δηλέομαι
English (LSJ)
(A), Dor. δᾱλ- Theoc.15.48: fut. -ήσομαι: aor. ἐδηλησάμην: pf. δεδήλημαι, prob. in act. sense, E.Hipp.175 (in pass. sense, Hdt.4.198, 8.100): I mostly of persons, hurt, do a mischief to, μήπως [ἵππους] δηλήσεαι, by accident, Il.23.428; also on purpose, Ἀχαιοὺς ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι 4.67; ἠέ σε… ἄνδρες ἐδηλήσαντο did thee a mischief, i.e. slew thee, Od.11.401; μή με… δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ (Ep. subj.) 22.368; of the sword, ῥινὸν δηλήσατο χαλκός ib. 278; ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω h.Merc.541; δ. τινὰ ἔργμασι λυγροῖς Mimn.7, = Thgn.795: in Ion. Prose, ἵνα μὴ ἔχοιέν σφεας δηλέεσθαι Hdt.6.36, cf. 7.51; πλεῖστόν σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθής Id.9.63; τοὺς… ποτῷ δαλήσατο Κίρκα Theoc.9.36. II of things, damage, spoil, καρπὸν ἐδηλήσαντ' Il.1.156; so in Hdt., γῆν δ. πολλά 4.115; ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι Id.2.12: freq. in Hom. in the phrase, ὅρκια δηλήσασθαι violate a truce, Il.3.107, al.; of thieves, μή τις… δηλήσεται (Ep. subj.) should steal them, Od.8.444, cf. 13.124. 2 abs., to do mischief, be hurtful, ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται Il.14.102: c. acc. cogn., ἠδ' ὅσα… ἄνδρες ἐδηλήσαντο all the mischief they did, Od.10.459. (Ep., Ion., and rarely Dor., Theoc. Il. cc.; cf. δάλλει, πανδάλητος, and perhaps ἀδαλές.)
δηλέομαι (B), only in fut. Pass., δηληθήσονται· θεωρηθήσονται, Hsch.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. δᾱλ- Theoc.9.36, 15.48
• Morfología: [jón. pres. inf. δηλέεσθαι Hdt.2.12, part. δηλεύμενος Thgn.793; ép. aor. subj. 2a pers. δηλήσεαι Il.23.428, 3a pers. δηλήσεται Od.22.368; tard. v. act. Orac.Sib.7.28, 44, 12.54, Eust.70.23, 412.30]
I en sent. fís.
1 c. ac. de pers. o partes del cuerpo, esp. c. suj. de pers. dañar, herir, lastimar μή πως ἀμφοτέρους δηλήσεαι ἅρματι κύρσας Il.l.c., μή με ... δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ Od.l.c., αἰεὶ δ' ὀξυτέρῳ πιτύλῳ δηλεῖτο πρόσωπον con golpes cada vez más rápidos le desfiguraba la cara Theoc.22.127, τὼς δ' οὔτι ποτῷ δαλήσατο Κίρκα Theoc.9.36, cf. Hp.Iusi.2, Nonn.D.32.118, μιν ἐδηλήσαντο ... ἄρκτοι Nonn.D.44.65
•p. ext. incluso matar σ' ἀνάρσιοι ἄνδρες Od.11.401, cf. 408, A.R.4.831, Nonn.D.6.172, 9.64, tb. de anim. ὀλοοὶ κηφῆνες ἐδηλήσαντο μελίσσας AP 9.136 (Cyrus)
•tb. c. suj. de cosa herir, desgarrar ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Od.22.278, cf. Theoc.22.189, οὔτ' ἄρ' ἐπηλυσίη δηλήσεται οὔθ' ὑποτάμνον y no (lo) dañará ni el maleficio ni la hierba venenosa, h.Cer.228, cf. Hdt.4.187, μαθεῖν ἔραται ψυχή, τί δεδήληται δέμας ἀλλόχροον βασιλείας mi corazón anhela saber por qué está demacrado el cuerpo demudado de la reina E.Hipp.174
•abs. ἐρυθήματα ... προφανέα καὶ δηλεόμενα rojeces visibles y dañinas Hp.Mul.2.174bis.
2 c. ac. de cosa destrozar, destruir, arrasar μή τίς τοι καθ' ὁδὸν δηλήσεται no vaya a ser que alguno lo destroce (el cofre) en el camino, Od.8.444, cf. 13.124, καρπόν Il.1.156, cf. Opp.H.5.371, τὴν γῆν ... δηλησαμένας πολλά habiendo devastado el país muchas veces Hdt.4.115, del sedimento salino depositado en el suelo de Egipto ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι Hdt.2.12, ἅρματα καὶ ... ἵππους Nonn.D.37.215, cf. 39.116
•en v. pas. sufrir daño, ser destruido γῆ Hdt.4.198.
