σφίγγω

From LSJ
Revision as of 04:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφίγγω Medium diacritics: σφίγγω Low diacritics: σφίγγω Capitals: ΣΦΙΓΓΩ
Transliteration A: sphíngō Transliteration B: sphingō Transliteration C: sfiggo Beta Code: sfi/ggw

English (LSJ)

Emp.38.4, etc.: fut.

   A σφίγξω AP12.208 (Strat.): aor. ἔσφιγξα Alex.31, AP10.75 (Pall.), etc.:—Med., aor. ἐσφιγξάμην Hermesian.7.81, Nonn.D.15.247, al.:—Pass., aor. ἐσφίγχθην AP6.331 (Gaet.), (ἀπ-) Hp.Mochl.35: pf. ἔσφιγμαι D.H.7.72, Luc.Musc. Enc.3; inf. ἐσφίγχθαι Demetr.Eloc.244, Philostr.VA2.13: plpf. συνέσφικτο Procop.Gaz. p.168B.:—bind tight, bind fast:    I of the person or thing bound, ἄρασσε μᾶλλον, σφίγγε A.Pr.58; σφίγγετ', ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα Theoc.10.44; κεκρύφαλοι σ. τεὴν τρίχα; AP5.259 (Paul. Sil.); κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῦ τραχήλου Luc. Asin.24; σ. πύλας shut close, AP5.293.5 (Agath.); τόκους clutch, ib. 11.289 (Pall.); σ. τὴν φράσιν straiten, abridge, Plu.2.1011e, cf. Demetr.Eloc.244; πολλῷ χρόνῳ τὸν λόγον σφίγξαντες having severely restrained their utterance, Plu.2.6e:—Pass., ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι Theoc.7.17; σ. ὑπὸ τοῦ βρόχου D.S.12.17; σφιγχθεὶς χέρας APl.4.198 (Maec.); σ. δράκοντι AP6.331 (Gaet.); οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας πάνυ ἐσφιγμένοι Luc.Musc.Enc.3:—also Med. (in act. sense), Hermesian.7.81, Nonn.D.13.11, al.    2 of the thing used in binding, στραγγαλίδας ἐσφίγγετε you tied knots fast, i.e. raised all sorts of difficulties, Pherecr.21; σ. τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος Alex.31; σφίγξω σοῖς περὶ ποσσὶ πέδην AP5.178 (Mel.); σφίγγουσα τὰ πρὸς τοῖς γόνασι (sc. σπάργανα) Sor.1.84; νεβρίδα στέρνοισι Nonn.D.1.36; πέπλα . . ἑῷ καρήνῳ Musae.252; σφιγχθεὶς στέφανος AP12.135 (Asclep.).    II bind or hold together, αἰθὴρ σ. περὶ κύκλον ἅπαντα Emp.38.4; σ. πάντα Pl.Ti.58a; ὁ ὠκεανὸς σ. τὴν οἰκουμένην Arist.Mu.393b9, cf. Melinno ap.Stob.3.7.12, AP5.293.20 (Agath.).    2 tie up in a bundle, ἀργύριον LXX 4 Ki.12.10.    3 tighten up, τὴν ἐκ τῆς μαλακῆς τρίψεως ἀραιότητα σ. Gal.6.91; of astringents, ib.477; σύες . . τοῖς ἄρρεσιν ἐμφερῶς ἐσφιγμέναι sows with firm flesh like boars, Sor.1.30; ὑπὸ τῆς ἐμφύτου θερμασίας ἀναχαλᾶται τῶν ἐσφιγμένων ἕκαστον Id.2.10.    4 press together, πόδας . . κατὰ γαστέρος Batr.71; χεῖρας ib.88.

Greek (Liddell-Scott)

