εὐαγής

Revision as of 15:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

(A), ές, (ἄγος A) A free from pollution, pure: 1 of persons, guiltless, ὁ δὲ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα… ὅσιος ἔστω καὶ εὐ. Lex ap.And.1.96, cf. Porph.VP15; εὐαγεστάτων ἱππέων, v.l. for εὐγενεστάτων, D.H.10.13; of bees, chaste (cf. Virg.G.4.198), AP9.404.7 (Antiphil.). 2 of actions, holy, lawful, τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε; S.Ant.521; εὐαγές ἐστι τὸ ἀποκτεῖναι D.9.44, cf. Arist.Fr.538, App.BC2.148; τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη wellomened, favourable, Pl.Ep.312a. Adv. εὐαγέως, ἔρδειν h.Cer.274,369, cf. A.R.2.699, POxy.1203.5 (i A.D.), etc.; οὐκ εὐαγῶς Ph.2.472: Sup.-έστατα Jul.Or.7.230d. 3 of offerings or services, undefiled: hence, lawful, ἐλέφας… οὐκ εὐ. ἀνάθημα Pl.Lg.956a; θυηλαί A.R.1.1140, etc.; ὕμνοι AP7.34 (Antip. Sid.); λύσις a solution free from defilement, S.OT921; οὐκ εὐ. ἀπολογίαι Porph.Abst.2.10. (Εὐηάγης as pr. n., IG12(9).56.118 (Styra, v B.C.).)
εὐᾰγής (B), ές, (ἄγνυμι) A = καλῶς κεκλασμένος, Suid., cf. EM266.3.
εὐᾱγής, ές, (v. fin.) A bright, clear, εὐᾱγέος ἠελίοιο (cf. ἁγής ΙΙ) Parm. 10.2; καθαρὰ καὶ εὐαγέα, of the sun and heavenly bodies, Hp. Insomn.89, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73,78; λευκῆς χιόνος… εὐαγεῖς βολαί E.Ba.662; εὐαγέστερον γίγνεσθαι, opp. σκοτωδέστερα φαίνεσθαι καὶ ἀσαφῆ, Pl.Lg.952a; εὐαγέστατος, opp. θολερώτατος, of air, Id.Ti.58d; χεύων ὁλκὰν εὐαγῆ Lyr.Alex.Adesp.35.19; σὺν… εὀαγεῖ (also εὐαγεῖ, εὐαυγεῖ) Υγιείᾳ Pae.Erythr.15, al.; ὀφθαλμοί Aret.SA2.4, Adam.1.13. 2 metaph., alert, ἄνθρωποι Hp.Vict.2.62 (v.l. γίνεται εὐαγής (sc. ἥ τε ὄψις καὶ ἡ ἀκοή), cf. εὐαγέα (v.l. εὐπαγέα) καὶ εὐήκοα ibid.). II far-seen or conspicuous, πέτρα Pi.Pae.Fr.19.25; ἕδραν παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ a seat in full view of the army, A.Pers.466; ἔστην θεατὴς πύργον εὐαγῆ λαβών E.Supp.652. (ᾱ Parm.l.c., Lyr. Alex.l.c.,AP6.204 (Leon., s.v.l.).—Perh. fr. εὐ-ᾱυγής (ᾰὐγήlengthd., cf. εὐᾱγορέω, εὐᾱής, etc.), as ἑᾱτοῦ fr. ἑᾱυτοῦ: εὐαυγ- is a correction in Pi.l.c., v.l. in Pae.Erythr.l.c., and may be the original spelling; cf. εὐαυγής.)

German (Pape)