II gener.
1 causar daño, perjudicar, ofender c. ac. de pers. Ἀχαιοὺς ... ὑπὲρ ὅρκια Il.4.67, ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω h.Merc.541, οὐδαμά σ' οὐδ' ἀπεὼν δηλήσομαι jamás te haré daño, ni estando ausente Thgn.1363, τινὰ ξείνων ... ἔργμασι λυγροῖς Thgn.793, στρατιήν Hdt.7.51, πλεῖστον γάρ σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθὴς ἔρημος ἐοῦσα ὅπλων Hdt.9.63, cf. 5.83, 6.36, οὐδεὶς κακοεργὸς δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί Theoc.15.48, cf. AP 8.104 (Gr.Naz.)
•en v. pas. c. suj. de abstr. οὐδὲν γὰρ ἐν Πέρσῃσί τοι δεδήληται τῶν πρηγμάτων pues ninguno de tus asuntos se ha visto perjudicado por parte de los Persas Hdt.8.100
•abs. ser perjudicial, nocivo, dañino ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται entonces tu plan será el desastre, Il.14.102, cf. 4.271
•c. ac. int. ὅσ' ... ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου cuantos daños causaron los hombres en tierra firme, Od.10.459.
2 castigar παῖδα πατήρ A.R.4.1088.
3 ὅρκια δ. violar o transgredir los juramentos, Il.3.107, cf. Orph.A.350.
• Etimología: Si se rel. c. lat. dolō, dolāre y c. δαιδάλλω q.u., la ē sería antigua y las formas en δᾱλ- serían hiperdorismos.
German (Pape)
[Seite 560] dep. med., zu Grunde richten, tödten, vernichten, zerstören, beschädigen, verletzen, verwunden, plündern, rauben; absolut, = Schadenanrichten, schaden, schädlich sein; Apoll. Lex. Hom. 58, 7 δηλήσασθαι· διαφθεῖραι, διακόψαι; 62, 12 ἐδηλήσαντο· ἐκακοπάθησαν, ἔβλαψαν. Vgl. δαίω, δαλός, δήιος, δηιόω und das Latein. deleo (??). Bei Homer erscheint δηλέομαι öfters im aorist. 1. med.; ein Paar Homerische Formen können sowohl für conjunctiv. aorist. 1. med. gelten als für indicativ. futur.; in anderen Formen bei Homer nicht. Übersicht der Homerischen Formen und Stellen: δηλήσατο Odyss. 22, 278; ἐδηλήσαντο Iliad. 1, 156 Odyss. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δηλήσαντο Iliad. 4, 236. 271; δηλήσηται Iliad. 3, 107; δηλήσαιτο Odyss. 13, 124; δηλήσασθαι Iliad. 4, 67. 72; δηλήσεαι, conj. aor. oder ind. fut., Iliad. 23, 428; δηλήσεται, conj. aor. oder ind. fut., Iliad. 14, 102 Odyss. 8, 444. 22, 368. Auch das einzige Homerische composit., διαδηλέομαι, erscheint bei Homer nur im aorist. 1. med., διεδηλήσαντο Odyss. 14, 37. Absolut ist δηλέομαι gebraucht Iliad. 14, 102 ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται, ὄρχαμε λαῶν; mit Griech. accusat. Odyss. 10, 459 οἶδα ἠμὲν ὅσ' ἐν πόντῳ πάθετ' ἄλγεα, ἠδ' ὅσ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου; Iliad. 4, 236. 271 πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσαντο, über den Eid hinaus, d. h. gegen den Eid; vgl. Iliad. 4, 67. 72 ὥς κε Τρῶες Ἀχαιοὺς ἄρξωσι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι und Iliad. 3, 107 μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται; Iliad. 1, 156 οὐδέ ποτ' ἐν Φθίῃ καρπὸν ἐδηλήσαντο, die Feldfrucht verwüsten; Odyss. 8, 444 αὐτὸς νῦν ἴδε πῶμα, θοῶς δ' ἐπὶ δεσμὸν ἴηλον, μή τίς τοι καθ' ὁδὸν δηλήσεται, ὁππότ' ἂν αὖτε εὕδῃσθα ὕπνον, stehlen; Iliad. 23, 428 ἀλλ' ἄνεχ' ἵππους· στεινωπὸς γὰρ ὁδός, τάχα δ' εὐρυτέρῃ παρελάσσεις, μή πως ἀμφοτέρους δηλήσεαι ἅρματι κύρσας: Einige verstehen unter ἀμφοτέρους die Pferde des Angeredeten, Andere wohl richtiger die beiden Menschen, den Sprecher und den Angeredeten; Odyss. 