κλάδος

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,
A branch, shoot of a tree, Arist.Juv.468b25, GA752a20; twig, opp. ἀκρεμών, Thphr. HP 1.1.9, 1.10.7: generally, branch, τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους Hdt.7.19: presented by suppliants, ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον A.Eu.43, cf. Supp.22 (anap.), S.OT3, 143; also of laurel branches used in temples, E.Ion80.
2 plank, POxy. 1738.4, al. (iii A.D.).
3 branch of a blood-vessel, Gal.15.141.
4 metaph., ἀπὸ νώτοιο δύο κλάδοι ἀΐσσονται two arms, Emp.29.1.
5 κ. ἐλέας, of a young girl, Epigr.Gr.368.7:—metapl. forms, dat. κλαδί Scol.9, prob. in SIG1025.33 (Cos, iv/iii B.C.); τῇ κ. Ael.NA4.38 codd. (cf. Eust.58.37); τῷ κ. Choerob.in Theod.1.138; acc. κλάδα Lyr.Adesp.122; cf. κλάδα[ν]· κλάδον, Hsch.; gen. pl. κλαδέων prob. in Philox.1.3; dat. pl. κλάδεσι Ar.Av.239 (lyr.), Ep. κλαδέεσσι Nic. Fr.74.19; acc. κλάδας ib.53.

German (Pape)

[Seite 1445] ὁ, eigtl. ein junger Trieb od. Schößling, den man abbricht (κλάω, vgl. aber κραδαίνω). um ihn auf einen andern Baum zu pfropfen. nach Theophr. der jährige Trieb an den Baumästen; übh. Zweig; ἐλαίας Aesch. Eum. 43, öfter; auch von den Zweigen, welche die Schutzflehenden in den Händen hielten, Suppl. 22. 150 u. öfter, wie ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι Soph. O. R. 3, vgl. 143; δάφνης κλάδοι Eur. Ion 80; einzeln in Prosa. – Der dat. sing. wurde oft (wie von κλάς, κλαδός) κλαδί gebildet; Ar. Lys. 632; Scol. 7 bei Ath. XV, 695 b; Ael. H. A. 4, 38 τῇ κλαδί, von Schneider in τῷ κλαδί geändert; den accus. κλάδα erwähnt Hesych.; κλάδας Nic. bei Ath. XV, 684 a. – Auch von τὸ κλάδος kommt der dat. plur. κλάδεσι vor, Ar. Av. 239. u. κλαδέεσσι, Nic. bei Ath. XV, 683 c.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petite branche arrachée, rameau.
Étymologie: κλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάδος -ου, ὁ, dat. sing. heterocl. ook κλαδί, dat. plur. ook κλαδέσι, acc. κλάδας tak, twijg, spec. olijftak (van smekelingen):. ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι met smekelingentakken bekranst Soph. OT 3; οὐ γὰρ ἀπὸ νώτοιο δύο κλάδοι ἀΐσσονται want uit zijn rug ontspruiten niet twee takken (armen) Emp. B 29.1.

Russian (Dvoretsky)

κλάδος:κλάω II]
1 (преимущ. сорванная, отломанная) ветвь, побег (ἐλαίας Aesch.; δάφνης Eur.): ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι Soph. увенчанные просительными ветвями, т. е. держа обвитые белой шерстью ветви (в знак просьбы о заступничестве); εἰ ἡ ῥίζα ἁγία, καὶ οἱ κλάδοι погов. NT если свят корень, то (святы) и ветви;
2 перен. рука (δύο κλάδοι Emped.).

