ἀντίληψις

Revision as of 13:49, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

later ἀντίλημψις, εως, ἡ,
A receiving in turn or receiving in exchange, Th.1.120; counterclaim, X. HG3.5.5.
II (from Med.) laying hold of in turn, reciprocation, Democr. ap. Arist.Fr.208; of cultivated plants, giving a return, Thphr. CP 3.6.6; of a vine laying hold by its tendrils, ib.2.18.2.
b taking in hand, τοῦ λειτουργήματος POxy 900.13 (iv A.D.).
2 = ἀντιλαβή, hold, support, X.Eq.5.7; of a bandage, Hp.Off.9; ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν D.S.1.30; ἀντίληψιν διδόναι τινί give one a handle, Plu.2.966e; ἀντίληψιν παρέχειν Luc.Anach.2.
3 defence, succour, UPZ42.38(ii B.C.), PAmh.35.58 (ii B.C.), BGU1187.27 (i B.C.), LXX Ps.21(22).20,al., 1 Ep.Cor.12.28, Iamb.Myst.7.3.
4 claim to a thing, X.HG 3.5.5.
5 objection, Pl.Phd. 87a, Sph.241b, Hp.Ma.287a, Plu.Alex. 18, Iamb.Myst.1.1, al.: in forensic oratory, plea of justification, Hermog.Stat.2, al., Syrian.in Hermog. 2p.79R.; discussion, θεολογικὴ ἀντίληψις Iamb.Myst.1.8.
6 grasping with the mind, apprehension, perception, comprehension, Epicur.Fr.250, Stoic.2.206, Diog.Oen.4; φυσικὴν ἀντίληψιν ποιεῖσθαί τινος D.S.3.15; οὐκ ἐπιστρέφει τὴν ἀντίληψιν does not attract the attention, [Longin.] Rh.p.190H.; of sensuous perception, Stoic.2.230, Ti.Locr. 100b, Anon.in Tht.59.48, Phld.Herc.1003, Alex Aphr.in Top.91.5; ποιοτήτων Plu.2.625b, cf. Metrod.1.
7 of disease, seizure, attack, τῶν ἀκρωτηρίων Th.2.49.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀντίλαψις Ti.Locr.100b; pap. y heleníst. ἀντίλημψις Diog.Oen.4.2.7, LXX Ps.21.1, UPZ 10.34 (II a.C.)
I 1c. gen. acción de recibir a cambio, recepción a cambio χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν ... πάλιν ἀ. ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι Th.1.120.
II 1enganche, forma de agarrarse, sujeción c. gen. ἀντίληψις σωμάτων = cohesión de los cuerpos a base de los átomos, Simp.in Cael.295.15 (= Democr.A 37), οὐδεμίαν ἀντίληψιν βοηθείας ἔχουσι no tienen ningún asidero donde agarrarse D.S.1.30
abs. κάτωθεν ἡ ἀντίληψις la sujeción (del vendaje) se hace por abajo Hp.Off.9, de una parra, Thphr.CP 2.18.2
forma de agarrarse, asidero ὅπως τῷ ἀναβάτῃ ... ἀ. ᾖ X.Eq.5.7, τοῖς ... θηρίοις ... ἀ. οὐ ... δίδωσι no ofrece a las fieras sitio donde agarrarlo Plu.2.966e, τῆς ψάμμου ... παρεχούσης τὴν ἀντίληψιν = ofreciendo la arena adherencia (para no resbalar) Luc.Anach.2.