22, 278 Αμφιμέδων Τηλέμαχον βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός; Odyss. 22, 368 μή με δηλήσεται ὀξέι χαλκῷ, damit er mich nicht tödte; Odyss. 11, 401 τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε θανάτοιο; – ἦέ σ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου; – Hom. hymn. Cer. 228 δηλήσεται; Gegensatz ὀνίνημι Hom. hymn. Merc. 541 ἀνθρώπων δ' ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω. – Praes. und imperfect. bei Herodt.: δηλέεσθαι 6, 36; δηλῆται 4, 187; ἐδηλέετο 9, 63; – δηλήσασθαι τὴν στρατιήν 7, 51; τὴν γῆν δηλησαμένας πολλά 4, 115; – perfect. δεδήληται in passiver Bdtg 4, 198. 8, 100; activisch und passivisch kann genommen werden das praes. δηλέεσθαι 2, 12. – Perfect. δεδήληται passivisch auch Eur. Hipp. 175. – Das activ. Xen. Oec. 10, 3 beruht wohl auf falscher Lesart. – Dorisch Theocr. 9, 36 τὼς δ' οὔτι ποτῷ δαλήσατο Κίρκα, vgl. Parthen. 29 οἴνῳ πολλῷ δηλησαμένη αὐτὸν ἤγαγεν εἰς ἐπιθυμίαν κτἑ.
Greek (Liddell-Scott)
δηλέομαι: Δωρ. δᾱλ- Θεόκρ. 15. 48· ― μέλλ. –ήσομαι· ἀόρ. ἐδηλησάμην· πρκμ. δεδήλημαι Εὐρ. Ἱππ. 175 (ἀλλ’ ἐπὶ παθητ. ἐννοίας, Ἡρόδ. 4. 198., 8. 100· ― τὸ ἐνεργ. δηλήσω, ήσας μόνον ἐν Χρησμ. Σιβ. 7. 44, 28)· μάλιστα τὸ ῥῆμα καὶ ἅπαντα τὰ παράγωγα (πλὴν τοῦ δήλημα) σχεδὸν ἄγνωστα εἶνε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.· ἀντ’ αύτῶν δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ βλάπτω Ἀποθετ. Ι. συνήθως ἐπὶ προσώπων, βλάπτω ἐπιφέρω βλάβην εἴς τινα, μήπως [ἵππους] δηλήσεαι, κατὰ τύχην, Ἰλ. Ψ. 428· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπίτηδες, Ἀχαιοὺς ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι Δ. 66· ἠέ σε… ἄνδρες ἐδηλήσαντο, σὲ ἔβλαψαν, δηλ. σὲ ἐφόνευσαν, Ὀδ. Λ. 401· μὴ με... δηλήσεται ὀξέει χαλκῷ (ἐπικῶς ἀντὶ -ηται) Χ. 368· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ξίφους, ῥινὸν δηλήσατο χαλκὸς αὐτοθι 278· οὕτω παρὰ τοῖς πεζοῖς Ἴωσιν. ἴνα μὴ ἔχοιέν σφεας δηλέεσθαι Ἡρόδ. 6. 36, πρβλ. 7. 51· πλεῖστόν σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθὴς ὁ αὐτ. 9. 63· ― βλάπτω διὰ μαγικῶν ποτῶν, Θεοκρ. 9. 36. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω, καρπὸν ἐδηλήσαντ’ Ἰλ. Α. 156· οὕτω παρ’ Ἡροδ., γῆν δηλησάμενος 4. 115· ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι 2. 12· ― παρ’ Ὁμ. ίδίως ἐν τῇ φράσει ὅρκια δηλήσασθαι, παραβαίνειν τὴν συνθήκην ἢ ἀνακωχήν, Ἰλ. Γ. 107, κτλ.·― ἐπὶ κλεπτῶν, μὴ τις... δηλήσεται (Ἐπ. ὑποτακτ.), μήπως τις τὰ κλέψῃ, Ὀδ. Θ. 444. πρβλ. Ν. 124. 2) ἀπολ., φέρω βλάβην, εἶμαι ἐπιβλαβής, ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται Ἰλ. Ξ. 102· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. ἠδ’ ὅσα ... ἄνδρες ἐδηλήσαντο, ὅσην βλάβην ἐπήνεγκον, Ὀδ. Κ. 459.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. δηλήσομαι, ao. ἐδηλησάμην, pf. δεδήλημαι;
1 blesser, endommager, détruire : τινα χαλκῷ OD blesser ou tuer qqn avec le fer ; δ. ποτῷ THCR troubler la raison ou enivrer avec une potion magique ; καρπόν IL détruire une récolte ; γῆν HDT ravager un pays ; fig. ὅρκια δ. IL violer des serments;
2 être funeste, nuire : δ. τινά, nuire à qqn ; ὅσα ἐδηλήσαντ’ OD tous les maux qu’ils ont faits.
