT portes de la guerre, etc.
B. noms de lieu : v. Πύλαι.
Étymologie: pê de la R. Πελ. agiter, pousser ; cf. lat. pello.

English (Autenrieth)

gate, gates, always pl., with reference to the two wings. Poetically Ἀίδᾶο (periphrasis for death), οὐρανοῦ, Ὀλύμπου, Ἠελίοιο, ὀνείρειαι, ὀνείρων, Od. 4.809, Od. 19.562, Ε , Od. 14.156.

Spanish

puerta

English (Strong)

apparently a primary word; a gate, i.e. the leaf or wing of a folding entrance (literally or figuratively): gate.

English (Thayer)

πύλης, ἡ (perhaps feminine of πόλος (cf. English pole i. e. axis) from the root πελῶ, to turn (Curtius, p. 715)), from Homer down; the Sept. very often for שַׁעַר, occasionally for דְּלֵת, sometimes for פֶּתַח; a gate (of the larger sort, in the wall either of a city or a palace; Thomas Magister (p. 292,4) πύλαι ἐπί τείχους. θύραι ἐπί οἰκίας): of a town, L T Tr WH; πύλαι ᾅδου, the gates of Hades (likened to a vast prison; hence, the 'keys' of Hades, κατισχύω); access or entrance into any state: R G T brackets Tr WH marginal reading, 14 R G L brackets T brackets Tr WH; R L marginal reading (On its omission see προβατικός.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. μεγάλη θύρα πόλης, ανακτόρου, φρουρίου, στρατοπέδου, στρατώνα, ναού ή άλλου μεγάλου οικοδομήματος
2. στενή δίοδος διά μέσου ορέων σε κάποιον τόπο
3. η είσοδος κτηρίου
4. φρ. «πύλαι Άδου»
α) οι θύρες από τις οποίες εισερχόταν κάποιος στον κάτω κόσμο
β) ο Άδης
νεοελλ.
1. ανατ. τμήμα ενός σπλάγχνου το οποίο γενικά εισέχει αποτελώντας το σημείο εισόδου τών αγγείων και τών νεύρων του οργάνου (α. «ηπατικές πύλες» β. «νεφρικές πύλες»)
2. φρ. α) «ωραία πύλη» ή «πύλη μεγάλη» ή «πύλαι μεγάλαι» ή «πύλη αργυρά» ή «πύλαι αργυραί» ή «βασιλική πύλη» ή «βασιλικαί πύλαι» ή «πύλη της Κιβωτού»
i) η μεσαία από τις τρεις πύλες με τις οποίες ο νάρθηκας, στον ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, συγκοινωνούσε με τον κυρίως ναό
ii) (σήμερα) η κεντρική πύλη που οδηγεί από τον κυρίως ναό στο Ιερό Βήμα από την οποία εισέρχονται μόνο οι ιερουργοί
β) «υψηλή πύλη»
i) (αρχικά) η είσοδος της σουλτανικής σκηνής
ii) (μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης) το σουλτανικό ανάκτορο
iii) (αργότερα) το τμήμα του ανακτόρου που στέγαζε το γραφείο του Μεγάλου Βεζύρη και τών υπηρεσιών του
iv) (από τον 18ο αιώνα ώς το 1923, όταν η πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους μεταφέρθηκε στην Άγκυρα) η κυβέρνηση του σουλτάνου
νεοελλ.-μσν.
η είσοδος του ουρανού, του παραδείσου κ.λπ. («ἡ πύλη τῆς πρὸς ἡμᾱς σου Κύριε συγκαταβάσεως», Μηναί.)
μσν.
επίθετο της Παναγίας
αρχ.
1. το ένα από τα δύο φύλλα δίφυλλης θύρας
2. (στον εν. και στον πληθ.) η είσοδος του τείχους πόλης
3. η είσοδος σκηνής
4. τελωνειακός σταθμός
5. δίοδος, άνοιγμα, στόμιο («ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς πύλας», Αθήν.)
6. αφετηρία σε ιπποδρόμιο
7. η πυλαία φλέβα
8. στον πληθ. αἱ πύλαι
α) τα θυρόφυλλα
β) μτφ. το σημείο από το οποίο εισέρχεται κάποιος κάπου, τα πρόθυρα («ἐν πύλαις γήρως», Δίων Κάσσ.)
γ) στενός πορθμόςΠύλαι Γαδειρίδες» — το στενό του Γιβραλτάρ, Πίνδ.)
9. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Θερμοπύλες
10. φρ. α) «Πόντοιο πύλαι» ή «Κορίνθου πύλαι» ή «πύλαι τῆς Πελοποννήσου» ή «Πέλοπος νάσου θεόδμαται πύλαι» — ο Ισθμός της Κορίνθου
β) «πύλαι καὶ δοχαὶ χολῆς» — το στόμιο της χοληδόχου κύστεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. του τεχνικού λεξιλογίου, πιθ. δάνειος, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και λ. μέγαρο)].