[Seite 1054] ές, 1) (ἅγος – ἅγιος), eigtl. von Blutschuld rein, schuldlos, heilig, im Solon. Gesetz ὁ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα εὐαγὴς ἔστω, καὶ ὅσιος, Andoc. 1, 97, wie Dem. 9, 44, εὐαγὲς ἦν τοῦτον ἀποκτεῖναι, wo nachher καθαρός dafür steht, den Geächteten zu tödten steht frei, ohne daß man Anklage u. Buße zu fürchten hat; τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε Soph. Ant. 517, Schol. εὐσεβῆ, wer weiß, ob das in der Unterwelt als heilig, fromm gilt; einzeln bei Sp., wie θυηλαί Ap. Rh. 1, 1140, λοιβαί 2, 715; εὐαγέεσσιν ἅδοιμι Theocr. 26, 30; in Prosa, z. B. App. B. Civ. 2, 148; εὐαγέστατοι ἱππεῖς D. Hal. 10, 13. – Daher glücklich, günstig, ὅπως τίν' ἧμιν λύσιν εὐαγῆ πόρῃς Soph. O. R. 921, wo Andere mit Rücksicht auf den zu entsühnenden Oedipus erklären ὥστε εὐαγῆ αὐτὸν εἶναι; bei Plat. τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη, Ep. II, 312 a. – Adv. εὐαγέως, nach heiligem Brauch, H. h. Cer. 275. 370 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 699 u. öfter; Opp. H. 5, 418. – Auf körperliche Dinge übertr., rein klar, hell, ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ Aesch. Pers. 458, einen das ganze Heer überschauenden Sitz, oder weit sichtbar, wie πύργος Eur. Suppl. 652, an welchen beiden Stellen man εὐαυγής hat schreiben wollen, wie χιόνος εὐαγεῖς βολαί Bacch. 661, v. l. εὐαυγεῖς; Hippocr. vrbdt καθαρὰ καὶ εὐαγέα, von der Sonne u. den Sternen; ἀέρος τὸ εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰθὴρ καλούμενος Plat. Tim. 58 d; übertr., ἃ μαθοῦσι εὐαγέστερον γίγνεσθαι, μὴ μαθοῦσι δὲ σκοτωδέστερα φαίνεσθαι Legg. XII, 952 a; κόσμος λαμπρότητι εὐαγέστατος Arist. de mund. 5, wo Bekker εὐαυγέστατος liest. – 2) (ἄγω), sich leicht bewegend, leicht, behend; so von den Bienen, χαίροιτ' εὐαγέες Antiphil. 29 (IX, 404); γίνονται εὐαγέες οἱ ἄνθρωποι Hippocr.; ὀφθαλμοί, Sp., wie Adamant. physiogn. 1, 9. – Auch εὐαγής (vgl. περιαγής u. περιηγής), gutgedreht, wohl abgerundet, εὐαγέος ἠελίοιο Parmenid. bei Clem. Al. 5 p. 732 (s. unter 1); ῥυκάνη Leon. Tar. 28 (VI, 204); auch übertr., εὐαγέες ὕμνοι [mit kurzem α], Antip. Sid. 79 (VII, 34). – 3) (ἄγνυμι), leicht zu zerbrechen, zerbrechlich, VLL.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
1 exempt de souillure ; pur, saint;
2 p. ext., au propre pur, clair, lumineux;
3 d’où la vue porte au loin;
Cp. εὐαγέστερος, Sp. εὐαγέστατος.
Étymologie: εὖ, ἄγος.
2ής, ές :
bien conduit ; régulier ; particul. de forme arrondie.
Étymologie: εὖ, ἡγέομαι.
3ής, ές :
qui se meut facilement ; souple, agile.
Étymologie: εὖ, ἄγω.

English (Slater)

εὐᾱγής
   1 conspicuous εὐαγέα πέτραν (εὐαυγέα Π̆{S}: i. e. Delos) Πα. 7B. 47.

Greek Monolingual

(I)
-ές (Α εὐαγής, -ές)
1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος
2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής
νεοελλ.
φρ. «ευαγή ιδρύματα» — τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς
αρχ.
1. (για μέλισσες) αγνός, παρθένος
2. (για πράξεις) άμεμπτος, δίκαιος
3. (για προσφορές ή υπηρεσίες) αμόλυντος, άμωμος, αγνός («εὐαγεῑς ἀπολογίαι», Πορφ.).
επίρρ...
ευαγώς (ΑΜ εὐαγῶς και εὐαγέως)
με αγνό, άμεμπτο τρόπο, ευσεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγής (< άγος), πρβλ. δυσ-αγής, εν-αγής].
(II)
εὐαγής, -ές (Α)
1. (για τον ήλιο ή άλλα ουράνια σώματα ή για φυσικά φαινόμενα) φωτεινός, λαμπρός
2. αυτός που βρίσκεται σε λαμπρή κατάσταση, καθαρός, υγιής, ισχυρός, έντονος
3. άγρυπνος, προσεκτικός («γίνονται εὐαγέες oἱ ἄνθρωποι», Ιπποκρ.)
4. αυτός που είναι ορατός από μακριά, περιφανής, κάτοπτος («ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ» — είχε στρατιωτική θέση που ήταν ορατή από μακριά, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευαυγής (< ευ + αυγή), με ανομοίωση του δεύτερου -υ- και από τη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει». Από το σύνθετο αποσπάστηκε και δημιουργήθηκε ο άπαξ λεγόμενος από τον Εμπεδοκλή τ. αγέα, ο οποίος αναφέρεται στον ήλιο. Με ποιητική παρέκταση του τ. ευαγής, δημιουργήθηκε πιθ. το επίθ. ευάγητος «λαμπρός», το οποίο, από άλλους, συνδέεται προς το ηγούμαι ή και προς το άγω].