Étymologie: cf. δαίω.
English (Autenrieth)
fut. δηλήσομαι, aor. (ἐ)δηλήσαντο: harm, slay, lay waste; τινὰ χαλκῷ, Od. 22.368; καρπόν, Il. 1.156; abs., Il. 14.102; met., μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται, Il. 3.107.
Greek Monolingual
(I)
δηλέομαι και δαλέομαι (Α)
1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ.
β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» — σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.)
2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ' ἐν φθίη... καρπὸν ἐδηλήσαντ'«, Ιλ.)
3. είμαι επιβλαβής, βλαβερός («ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται», Ιλ.)
4. κλέβω, αρπάζω
5. φρ. «ὅρκια δηλήσασθαι» — παραβιάζω συνθήκη ή συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν υποτεθεί ως αρχική η σημασία «ξεσχίζω, κομματιάζω», η λ. ανάγεται σε ρίζα del- (πρβλ. δαιδάλλω, δέλτος) και συνδέεται με λατ. dolō, dolāre. Αυτή όμως η ετυμολογία προϋποθέτει αρχικό ē (εκτεταμένη βαθμίδα του ě) και οι τύποι με θ. δᾱλ- στον Θεόκριτο αποτελούν επομένως υπερδωρισμούς.
ΠΑΡ. δηλητήριο (ν)
αρχ.
δηλήεις, δήλημα, δηλήμων, δήλησις
αρχ.-μσν.
δηλητήρ.
(II)
δηλέομαι (Α)
(μόνο στον παθ. μέλλ.) δηληθήσονται
θεωρηθήσονται.
Greek Monotonic
δηλέομαι: Δωρ. δᾶλ-, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐδηλησάμην, παρακ. δεδήλημαι, συγχρόνως με Ενεργ. και Παθ. σημασία· απόθ.·
I. λέγεται για πρόσωπα, βλάπτω, πληγώνω, εξαπατώ, σε Όμηρ.· μή με δηλήσεται (Επικ. αντί -ηται), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στον Ηρόδ.· βλάπτω με μαγικά φίλτρα, σε Θεόκρ.
II. λέγεται για πράγματα, καταστρέφω, ξοδεύω, σπαταλώ, καρπὸν ἐδηλήσαντ', σε Ομήρ. Ιλ.· γῆν δηλησάμενος, σε Ηρόδ.· ιδίως, στη φράση, ὅρκια δηλήσασθαι, παραβιάζω μια ανακωχή, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απολ., εξαπατώ, είμαι βλαπτικός, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
δηλέομαι: дор. δᾱλέομαι
1) ранить, калечить (ἵππους Hom.);
2) портить, иссушать (δέμας τινός Eur.);
3) поражать, убивать (τινα χαλκῷ Hom.);
4) истреблять, уничтожать (καρπόν Hom.);
5) разорять, опустошать (γῆν Hom.);
6) нарушать (ὅρκια Hom.);
7) обкрадывать, грабить: μή τις τοι καθ᾽ ὁδὸν δηλήσεται Hom. чтобы в пути тебя кто-л. не обокрал;
8) быть гибельным, вредить (σὴ βουλὴ δηλήσεται Hom.): πλεῖστόν σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθης ἐρῆμος ἐοῦσα ὅπλων Her. наиболее гибельным оказалось для них отсутствие тяжелого вооружения;
9) околдовывать (τινα ποτῷ Theocr.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: hurt, damage (Il.).