Greek (Liddell-Scott)

κλάδος: ᾰ ου, ὁ, (κλάω) νέον βλάστημα δένδρου, οἷα τὰ ἀποκοπτόμενα πρὸς ἐγκεντρισμόν, κοινῶς «κλαδί», Ἀριστ. π. Νεότ. 3, π. Ζ. Γεν. 3. 2, 3, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 1, 9. 2) κλάδος ἐλαίας περιτετυλιγμένος δι’ ἐρίου καὶ κρατούμενος ὑπὸ τῶν ἱκετῶν, Ἡρόδ. 7. 19· ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43, πρβλ. Ἱκέτ. 23, Σοφ. Ο. Τ. 3, 143· καὶ ἴδε ἱκετήριος· ― ὡσαύτως ἐπὶ κλάδων δάφνης ἐν χρήσει ἐν τοῖς ναοῖς, Εὐρ. Ἴων 80. 3) μεταφ., δύο κλάδοι, δύο βραχίονες, Ἐμπεδ. 393. - Παρὰ ποιηταῖς εὑρίσκομεν πολλοὺς τύπους σχηματισθέντας κατὰ μεταπλασμόν, δοτ. κλαδί, ἐν τῷ σκολ. παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 632 (πρβλ. Bgk. εἰς Λυρ. σ. 871 κἑξ.)· αἰτ. κλάδα, ποιητ. παρὰ Δράκ. 103. 13, Ἡσύχ.· δοτ. πληθ. κλάδεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 239, Ἐπικ. κλαδέεσι Νικ. παρ’ Ἀθην. 683C· αἰτ. κλάδας αὐτόθι 684Β.

English (Strong)

from κλάω; a twig or bough (as if broken off): branch.

English (Thayer)

κλαδου, ὁ (κλάω);
a. properly, a young, tender shoot, broken off for grafting.
b. universally, a branch: Menander fragment, Meineke edition, p. 247 (fragment 182, vol. iv. 274 (Ber. 1841)). (Tragg., Aristophanes, Theophrastus, Geoponica, others.)

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κλάδος)
βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾶσαν ἐπισχεῖν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β. «επαγγελματικός κλάδος»)
2. εποχή κλαδέματος
3. κλάδεμα
4. διακλάδωση αιμοφόρου αγγείου ή νεύρου
5. μαθ. ένα από τα τμήματα μιας καμπύλης το οποίο εκτείνεται στο άπειρο
6. φρ. «γενεαλογικός κλάδος» — σειρά οικογενειών που κατάγονται από κοινό γενάρχη
μσν.
απόγονος
αρχ.
1. σανίδα, μαδέρι
2. βραχίονας («ἀπὸ νώτοιο δύο κλάδοι ἀΐσσονται», Εμπ.)
3. φρ. «κλάδος ἐλαίας» — νέα κοπέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα klă της ΙΕ ρίζας kel(ә)- «χτυπώ», όπως και το κλάω / -. Εμφανίζει οδοντική παρέκταση -δ-, όπως το κλαδαρός αλλά και τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αγγλοσαξ. holt «ξύλο», γερμ. Holz «ξύλο», λατ. clādēs «καταστροφή», αρχ. σλαβ. klada «δοκός»).
ΠΑΡ. κλαδεύω, κλαδί(ον)
αρχ.
κλαδεών, κλάδινος, κλάδιον, κλαδίσκος, κλαδώ(-άω), κλαδώδης, κλάδων
αρχ.-μσν.
κλαδώ(-έω)
νεοελλ.
κλαδικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κλαδοειδής, κλαδοτομία, κλαδοτομώ
αρχ.-μσν.
κλαδηφόρος, κλαδηφορώ
μσν.
κλαδοκοπώ, κλαδοξεσκισμένος, κλαδοτρυπολόγος, κλαδοφυλλαδόφυλλον, κλαδοφορώ
μσν.- νεοελλ.
κλαδόφυλλος. (Β' συνθετικό) ακρόκλαδος, μονόκλαδος, ολιγόκλαδος, πολύκλαδος
αρχ.
αυτόκλαδος, εύκλαδος, κατάκλαδος, πεντάκλαδος
νεοελλ.
άκλαδος, ακανθόκλαδος].
(II)
και κλάδο, το (Μ κλάδος)
νεοελλ.
1. εποχή για κλάδεμα
2. κλάδεμα
μσν.
γέννημα, γόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του κλαδεύω κατά τα θέρος, τρύγος.
(III)
κλάδος, τὸ (Α)
κλαδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλάδος (Ι) κατά τα τριτόκλιτα ουδ. σε -ος].

