χλαῖνα
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
ης, ἡ,
A upper-garment, cloak, wrapper, worn loose over the χιτών, Hom. (v. infr.), Alc.Supp.9.3, Sapph.Supp.22.9, etc.: in Hom. worn only by men, ἀνεμοσκεπής, ἀλεξάνεμος, Il.16.224, Od. 14.529; πυκνὴ καὶ μεγάλη ib.520; οὔλη 4.50, al.; ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν διπλῆν ἐκταδίην Il.10.133; ἀπ' ὤμοιϊν χ. θέτο Od.21.118; βῆ δὲ θέειν, ἀπὸ δὲ χ. βάλε Il.2.183, cf. Od.14.500; given as a prize, Hdt.2.91; as ransom, Il.24.230; αἱ Πελληνικαὶ χ. ἃς καὶ ἆθλα ἐτίθεσαν ἐν τοῖς ἀγῶσι Str.8.7.5; also used as a blanket or covering in sleep, Od.4.299, 20.4; δέμνια καὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα 11.189; χλαῖναι καὶ ῥήγεα . . ἐνεύδειν 3.349; of husband and wife, μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης S.Tr.540, cf. E.Fr.603.4, Theoc.18.19, AP5.164 (Mel.), 168 (Ascl.): metaph., χθονὸς χλαῖνα, i. e. earth thrown over a body like a cloak or blanket, A.Ag.872: porv., ᾗ μήτε χ. μήτε σισύρα συμφέρει content neither with cloak nor rug, i.e. never satisfied, Ar.Ra.1459 (the σισύρα being coarser, cf. χλαῖναν μαλακήν, σισύραν Id.V.738 (anap.)); but also χ. δέ σοι λαβὼν παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν Theopomp.Com.10; χ. πωλεῖν, when spring comes, Ar.Av.715 (anap.), cf. χλαῖνα· χλανίς, ἢ ἱμάτιον χειμερινόν, Hsch.: prov., ἐν τῷ θέρει τὴν χ. κατατρίβων, of reckless improvidence, Metrod.Fr.55: τράγου χ. μελέα, of a goatskin cloak, E.Cyc.80 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1357] ion. χλαίνη, ein Oberkleid, ein Mantel, der über das Unterkleid, χιτών, geworfen wird, zum Schutze gegen Kälte u. Sturm, von Männern getragen; bei Hom., der sie deshalb ἀνεμοσκεπής u. ἀλεξάνεμος nennt, Il. 16, 224 Od. 14, 529; sie war von Wolle u. heißt deshalb οὔλη; oft purpurfarbig, φοινικόεσσα; ein doppelter Mantel, διπλῆ, Il. 10, 133; der einfache heißt ἁπλοΐς, 24, 230 Od. 24, 276; wurde über die Schultern geworfen, Od. 21, 118, u. mit einer Spange befestigt, Il. 10, 133. Man brauchte die χλαῖνα auch, um sich für den Schlaf damit zuzudecken, Od. 3, 359. 11, 189. 14, 500. 20, 4. 95; Theocr. 19, 19; als Kampfpreis ausgesetzt Il. 24, 230; Her. 2, 91; übh. Gewand, Aesch. Ag. 846; Soph. Trach. 537; σὺν τᾷδε τράγου χλαίνᾳ μελέᾳ Eur. Cycl. 80; öfters bei Ar. u. bei sp. D., einzeln auch in Prosa. – Vgl. χλανίς und χλαμύς. – Die Ableitung der alten Gramm. von χλιαίνω, wärmen, ist schwerlich richtig; Andere führen es auf χλάνος zurück; wahrscheinlich von λα'να, lana, mit λάχνος, λάσιος verwandt.