2 acción de prender una planta Thphr.CP 3.6.6.
3 de una enfermedad infección, contagio c. gen. τῶν ... ἀκρωτηρίων Th.2.49.
4 percepción, sensación por los sentidos c. gen. τοῦ διαφανοῦς Placit.4.13.12 (= Alcmaeo A 10), ἑνὸς φθόγγου en la música, Porph.in Harm.104 (= Archyt.A 18), ἡδονῆς δὲ καὶ πόνου τὴν φυσικὴν μόνον ἀντίληψιν ποιούμενοι ejercitando sólo la sensación física del placer y el dolor D.S.3.15, abs. δι' ὄφεως Ph.1.168
más gener. percepción, atención δι' ὀξύτητα τῆς ῥεύσεως τὴν ἡμετέραν ἐκφεύγειν ἀντίληψιν que por la rapidez del flujo (de las cosas) escapan a nuestra atención Diog.Oen.4.2.7, cf. Ti.Locr.100c, οὐκ ἐπιστρέφει τὴν ἀντίληψιν = no llama la atención Longin.Rh.p.190
más intelectual τῆς αὐτῆς ποιότητος ... ἀ. Colotes en Plu.2.1109d (= Metrod.1), cf. Plu.2.625b, Didym. en ZPE 2 p.1
como γένος αἰσθήσεως Alex.Aphr.in Top.343.11 (pero cf. αἴσθησίς ἐστιν ἀντίληψις δι' αἰσθητηρίου ἢ κατάληψις Chrysipp.Stoic.2.230), cf. Anon.in Tht.59.48, Ptol.Iudic.17.4, 9
casi conciencia ἡ γὰρ οἰκείωσις ... ἔοικε τοῦ οἰκείου καὶ ἀντίληψις εἶναι Chrysipp.Stoic.2.206, τῶν ἐν ἑτέροις ἀσθενειῶν καὶ δυνάμεων ἀντίληψις = conciencia de las debilidades y fuerzas de otros animales Hierocl.p.17.
III 1reclamación, reivindicación, exigencia c. gen. τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης X.HG 3.5.5, τῆς ἐλευθερίας I.AI 18.4.
2 aceptación, toma de posesión c. gen. τοῦ λ<ε>ιτουργήματος POxy.900.13 (IV d.C.).
IV ayuda, asistencia, protección, socorro c. gen. de pers. κυρίου LXX 1Es.8.27, Ps.88.19
c. prep. y gen. de pers. τῆς παρ' ὑμῶν εἰς τὸν βίον ἀντιλήψεως UPZ 10.34, cf. 193.27, PSI 816.10 (II a.C.), BGU 1187.27 (I a.C.), Hippol.M.10.593B, τὴν ὑφ' ὑμῶν ἐσομένην ἀντίληψιν UPZ 42.40 (II a.C.)
abs. ἀντιλήμψεως τεύξασθαι LXX 2Ma.15.7, cf. 3Ma.2.33, ὑπὲρ σωτηρίας καὶ ἀντιλήψεως SEG 26.1672 (Palestina V d.C.)
en plu. socorros, auxilios LXX 2Ma.8.19, 3Ma.5.50, 1Ep.Cor.12.28
ἀντίλημψις ἑωθινή sent. dud. en LXX Ps.21.1, cf. las exégesis en Cyr.Al.M.69.837B, Thdt.M.80.1008C.
V alegato, crítica, objeción οὐ συγχωρῶ τῇ Σιμμίου ἀντιλήψει Pl.Phd.87a, ἔμπειρός εἰμι τῶν ἀ. Pl.Hp.Ma.287a, ἀντιλήψεις καὶ ἀπορίαι Pl.Sph.241b, cf. Plu.Alex.18, Iambl.Myst.1.8
en ret. jur. alegato de justificación Hermog.Stat.12, Syrian.in Hermog.2.p.79, cf. Iul.Vict.Rh.380.17.