Greek Monotonic

κλάδος: [ᾰ], -ου, ὁ (κλάω), νεαρός βλαστός δέντρου ή σπασμένο κλωνάρι· ιδίως, κλαδί ελιάς τυλιγμένο με μαλλί που κρατιόταν από τους ικέτες, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Σοφ.
κλάδος: τό, = το προηγ., δοτ. ενικ. και πληθ. κλαδί, κλάδεσι, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: branch, twig, sprout (IA., Arist., Thphr.), also a few cases of monosyllabic κλαδ- in κλαδ-ί, κλάδ-α, -ας and of an s-stem in κλάδεσι, -έεσσι, -έων (after δένδρεσι etc.?);
Compounds: Compp., e. g. ὀλιγό-κλαδος (Thphr.), κλαδο-τομέω (pap.).
Derivatives: Diminut. κλάδιον (Lib., pap.) and κλαδίσκος (Gal.); κλαδεών (Orph.), κλαδών (H.) = κλάδος; κλαδώδης full of branches (sch., Eust.), κλάδινος = rameus (Gloss.). Denomin. verb κλαδεύω cut off branches, clip (Artem.; -έω Arr.) with κλάδευσις (Aq., Sm., Gp.), κλαδεία (Gp.) cutting off ..., clipping, κλαδευτήρια pl. pruned leaves (Gloss.), κλαδευτής pruner (Gloss.), κλαδευτήριον, -ια pruning knife, -festival (H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One often connects *kelh₂- cut off (but Pok. 545ff. contains much irrelevant material). But this cannot give the Greek form. The connection with the Germ. word for Holz, Wald, OIc. OE holt n. etc. is probably wrong. That both forms can be derived from IE. *kl̥do- must be accidental, and there is no root *kel- without laryneal. Kluge-Seebold notes *kl̥h₂d- [there clearly is a misprint]; a Greek pre-form *klǝd- is impossible since the laryngeal theory: it should be *kl̥h₂d- which would have given *κλαδος. For the realia one referred to J. Trier, Holz (Münster-Köln 1952) p. 43ff. Mostly connected with κλάω break off (s. v.), but with a pre-Greek (i.e. from before hist. Greek) dental enlargement. Independent of κλάδος is the δ-formation of κλαδαρός invalid (s. v.); further καλαδία ἑυκάνη (= plane) H. [LSJ gives ῥυκάνη (plane-tree); thus Frisk s.v.; but this lemma does not exist in H.] with diff. ablaut, s.s.v. - Outside Greek one connects Lat. clādēs damage etc., but this requires *klh₂d-, which is impossible for Greek; and Slav., e. g. Russ.-Csl. klada, Russ. kolodá beam, block, trunk, on whch I have no opinion. Kuiper GS Kretschmer 121f connected with κλάδος κλών, κλῶναξ, with nasalization (replacement of a stop by the nasal of that series) of the δ; cf. κλῶναξ κλάδος H. Further Pok. 546f..

Middle Liddell

κλᾰ́δος, ου, κλάω
a young slip or shoot broken off: esp. an olive-branch wound round with wool and presented by suppliants, Hdt., Aesch., Soph.