Greek (Liddell-Scott)
χλαῖνα: Ἰων. χλαίνη, ης, ἡ, μέγα τετράγωνον χειμερινὸν ἱμάτιον, ὅπερ ἐφόρουν χαλαρὸν καὶ εὐρὺ ὑπεράνω τοῦ χιτῶνος (πρβλ. οἰοχίτων), παρ’ Ὁμ. μόνον οἱ ἄνδρες πρὸς φύλαξιν κατὰ τῶν ἀτμοσφαιρικῶν μεταβολῶν, ὡς νῦν φοροῦσι τὴν «κάππαν» οἱ χωρικοί, ἀνεμοσκεπής, ἀλεξάνεμος Ἰλ. Π. 224, Ὀδ. Ξ. 529· πυκνὴ καὶ μεγάλη Ξ. 522· κατεσκευάζετο δὲ ἐξ ἐρίων, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπιθ. οὔλη, Δ. 50, κτλ.· ἐν Ἰλ. Κ. 133, ἡ χλαῖνα περιγράφεται ὡς φοινικόεσσα, διπλῆ, ἐκταδίη, - ἡ δὲ ἁπλῆ καλεῖται ἁπλοΐς, δώδεκα δ’ ἀπλοΐδας χλαίνας Ἰλ. Ω 230, Ὀδ. Ω 276· ἐφορεῖτο δὲ ἐπὶ τῶν ὤμων, ἦ καὶ ἀπὸ ὠμοιῖν χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν ὀρθὸς ἀνταΐξας Φ. 118· καὶ συνεκρατεῖτο διὰ περόνης, ἀμφὶ δ’ ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν Ἰλ. Κ. 133· - ὅτε ἦτο ἀνάγκη νὰ μεταβῇ τίς που ἐν σπουδῇ, ἀπέβαλλεν αὐτήν, ὦρτο δ’ ἔπειτα Θόας .. καρπαλίμως, ἀπὸ δὲ χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν Ὀδ. Ξ. 500, Φ. 118·- ἐχρησίμευε προσέτι καὶ ὡς κάλυμμα τοῦ ὕπνου, ὡς νῦν τὸ ἐφάπλωμα (ἰδὲ ἐν λ. δέμνιον), δμωῇσι κέλευσε δέμνι’ ὑπ’ αἰθούσῃ θέμεναι .. χλαίνας τ’ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἔσασθαι Ἰλ. Ω. 646, Ὀδ. Δ. 299, Λ. 189, Ξ. 500, Υ. 4. 95· χλαῖναν καὶ ῥήγεα .. ἐνεύδειν Γ. 349· ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς λέγεται, μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης Σοφ. Τραχ. 540, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 606, Θεόκρ. 18. 19, Ἀνθ. Παλατ. 5. 165, 169, καὶ ἰδὲ χλανίς·- παρὰ τῷ Αἰσχύλ. φέρεται χθονὸς χλαῖνα, δηλ. χῶμα ῥιπτόμενον ἐπὶ τοῦ σώματος ὡς ἔνδυμα αὐτοῦ, Ἀγ. 872, πρβλ. λάϊνος χιτών, καὶ γῆν ἐπιέννυσθαι. - Ἡ χλαῖνα εἶχεν ἀξίαν, ὅθεν ἐτάσσετο ὡς βραβεῖον κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Ω. 230, Ἡρόδ. 2. 91. - Καλεῖται ὡσαύτως φᾶρος παρ’ Ὁμ., καὶ παρὰ μεταγεν. ἱμάτιον, ἐν δὲ τῇ Λατινικῇ μεταφράζεται διὰ τοῦ pallium (ἰδὲ Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ.)· ἀλλ’ ἐνίοτε ἡ χλαῖνα διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἱματίου ὡς πυκνοτέρα θερμοτέρα («χλαῖνα· ἱμάτιον χειμερινόν» Ἡσύχ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 715, Θεόπομπ. κωμικ. ἐν «Εἰρήνῃ» 5)· ἦτο ὅμως λεπτοτέρα τῆς σισύρας, (πῶς οὖν τις ἂν σώσειε τοιαύτην πόλιν ᾗ μήτε χλ. μήτε σ. συμφέρει, δηλ. εἰς τὴν ὁποίαν μήτε χρηστὸς μήτε φαῦλος ἢ ὀχληρὸς πολίτης συμφέρει, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1459, πρβλ. Σφ. 738). - ὡσαύτως ὁ τρίβων ἦτο ἔνδυμα τραχύτερον καὶ φαυλότερον, ἡ δὲ χλαμὺς ἦτο ἱμάτιον βραχὺ καὶ στρατιωτικόν· καὶ ἡ κατωνάκη, ἐπανωφόριον ἐκ δορᾶς ζῴου (ὅπερ καλεῖ ὁ Εὐρ. ἐν Κύκλ. 80 τράγου χλαῖναν μελέαν). Ἡ μεγάλη ὁμοιότης μεταξὺ τοῦ χ-λαῖνα καὶ τοῦ Λατ. laena (ἰδὲ Πλουτ. Νουμ. 7) ὑποδεικνύει ὅτι ἡ λέξις σχετίζεται καὶ πρὸς τὸ λάχνη, εἰ καὶ ἀμφιβάλλει περὶ τούτου ὁ Κούρτ. ἀρ. 537· (πρβλ. χλανίς).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 vêtement de dessus, manteau de laine épais et chaud qu’on se jetait sur les épaules et qu’on assujettissait avec une agrafe;
2 couverture jetée sur le lit pendant le sommeil.