German (Pape)

[Seite 254] ἡ, 1) das dagegen Nehmen, Empfangen, Thuc. 1, 120. – 2) das Ergreifen, von der Krankheit, Thuc. 2, 49; der Anhalt, Xen. Equ. 5, 7, das für sich Nehmen, in Anspruch Nehmen, τῆς δεκάτης Hell. 3, 5, 5; das Auffassen, Wahrnehmen, ὑπὸ ἀντίληψιν πεσεῖν Tim. Locr. 100 b. Gelegenheit zum Tadel, Widerspruch, ἀντιλήψεις καὶ ἀπορίαι Soph. 241 b, vgl. Hipp. mai. 287 a; νόμοι πολλὰς ἀντιλήψεις ἔχοντες Plut. Sol. 18, Schwierigkeit. – Bei Plut. fac. orb. lun. 22 das Auffallen der Lichtstrahlen (vielleicht ἀντίλαμψις). – 3) Das sich einer Sache Annehmen, Beistand, Sp. – Bei Theophr. das Angehen, Wurzelfassen der Pflanzen.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. (ἀντιλαμβάνω);
1 action de recevoir en retour, importation;
2 contradiction ; incertitude, équivoque;
II. (Moy. ἀντιλαμβάνομαι);
1 action de se saisir de, de s'attribuer;
2 fig. action de percevoir par les sens;
3 action de saisir par l'intelligence, conception, intelligence de;
4 action de s'attaquer à ; objection;
III. (Pass. ἀντιλαμβάνομαι);
état de celui qui est saisi (par une maladie), maladie, affection.
Étymologie: ἀντιλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίληψις: дор. ἀντίλαψις, εως ἡ
1 получение взамен: κατακομιδὴ καὶ πάλιν ἀ. Thuc. вывоз и обратный ввоз;
2 захват, присвоение (τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης Xen.);
3 средство ухватиться или возможность ухватиться: (χαίτη), τῷ ἀναβάτῃ ἀ. Xen. грива, за которую хватается всадник; οὐδεμίαν ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Diod. не иметь никакой надежды на помощь;
4 перен. слабое место или уязвимое место (ἀντιλήψεις καὶ ἀπορίαι Plat.; πολλὰς ἀντιλήψεις ἔχειν Plut.);
5 возражение, опровержение (οὐ συγχωρεῖν τῇ ἀντιλήψει τινός Plat.);
6 восприятие, ощущение (ἡδονῆς τε καὶ πόνου Diod.): ὑπ᾽ ἀντίλαψιν πίπτειν Plat. быть предметом чувственного восприятия;
7 забота, занятие (μυρίας ἀντιλήψεις καὶ ἀσχολίας παρέχειν τινί Plut.);
8 мед. поражение, заболевание (τῶν ἀκρωτηρίων, sc. τοῦ σώματος Thuc.);
9 pl. помощь, поддержка NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίληψις: -εως, ἡ, (ἀντιλαμβάνω) τὸ λαμβάνειν τι ἀντὶ τοῦ διδομένου, ἢ λῆψις προϊόντος τινὸς πρὸς ἀνταλλαγὴν ἄλλου δοθέντος, χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι Θουκ. 1. 120: ἀντιποίησις, τῆς τε ἀντιλήψεως τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος δεκάτης Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ. τύπου) ἡ ἀμοιβαία προσκόλλησις, τοῦ δὲ συμμένειν τὰς οὐσίας μετ’ ἀλλήλων μέχρι τινὸς αἰτιᾶται τὰς ἐπαλλαγὰς καὶ τὰς ἀντιλήψεις τῶν σωμάτων Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 202· ἐπὶ φυτῶν, ῥιζοβόλησις, μεγίστην ἔχει ῥοπὴν καὶ πρὸς ἀντίληψιν καὶ πρὸς εὐκαρπίαν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 6, 6: ― ἡ προσάρτησις τῶν κλημάτων ἀμπέλου διὰ τῶν ἑλίκων (κοιν. ψαλίδων) ἐκ τῶν κλάδων φυτοῦ τινος: ἀλλὰ καὶ τὴν ἕλικα δοκεῖ τούτου χάριν ἔχειν ὅπως εὐθὺς ἀντίληψις γένηται καὶ οἷον δεσμὸς αὐτόθ. 2.18, 2. 2) ἀντιλαβή, μέρος τὸ ὁποῖον νὰ πιάσῃ τις ἢ νὰ πιασθῇ ἀπ’ αὐτοῦ, περὶ τῆς χαίτης τοῦ ἵππου, ὅπως τῷ ἀμβάτῃ ὡς ἀφθονωτάτη ἀντίληψις ᾖ Ξεν. Ἱππ. 5. 7· ἐπὶ ἐπιδέσμου, Ἱππ. κατ’ Ἰητρεῖον 743· ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Διόδ. 1. 30· ἀντ. διδόναι τινὶ δίδω εἴς τινα λαβήν, ἀφορμήν, Πλούτ. 2. 966Ε. 3) προστασία, βοήθεια, συνδρομή, Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Α΄, ιβ΄, 28. 4) ἀξίωσις ἐπί τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 5. 5) ἐπίθεσις, ἀντίρρησις, Πλάτ. Φαίδων 87Α, Σοφιστ. 241Β, Ἱππίας Μείζ. 287Α: ― ἀμφισβήτησις πράγματός τινος ἐν δικατηρίῳ, «ἔστι γὰρ ἀντίληψις ἀνευθύνου πράγματος εἶναι δοκοῦντος ὡς ὑπευθύνου κατηγορία» Ἑρμογέν. περὶ Στάσεων, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 12. 38. 6) τὸ ἀντιλαμβάνεσθαι διὰ τοῦ νοῦ, ἀντίληψις, Τίμ. Λοκ., 100Β, Διόδ. 3. 15· ποιοτήτων Πλούτ. 2. 625Β. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ. τύπου) προσβολὴ ὑπὸ νόσου, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινε, καὶ ἄν τις ἐσῴζετο ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων, ἡ νόσος ὅμως προσέβαλλε τὰ ἄκρα τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ ἐκεῖ ἄφινε τὰ σημεῖα αὐτῆς, Θουκ. 2. 49· ― ὁ Δούκας ἑρμηνεύει ἄλλως τὸ χωρίον. Ἐν Ψαλμ: κβ΄, 1 (κατὰ τοὺς Ἑβδ.) τὴν φράσιν: ὑπὲρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς, ὁ Ἀκύλας ἑρμηνεύει, ὑπὲρ τῆς ἐλάφου τῆς ὀρθρινῆς, ἐνῷ τὸ Ἑβραϊκὸν πρότυπον ἔχει: εἰς τὸν πρῶτον μουσικόν.

