ήλιος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

και γήλιος, ο (AM ἥλιος, Α, επικ. τ. ἠέλιος, δωρ. και αιολ. τ. ἀέλιος, δωρ. τ. και ἄλιος, αρκαδ. τ. ἀέλιος ή ἁέλιος)
1. φωτεινό ουράνιο σώμα (το κέντρο του πλανητικού συστήματος), του οποίου το φως μάς χαρίζει την ημέρα ενώ η απουσία του φέρνει τη νύχτα («ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου», δημ. τραγ.)
2. η ακτινοβολία, το φως ή η θερμότητα που εκπέμπει ο ήλιος (α. «μ' έκαψε ο ήλιος» β. «ἥλιον εἶναι ἐπὶ τοῑς ὄρεσι», Πλάτ.)
3. φως, χαρά, ελπίδα («ἡλίους τὰ ἀρσενικά τέκνα οἱ γονεῑς ὑποκοριζόμενοι καλοῡσι», Αρτεμίδ.)
4. φρ. «υπό τον ήλιο(ν)» ή «υφ' ήλιον» — στη γη, σε αυτό τον κόσμο
νεοελλ.
1. αστρον. κάθε ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο του πλανητικού συστήματος
2. το φυτό ηλίανθος
3. η εικόνα, η απεικόνιση του ήλιου
4. ο πολύ ωραίος, ο πολύ όμορφος («λάμπει σαν τον ήλιο»)
5. παροιμ. α) «με τον ήλιο τά μπάζω, με τον ήλιο τά βγάζω
τί έχουν τα έρμα και ψοφούν;» — δεν προκόβουν αυτοί που ξεκινούν αργά την καθημερινή τους εργασία και σταματούν νωρίς
β) «βαρεί του ήλιου πετριές» — για μεγάλες, αλλά μάταιες προσπάθειες
γ) «άναψε μου το λύχνο να δω τον ήλιο» — γι' αυτούς που δεν διακρίνουν και τα πιο οφθαλμοφανή πράγματα
δ) «σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός» — τα ανήλια σπίτια είναι ανθυγιεινά
6. παροιμ. φρ. «ήλιος ήλιος και βροχή που παντρεύονται οι φτωχοί»
7. φρ. α) «μέ πιάνει ο ήλιος»
«μαυρίζω» από τις ακτίνες του ήλιου
β) «ήλιος με δόντια» — παγερή μέρα με λιακάδα
γ) «η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου» — η Ιαπωνία
δ) «μέχρι τέρματος ηλίου» — ώς τη συντέλεια του κόσμου
ε) αστρον. «ηλίου κύκλος» — περίοδος 28 ετών κατά την οποία οι ημέρες της εβδομάδας επανέρχονται με την ίδια τάξη στο ιουλιανό ημερολόγιο, ενώ στο γρηγοριανό η ίδια τάξη ημερών επανέρχεται κάθε 400 έτη
στ) «δεν έχω στον ήλιο μοίρα» — είμαι απροστάτευτος ή δεν έχω καθόλου χρήματα
ζ) «θα πάω εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί» — θα φύγω και θα πάω σε πολύ μακρινή χώρα
νεοελλ.-μσν.
«κάθεται ο ήλιος» ή «κλίνει ο ήλιος» — βασιλεύει ο ήλιος
μσν.
1. στον πληθ. οἱ ἥλιοι
αγάλματα ή μνημεία αφιερωμένα στον θεό Ήλιο
2. φρ. α) «δίδει ό ήλιος» — ανατέλλει ο ήλιος
β) «ανατολικά του ηλίου» — ανατολικά
γ) «ώρα πρὸς τὸν ήλιον» — απόγευμα
δ) «εἰς ἥλιον καὶ φεγγάριν» — μέρα νύχτα
αρχ.
1. το φως της ημέρας, η ημέρα («λέγ' ἡλίους, ἐν οἷσιν ἁγνεύει λεχώ» — λέγε τις ημέρες την τελευταία από τις οποίες κάνει τον καθαρμό της η λεχώ, Ευρ.)
2. το έτος
3. πληθ. α) οι ακτίνες του ήλιου
β) οι ηλιόλουστες ημέρες
4. φρ. «ἡλίου ἀστήρ» — ο πλανήτης Κρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σaFέλıoc. To F διατηρείται στον κρητικό τ. ἀβέλιος < ἁFέλıoς, με ψίλωση σε ορισμένες διαλέκτους, πρβλ. δωρ., αιολ., αρκ. ἀέλιος, ενώ στη γλώσσα τών επών ἠέλιος). Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sāwel-, η απαθής βαθμίδα της οποίας απαντά επίσης στο γοτθ. sauil «ήλιος», ενώ η μηδενισμένη της sūl- στα αρχ. ινδ. sura, surya «ήλιος» και το αρχ. ιρλ. sūil «μάτι». Το λατ. sōl «ήλιος» ανάγεται σε μεταπτωτική βαθμίδα swōl- της sāwel- με μηδενισμένη βαθμίδα ως προς το πρώτο φωνήεν και ετεροιωμένη-εκτεταμένη ως προς το δεύτερο. Το αρχικό ΙΕ θ. πρέπει να ήταν ετερόκλιτο ουδ. σε -l-/ -n-. Η ετεροκλισία του διαφαίνεται στην αβεστ. ονομ. hvarә και την gāthā- αβεστ. γεν. xveng «ηλίου» καθώς και στις γερμανικές γλώσσες, ορισμένες εκ τών οποίων έχουν παράλληλους τ. και από τα δύο θ. (πρβλ. γοτθ. sauil αλλά και sunno «ήλιος», αγγλοσαξ. sōl αλλά και sunne «ήλιος», από όπου τα σύγχρ. αγγλ. sun και γερμ. Sonne. Η σύνδεση, τέλος, με την ΙΕ ρίζα swel- «(σιγο)καίω» είναι εντελώς αμφίβολη.
ΠΑΡ. (η)λιάζομαι, (η)λιάζω, ηλιακός
αρχ.
Ηλιάδες, ηλιάς, ηλίτης, ηλιώδης, ηλιάω-ώ, ηλιόω-ώ/ούμαι, ηλιώτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ηλιανθές, ηλιαυγής, ηλιωπός
μσν.
ηλιωνυμία
νεοελλ.
ηλιανθέλαιο, ηλιάνθεμο, ηλιανθίνη, ηλίανθος, ηλιέλαιο (βλ. και λ. ηλιο-). (Β' συνθετικό) ανήλιος, ανθήλιος, αντήλιος, ευήλιος, παρήλιος, προσήλιος, υφήλιος
αρχ.
αυτοήλιος, δυσήλιος, μισήλιος, πανήλιος, πολυήλιος, φυξήλιος.