Étymologie: cf. λάχνη, lat. lana.
English (Autenrieth)
cloak, mantle, consisting of a piece of coarse, shaggy woollen cloth, worn double or single, διπλῆ, δίπλαξ, ἁπλοίς, and freq. of a purple color, Il. 22.493, Od. 14.460, 478, 480, 488, 500, 504, 516, 520, 529. It also served as a blanket in sleeping, Od. 20.4, , γ 3, Od. 4.50.
Greek Monolingual
η / χλαῑνα, -αίνης, ΝΜΑ, και χλαίνη Ν
είδος χειμερινού ενδύματος από χοντρό και μεγάλο τεμάχιο υφάσματος, το οποίο έριχναν στους ώμους, συγκρατώντας το με περόνη, για να προφυλάσσονται από τις καιρικές μεταβολές (α. «εδώ μ' αυτήν την χλαίναν μου όλος τετυλιγμένος», Βαλαωρ.
β. «χλαῑναν ἐμπαιγμοῡ τὸν κοσμήτορα πάντων ἐνδύεις», Ακολουθ. Μεγ. Σαββ.
γ. «ἀπ' ὤμοιιν χλαῑναν θέτο φοινικόεσσαν», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(στον τ. χλαίνη) ο στρατιωτικός επενδύτης, αλλ. μανδύας («...οι στρατιώτες τους φορούσαν μακριές σταχτοπράσινες χλαίνες»)
αρχ.
1. πανωφόρι από δέρμα ζώου («δοῡλος ἀλαίνων σὺν τ ᾷδε τράγου χλαίνᾳ μελέᾳ», Ευρ.)
2. σκέπασμα της κλίνης ή του στρώματος
3. (γενικά) κάλυμμα («χθονὸς τρίμοιρον χλαῑναν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., πιθ. δάνειο άγνωστης, όμως, προέλευσης, η οποία πρέπει να συνδεθεί οπωσδήποτε με τη λ. χλαν-ίς, σύνδεση η οποία οδηγεί σε ένα αρχικό θ. χλᾰν-, από όπου προήλθαν οι δύο τ. με διαφορετικά επιθήματα, -jă ο τ. χλαῖνα (< χλαν-jα) και -ίς, -ίδος ο τ. χλαν-ίς. Παρλλ., όμως, απαντούν και οι τ. χλαμύς και χλάνδιον, οι οποίοι, τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική άποψη, φαίνεται ότι ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Προκειμένου να ερμηνευθούν ικανοποιητικά όλοι αυτοί οι τ., έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η αρχική μορφή θ. ήταν χλαμ- (από όπου το χλαμ-ύς με επίθημα -ύς, -ύδος, πρβλ. ἐμ-ύς, πηλαμ-ύς), από την οποία προήλθε η μορφή χλαν- με τροπή του -μ- σε -ν-: χλαμ-jα > χλαν-jα > χλαῖνα και χλαμ-διον > χλάν-διον. Ειδικότερα, όμως, για τον τ. χλάνδιον υποστηρίζεται από ορισμένους μελετητές ότι έχει προέλθει από τον τ. χλανίδιον με συγκοπή του -ι- αρχικά στις πλάγιες πτώσεις: χλαν-ι-δίον, χλαν-ι-δίῳ. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι τ. χλαῖνα, χλανίς, χλαμύς, χλάνδιον απαρτίζουν μια οικογένεια λ., οι μεταξύ τους, όμως, σχέσεις και η προέλευση τους δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με απόλυτη ακρίβεια. Τέλος, στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει ο τ. χλαίνη για το επανωφόρι τών στρατιωτικών].
Greek Monotonic
χλαῖνα: Ιων. χλαίνη, -ης, ἡ, Λατ. laena, μεγάλο τετράγωνο ένδυμα που φοριόταν από πάνω, μανδύας, χιτώνας, σε Όμηρ.· ήταν φτιαγμένο από μαλλί και φοριόταν πάνω από τον χιτῶνα πέφτοντας πάνω στους ώμους, και ενωνόταν με μια καρφίτσα ή πόρπη (περόνη)· ονομαζόταν επίσης φᾶρος, σε Όμηρ., και στα μεταγεν. ελληνικά ἱμάτιον, Λατ. pallium. (αμφίβ. προέλ.).