Greek Monolingual

η (AM ἀντίληψις, -εως)
1. το να συλλαμβάνει κάποιος με τον νου
2. η πρόνοια, η βοήθεια
νεοελλ.
1. ευχέρεια μάθησης, αντιληπτικότητα, εξυπνάδα
2. το να συλλαμβάνει κάποιος με τις αισθήσεις
3. στον πληθ. οι αντιλήψεις
ιδέες, νοοτροπία
4. φρ. «δικαστική αντίληψη» — μορφή προστασίας που παρέχει ο νόμος σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν πλήρη πνευματική υγεία
αρχ.
1. ανταλλαγή, ανταμοιβή
2. αμοιβαία προσκόλληση, συνοχή
3. μέρος από το οποίο πιάνει κάποιος κάτι ή από όπου πιάνεται
4. λαβή, αφορμή για επίκριση
5. αξίωση για κάποιο πράγμα
6. αντιγνωμία, εναντίωση, αντίρρηση
7. προσβολή από ασθένεια
8. (για φυτά) ριζοβόλημα, πιάσιμο.

English (Strong)

from ἀντιλαμβάνομαι; relief: help.

English (Thayer)

(L T Tr WH ἀντίλημψις; see Mu), ἀντιλήψεώς, ἡ (ἀντιλαμβάνομαι), in secular authors, mutual acceptance (Thucydides 1,120), a laying hold of, apprehension, perception, objection of a disputant, etc. In Biblical speech aid, help (1 Corinthians 12:28, the ministrations of the deacons, who have care of the poor and the sick.

Greek Monotonic

ἀντίληψις: -εως, ἡ (ἀντιλαμβάνω),
I. λήψη ως αντάλλαγμα ή ανταμοιβή, σε Θουκ.· αντιποίηση, σε Ξεν.
II. 1. (από τη Μέσ.), στήριγμα, βοήθημα, άμυνα, συνδρομή, στον ίδ.
2. διεκδίκηση πράγματος, στον ίδ.
3. ένσταση, αντίδραση, σε Πλάτ.
III. (από την Παθ.), προσβολή από νόσο, κατάληψη, εμπλοκή, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀντιλαμβάνω
I. a receiving in turn or exchange, Thuc.: a counter-claim, Xen.
II. (from Mid.), a hold, support, defence, succour, Xen.
2. a claim to a thing, Xen.
3. an objection, Plat.
III. (from Pass.) a being seized, a seizure, attack of sickness, Thuc.

English (Woodhouse)

attack, a taking in exchange, counter argument

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἀντιλαμβάνομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λαμβάνω.

Translations

apprehension

Bulgarian: схващане, разбиране; Czech: pochopení; Dutch: begrip, begrijpen; Finnish: ymmärtäminen, ymmärrys; German: Auffassung, Begreifen, Verstehen, Erfassung; Portuguese: apreensão; Romanian: înțelegere, concepție, pricepere; Russian: понимание, осмысление, постижение; Serbo-Croatian: poimanje, shvaćanje

perception

Arabic: اِدْرََاك حَسِّيّ‎; Bulgarian: схващане, разбиране; Catalan: percepció; Chinese Mandarin: 知覺, 知觉, 感知; Czech: vnímání; Dutch: perceptie, gewaarwording, waarneming; Finnish: havainnointi, havaintokyky, -tunne; French: perception; Galician: percepción; Georgian: აღქმა, შეცნობა, შემეცნება; German: Wahrnehmung; Greek: αντίληψη; Hungarian: felfogás, megértés; Italian: percezione; Japanese: 知覚; Latvian: uztvere; Maltese: perċezzjoni; Polish: percepcja, postrzeganie, spostrzeganie; Portuguese: percepção, perceção; Romanian: percepție, percepere, discernere, discernământ; Russian: восприятие, перцепция; Scottish Gaelic: toirt fa-near; Serbo-Croatian: percèpcija, predodžba; Slovak: vnímanie; Spanish: percepción; Swedish: uppfattning, förnimmelse; Tagalog: watas; Thai: การรับรู้; Ukrainian: сприйняття, перцепція; Urdu: حسی ادراک‎; Vietnamese: tri giác

Lexicon Thucydideum

mutua acceptio, mutual reception, 1.120.2,
prehensio, seizure, capture, 2.49.7.