Greek Monotonic

εὐᾰγής: (Α), -ές (ἄγος),·
1. απαλλαγμένος από μόλυσμα, μίασμα, αθώος, αναίτιος, καθαρός, αγνός, ακηλίδωτος, αμόλυντος, ὅσιος καὶ εὐαγής, σε Νόμ. Σόλωνα· λέγεται για χιόνι, σε Ευρ.
2. λέγεται για ενέργειες, άμεμπτος, δίκαιος, σε Σοφ., Δημ.· ομοίως και, Επικ. επίρρ., εὐαγέως, σε Ομηρ. Ύμν.
3. με Ενεργ. σημασία, καθαρτικός, εξαγνιστικός, σε Σοφ.
• εὐᾰγής: (Β), -ές (ἄγω), αυτός που κινείται με ευκολία, ευέλικτος, ευκίνητος, σε Ανθ.
• εὐᾱγής: (Γ), -ές (αὐγή), καθαρός, λαμπρός, αυτός που φαίνεται από μακριά, ευδιάκριτος, εμφανής, ολοφάνερος· ἕδραν εὐαγῆ στρατοῦ, θέση πλήρους ορατότητας του στρατεύματος, σε Αισχύλ.· πύργον εὐαγῆ, ψηλή, αγέρωχη πόλη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰγής: ἅγος
1) чистый, ясный (κόσμος λαμπρότητι εὐαγέστατος Arst. - v. l. εὐαυγέστατος): λευκῆς χιόνος εὐαγεῖς βολαῖ Eur. чистые хлопья белого снега; ἀέρος τὸ εὐαγέστατον Plat. самый чистый вид воздуха;
2) ясный, понятный: εὐαγέστερον γίγνεσθαι Plat. становиться более ясным, понятным;
3) (v. l. εὐαυγής) ясно видимый, хорошо заметный или с которого открывается широкий вид (πύργος Eur.): ἕδρα παντὸς εὐ. στρατοῦ Aesch. место, откуда видно было все войско;
4) свободный от пороков, непорочный, негреховный, т. е. дозволенный (εὐαγές ἐστί τι Soph. и ποιεῖν τι Dem., Arst. ap. Plut.);
5) чистый, угодный богам (ἀνάθημα Plat.; ὕμνοι Anth.);
6) благодатный, очищающий (λύσις Soph.);
7) благоприятный: τοῦτο οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη Plat. это (путешествие) сложилось для меня неблагоприятно.
ἄγω подвижной, резвый, проворный (μέλισσαι Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: bright, clear, in full view (Parm., Pi., A..).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For εὐ-αυγής (v. l. Pi. Pae. Fr. 19, 25 a. o.), from εὖ and αὐγή with transition in the s-stem-inflection and compositional lengthening; also with loss of the cecond υ, through dissimilation, cf. Schwyzer 203 n. 3. Through losening from the compound arose ἀγέα (κύκλον Emp. 47, of the sun); cf. Björck Alpha impurum 148 A. 1. - A poetical enlargement seems εὐάγητον (φύσιν Ar. Nu. 276 [lyr.], of the clouds which are from far visible); Björck l. c.

Middle Liddell

1 ἄγος
1. free from pollution, guiltless, pure, undefiled, ὅσιος καὶ εὐαγής Lex_solonis; of snow, Eur.
2. of actions, holy, righteous, Soph., Dem.; —so epic adv. εὐαγέως, Hhymn.
3. in act. sense, purificatory, Soph.
2 [ἄγω]
moving well, nimble, Anth.
3 αὐγή
bright, far-seen, conspicuous, ἕδραν εὐαγῆ στρατοῦ a seat in full view of the army, Aesch.; πύργον εὐαγῆ a lofty town, Eur.

Frisk Etymology German

εὐαγής: {euāgḗs}
Meaning: strahlend, klar, mit guter Sicht, weit umher sichtbar (Parm., Pi., A., E. u. a.; vorw. poet.).
Etymology : Für εὐαυγής (v. l. Pi. Pae. Fr. 19, 25 u. a.), von εὖ und αὐγή mit Übergang in die s-Stammflexion und kompositioneller Dehnung; dazu Wegfall des zweiten υ, wohl durch Dissimilation, vgl. Schwyzer 203 A. 3. Durch Loslösung aus dem Kompositum entstand ἀ̄γέα (κύκλον Emp. 47, von der Sonne); vgl. auch Björck Alpha impurum 148 A. 1. — Eine poetische Erweiterung scheint in εὐάγητον (φύσιν Ar. Nu. 276 [lyr.], von den weithin sichtbaren Wolken) vorzuliegen; Björck a. a. O.
Page 1,584

English (Woodhouse)

bright, limpid, pure, undefiled, free from stain of guilt