Greek Monotonic

πύλη: [ῠ], ἡ,
I. 1. το ένα φύλλο από το ζευγάρι φύλλων μιας δίφυλλης πόρτας, σε Ηρόδ.· κυρίως στον πληθ., οι πύλες της πόλης, αντίθ. προς το θύρα (η πόρτα του σπιτιού), σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. στους Τραγ., μερικές φορές λέγεται για την πόρτα του σπιτιού.
3. Ἀΐδαο πύλαι, περιφρ. για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. 1. γενικά, είσοδος, άνοιγμα, στόμιο, λέγεται για το συκώτι, π. καὶ δοχαὶ χολῆς, το στόμιο της χοληδόχου κύστης, σε Ευρ.
2. είσοδος στη χώρα μέσα από τα βουνά, ορεινή διάβαση, σε Ηρόδ.· ιδίως, Πύλαι, αἱ, το κοινό όνομα των Θερμοπυλών (Θερμοπύλαι), η είσοδος μέσα από τα βουνά από τη Θεσσαλία στη Λοκρίδα που θεωρείται η πύλη της Ελλάδας, στον ίδ.· ομοίως, λέγεται για το πέρασμα από τη Συρία στην Κιλικία, σε Ξεν. κ.λπ.
3. επίσης λέγεται για στενό πορθό μέσω του οποίου εισέρχεται κανείς στην ανοιχτή θάλασσα, στο πέλαγος, ἐπ' αὐταῖς λίμνης π., λέγεται για το Θρακικό Βόσπορο, σε Αισχύλ.· ἐν πύλαις, για τον Εύριπο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πύλη: (ῠ) ἡ1) створка (двери или ворот): παρακλίνειν τὴν ἑτέρην πύλην Her. приоткрыть одну половину ворот;
2) преимущ. pl. ворота, врата Hom., Pind., Aesch., Plat., реже дверь Trag.: Ἀΐδαο πύλαι Hom., Ἃιδου πύλαι Aesch. etc., тж. σκότου или νερτέρων πύλαι Eur. врата Аида, т. е. подземное царство;
3) pl. вход, проход (λίμνης πύλαι Aesch.): πύλαι χολῆς Eur. желчный проток.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύλη -ης, ἡ deurvleugel; meestal plur. stadspoort. οἱ δ ’ ἄνεσάν τε πύλας zij openden de poort Il. 21.537; ἥατο... ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι ze zaten bijeen bij de Scaeïsche poort Il. 3.149. huisdeur, poort:; κλῇθρ ( α )... πυλῆς χαλῶσα de grendel van de deur losmakend Soph. Ant. 1186; π. Ἀΐδαο de poort van Hades (onderwereld) Il. 5.646; σκότου π. poort van de duisternis Eur. Hec. 1; overdr.. τοῦ πολέμου π. de poorten van de oorlog Plut. Caes. 33.1. ingang, toegang:. πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε sluit jullie oren af met heel grote deuren Plat. Smp. 218b; πυλαὶ καὶ δοχαὶ χολῆς leverpoort en galblaas Eur. El. 828. geogr. bergpas:; αἱ Πύλαι Thermopylae Hdt. 7.201; π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας bergpas tussen Cilicië en Syrië Xen. An. 1.4.4; zeestraat:; Κορίνθου π. straat van Korinthe Pind.; van de Euripus. Eur. IA 803.