Frisk Etymology German

κλάδος: {kládos}
Forms: auch einzelne Fälle von einsilbigem κλαδ- in κλαδί, κλάδα, -ας und von einem σ-Stamm in κλάδεσι, -έεσσι, -έων (nach δένδρεσι usw.?), vorw. poet.;
Grammar: m.
Meaning: Ast, Zweig, Trieb (ion. att.),
Composita: Kompp., z. B. ὀλιγόκλαδος (Thphr.), κλαδοτομέω (Pap.).
Derivative: Ableitungen: Deminutiva κλάδιον (Lib., Pap.) und κλαδίσκος (Gal. u. a.); κλαδεών (Orph.), κλαδών (H.) = κλάδος; κλαδώδης astreich (Sch., Eust.), κλάδινος = rameus (Gloss.). Denominatives Verb κλαδεύω abästen, beschneiden (Artem. u. a.; -έω Arr.) mit κλάδευσις (Aq., Sm., Gp.), κλαδεία (Gp.) Abästung, Beschneidung, κλαδευτήρια pl. abgeästete Blätter (Gloss.), κλαδευτής Abäster (Gloss.), κλαδευτήριον, -ια ‘Abästungsmesser, -feier’ (H.).
Etymology: Zu κλάω abbrechen (s. d.), aber mit einer schon vorgriechischen Dentalerweiterung. Mit κλάδος kann das germ. Wort für ‘Holz, Wald', awno. ags. holt n. usw. formal sogar identisch sein (idg. *ql̥do-). Zum Sachlichen vgl. J. Trier, Holz (Münster-Köln 1952) S. 43ff. Eine von κλάδος unabhängige δ-Bildung erscheint in κλαδαρός gebrechlich (s. d.), dazu noch das im Ablaut abweichende καλαδία· ἑυκάνη (= Hobel) H. Außergriechische Anknüpfung bieten noch z. B. lat. clādēs Verletzung, Schaden und slav., z. B. russ.-ksl. klada, russ. kolodá Balken, Block, Baumstamm. Weitere Verwandte bei WP. 1, 438ff., Pok. 546f., W.-Hofmann s. clādēs.
Page 1,864-865

Chinese

原文音譯:kl£doj 克拉多士
詞類次數:名詞(11)
原文字根:破碎 相當於: (דָּלִית‎) (סְעַפָּה‎) (שֹׂוךְ‎ / שֹׂוכָה‎)
字義溯源:小枝,樹枝,嫩枝,枝子,枝;源自(κλάω)*=破碎)
出現次數:總共(11);太(3);可(2);路(1);羅(5)
譯字彙編
1) 枝子(4) 羅11:16; 羅11:17; 羅11:18; 羅11:21;
2) 樹枝(3) 太21:8; 太24:32; 可13:28;
3) 枝(3) 太13:32; 可4:32; 路13:19;
4) 眾枝子(1) 羅11:19

English (Woodhouse)

bough of olive carried by suppliants, olive branch, suppliant bough of olive, suppliant branch of olive