Other forms: Aor. δηλήσασθαι, δαλ- Theoc. 9, 36; 15, 48; El. κα-δαλέοιτο, κα-δαλέμενοι (κα-ζαλ-), perf. δεδήλημαι
Derivatives: δήλημα damage, destruction (Od.; on the meaning Chantr. Form. 183), and δηλήμων damaging, ruin (Hom.); δήλησις damage (Ion., Thphr.); - δηλήεις destructing (Nic.), after nominal αἰγλήεις etc.; δηλητήριος id. (Teos Va u. a.), -ιον poison (Hp. Ep.); δηλητήρ only Hom. Epigr. 14, 8; δηλητηριώδης (Dav. Proll.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Schwyzer (720) took it as an iterative-intensive deverbative. With short α, φρενο-δαλής destroying the mind (A. Eu. 330 lyr.), δάλλει κακουργεῖ H., also παν-δάλητος destroyed (Hippon. 2); also, with unknown quantity, ἀδαλές ὑγιές, δάλαν λύμην, δαλῃ̃ κακουργῃ̃, δαλήσασθαι λυμήνασθαι, ἀδικῆσαι H. Doubtdul ζά-δηλος (Alc., s. v.). - As *split δηλέομαι was connected with δαιδάλλω, δέλτος as IE. *del- (and connected with Lat. doleō, dolor. This etymology assumes for δηλέομαι PGr. ē as lengthened grade of e (beside zero grade in φρενο-δαλής etc.). Elean could have α from η. See DELG; hyperdorism is improbable. Wackernagel Glotta 14, 51f. held δαλ- for old. Conbined with the improbability of a long a in IE, the conclusion is that the verb is non-IE = Pre-Greek.
Middle Liddell
[deriv. uncertain] [perf. δεδήλημαι both in act. and pass. sense
I. Dep.: of persons, to hurt, do a mischief to, Hom.; μή με δηλήσεται (epic for -ηται) Od.; so in Hdt.; to hurt by magic potions, Theocr.
II. of things, to damage, spoil, waste, καρπὸν ἐδηλήσαντ' Il.; γῆν δηλησάμενος Hdt.:—esp. in phrase, ὅρκια δηλήσασθαι to violate a truce, Il.
2. absol. to do mischief, be hurtful, Hom.
Frisk Etymology German
δηλέομαι: {dēléomai}
Forms: Aor. δηλήσασθαι (ep. ion. seit Il.), δαλ- Theok. 9, 36; 15, 48; el. καδαλέοιτο, καδαλέ̄μενοι (καζαλ-)
Grammar: v.
Meaning: verderben, schädigen.
Derivative: Ableitungen: δήλημα Schaden, Verderben, auch konkret (ep. poet. seit Od.; zur Bed. Chantraine Formation 183, Porzig Satzinhalte 242), und δηλήμων schädigend, verderbend (Hom., Hdt., sp. Prosa); δήλησις Beschädigung (ion., Thphr.); — δηλήεις verderblich (Nik., Orph.), nach den nominalen αἰγλήεις usw.; δηλητήριος ib. (Teos Va u. a.), -ιον Gift (Hp. Ep., Plu. usw.), nach σωτήριος; δηλητήρ nur Hom. Epigr. 14, 8; δηλητηριώδης (Dav. Proll.).
Etymology: Wahrscheinlich iterativ-intensives Deverbativum (Schwyzer 720). Daneben, mit quantitativem Ablaut, φρενοδαλής den Geist verderbend (A. Eu. 330 [lyr.]), δάλλει· κακουργεῖ H. (primäres Jotpräsens), wohl auch πανδάλητος vernichtet, nichtswürdig (Hippon. 2); außerdem, mit unbekannter Quantität, ἀδαλές· ὑγιές, δάλαν· λύμην, δαλῇ· κακουργῇ, δαλήσασθαι· λυμήνασθαι, ἀδικῆσαι H. Sehr fraglich ζάδηλος (Alk., s. d.). — Mit der hypothetischen Annahme einer Grundbedeutung *spalten, zerstücken wird δηλέομαι zu der unter δαιδάλλω, δέλτος besprochenen Sippe idg. del- gezogen; in dieselbe allgemeine Bedeutungssphäre mit Übertragung auf das seelische Gebiet fällt u. a. lat. doleō, dolor; weitere Anknüpfungsmöglichkeiten bei W.-Hofmann s. doleō. Diese Etymologie setzt indessen für δηλέομαι urgr. ē als Dehnstufe von ĕ (neben Schwundstufe in φρενοδαλής usw.) voraus, was sich auch mit den elischen Formen (wo α aus η sekundär wäre) verträgt; für δαλ- bei Theokrit muß man dagegen mit der Annahme eines Hyperdorismus auskommen. Vgl. dazu Wackernagel Glotta 14, 51f., der δαλ- für urgriechisch hält. S. auch Radermacher Festschrift Kretschmer 152f. — Ältere Lit. bei Bq.
Page 1,378