Mantoulidis Etymological

(=κλαδί). Ἀπό τό κλάω -ῶ (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

branch

Afrikaans: tak; Aklanon: sanga; Albanian: degë; Arabic: فَرْع‎, غُصْن‎, شُعْبَة‎; Egyptian Arabic: فرع‎, غصن‎; Armenian: ճյուղ, ոստ; Old Armenian: ճիւղ, ոստ, կողր; Assamese: ঠাল, ডাল; Asturian: rama; Azerbaijani: budaq; Bashkir: ботаҡ; Basque: adar; Belarusian: галіна, галі́нка; Bengali: শাখা; Bulgarian: клон; Burmese: အကိုင်း, အလက်; Catalan: branca; Cebuano: sanga; Chinese Dungan: җызы, җыр, фуҗызы, фуҗыҗызы, фуҗыҗыр; Mandarin: 支, 樹枝, 树枝; Classical Nahuatl: cuammāitl; Czech: větev; Dalmatian: ruoma; Danish: gren; Dutch: tak; Esperanto: branĉo; Estonian: oks; Even: гар; Evenki: гара; Finnish: oksa, varpu, vitsa; French: branche, rameau; Friulian: ram; Galician: póla, galla, rama; Georgian: შტო; German: Ast, Zweig; Gothic: 𐌰𐍃𐍄𐍃; Greek: κλαδί, κλαρί; Ancient Greek: κλάδος, ὄζος, ἀκρεμών, κλών; Haitian Creole: branch; Hebrew: עָנָף‎; Hiligaynon: sanga; Hindi: डाल, शाख़, शाखा; Hungarian: ág; Icelandic: grein; Ido: brancho, ramo; Indonesian: dahan, batang; Irish: craobh, géag; Italian: ramo; Japanese: 枝; Javanese: pang; Jurchen: ha.r.ha; Kazakh: бұтақ; Khmer: មែក, សាខា; Kiput: din; Korean: 나뭇가지, 가지, 줄기; Kunigami: 枝; Kurdish Central Kurdish: چرۆ‎, لق‎; Northern Kurdish: liq; Kyrgyz: бутак, шак, тармак; Lao: ກິ່ງ, ງ່າ; Latgalian: zors; Latin: ramus, surus, termes; Latvian: zars; Lezgi: хел; Lithuanian: šaka; Low German: Telg; Luxembourgish: Aascht; Macedonian: гранка; Malay: dahan; Malayalam: ശാഖ; Maltese: fergħa; Manchu: ᡤᠠᡵᡤᠠᠨ; Mansaka: sanga; Maranao: sanga; Middle English: braunche; Mingrelian: ჸა; Miyako: 枝; Mongolian: мөчир; Nahuatl: cuauhmaitl; Nanai: гара, сукту; Navajo: tsin bigaan, atsʼáozʼaʼ; Negidal: gaja; Nepali: हाँगा; Ngazidja Comorian: ndravu; Nivkh: тес; Norman: branque; Norwegian: gren, grein; Occitan: ram, ramèl, branca; Ojibwe: wadikwan; Okinawan: 枝; Old Church Slavonic Cyrillic: вѣтвь; Old English: bōg, twiġ; Old Javanese: paṅ; Old Tupi: akã; Oriya: ଡାଳ, ଶାଖା; Oroch: га̄; Orok: гара; Ossetian: къалиу; Ottoman Turkish: دال‎, بوداق‎; Pashto: خراتګه‎, شاخ‎; Pennsylvania German: Nascht; Persian: شاخه‎, شاخ‎; Plautdietsch: Aust; Polish: gałąź; Portuguese: galho, ramo; Quechua: capra, zapra; Romanian: ram, ramură, creangă; Romansch: rom, ram; Russian: ветвь, ветка, веточка; Sanskrit: शाखा; Sardinian: nae, nai; Scots: beuch; Scottish Gaelic: meur, geug; Serbo-Croatian Cyrillic: грана, вејка; Roman: grana, vejka; Sicilian: ramu; Sidamo: sina; Slovak: vetva, konár; Slovene: veja; Spanish: rama; Svan: აშხალ; Swahili: tanzu; Swedish: gren; Tagalog: sanga; Tajik: шоха, шох; Tamil: கிளை; Tausug: sanga; Telugu: కొమ్మ, శాఖ; Tetum: sanak; Thai: กิ่ง; Tibetan: ཡལ་ག; Tocharian B: karāk; Tok Pisin: han; Turkish: dal, budak; Turkmen: pudak; Udi: чӏугъ; Udihe: га̄; Ukrainian: ві́тка, галузь, галузка, гі́лка, гі́лочка; Ulch: гара; Urdu: شاخ‎, ڈال‎; Uyghur: پۇتاق‎, شاخ‎; Uzbek: boʻlim, butoq, shox; Venetian: ràma; Vietnamese: cành, nhánh; Walloon: coxhe; Welsh: cangen; White Yaeyama: 枝; Yagnobi: шох; Yiddish: צווײַג‎; Yonaguni: 枝; Zhuang: nga; ǃXóõ: gǀkxʻāa-kú