σφίγγω: μέλλ. σφίγξω Ἀνθόλ. Π. 12. 208· ἀόρ. ἔσφιγξα Ἄλεξ. ἐν «Ἀχαΐδι» 2, Ἀνθολ., κλπ. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσφιγξάμην Ἑρμησιάναξ. 81, Νόνν. ― Παθ., ἀόρ. ἐσφίγχθην Ἀνθολ. Π. 6. 331. (ἀπ-) Ἱππ. 860D· πρκμ. ἔσφιγμαι Διον. Ἁλ. 7. 72, Λουκ., ἀπαρέμ. ἐσφίγχθαι ἢ ἐσφίχθαι, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐντεῦθεν Σφίγξ, σφιγκτήρ, σφιγκτός, σφίγμα· ― ὁ Κούρτ. σχετίζει καὶ τὸ φιμὸς καὶ τὸ Λατ. fī-lum (fig-lum), fig-o πρὸς ταύτην τὴν ῥίζαν). Ὡς καὶ νῦν, δένω σφιγκτά, δυνατά, σφίγγω: 1) ἐπὶ τοῦ δενομένου προσώπου ἢ πράγματος, σφ. πόδας, χεῖρας Βατραχομυομ. 71, 88· ἄρασσε μᾶλλον, σφίγγε Αἰσχύλ. Πρ. 58· σφίγγετ’, ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα Θεόκρ. 10. 44· κεκρύφαλοι σφ. τὴν τρίχα Ἀνθ. Π. 5. 260· κρεμᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῦ τραχήλου Λουκ. Ὄν. 24· σφ. πύλας, κατακλείω, Ἀνθ. Π. 5. 294· σφ. τόκους, περισφίγγω, κρατῶ σφιγκτῶς, αὐτόθι 11. 289· σφ. τὴν φράσιν, περικόπτω, συντέμνω, Πλούτ. 2. 1014F, πρβλ. Δημήτρ. Φαλ. § 244· ἀλλά, σφ. λόγον, σταματῶ τὸν λόγον μου, δένεται ἡ γλῶσσά μου Πλούτ. 2. 6Ε. ― Παθ., ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι Θεόκρ. 7. 17 σ. ὑπὸ τοῦ βρόχου Διόδ. 12. 17· σφιγχθεὶς χέρας Ἀνθ. Πλαν. 198· σφ. δράκοντι ὁ αὐτ. Π. 6. 331· οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας πάνυ ἐσφιγμένοι Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 3· ― ὡσαύτω ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σφ. πλοκάμους, δένω τὴν κόμην μου, περιδένω, Χριστοδ. Ἔκφρ. 273· καὶ ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ἑρμησιάν. 81. Νόνν. 2) ἐπὶ τοῦ πράγματος ὅπερ χρησιμεύει ὡς δεσμός, στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε σφιγκτῶς κόμβους, δηλ. ἠγείρετε παντὸς εἴδους δυσκολίας, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος οὐ καλῶς ἔσφιγξας λυθεῖσαν Ἄλεξ ἐν «Ἀχαΐδι» 2· σφίγξω σοῖς περὶ ποσσὶ πέδην Ἀνθ. Π. 5. 179· νεβρίδα στέρνοισι Νόνν. Δ. 1. 36· πέπλον ἑῷ καρήνῳ Μουσαῖ 252· σφιγχθεὶς στέφανος Ἀνθ. Π. 12. 135. ΙΙ. περιδένω, περιέχω, περισφίγγω, κρατῶ ὁμοῦ, αἰθὴρ σφ. περὶ κύκλον ἅπαντα Ἐμπεδ. 236 σφ. πάντα Πλάτ. Τίμ. 58Α· ὁ ὠκεανὸς σφ. τὴν οἰκουμένην Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 11· πρβλ. Μελιννὼ παρὰ Στοβ. 87. 26, Ἀνθ. Π. 5. 294, 20.

French (Bailly abrégé)

f. σφίγξω, ao. ἔσφιγξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσφίγχθην, pf. ἔσφιγμαι;
étreindre ; étreindre qqn pour l’embrasser ; fig. resserrer, condenser : φράσιν PLUT son style ; λόγον PLUT sa parole.
Étymologie: R. Σφιγ, serrer ; cf. lat. figo.

Spanish

atar, encadenar

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.)
2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν οἰκουμένην», Αριστοτ.)
3. δένω δυνατά («σφίξε καλά τον σπάγγο»)
4. κάνω κάτι λιγότερο πλαδαρό, συμπυκνώνω, πήζω
νεοελλ.
1. πιέζω κάποιον ή κάτι επώδυνα, στενεύω («μέ σφίγγει η ζώνη μου»)
2. συνάπτω ή συναρμόζω κάτι στερεά ώστε να μην είναι χαλαρό («σφίξε καλά τη βρύση»)
3. συνωθούμαι, στρυμώχνομαι («σαν αγριεμένα νέφαλα, που σμίξουν και σφιχτούσι», Ερωτόκρ.)
4. ασκώ ψυχολογική πίεση σε κάποιον και τον αναγκάζω να υποχωρήσει («αν τον σφίξεις λίγο περισσότερο, θα σού τά ομολογήσει όλα»)
5. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση («τον έσφιξε η ανάγκη»)
6. χτυπώ κάποιον, ιδίως με κλεισμένη την παλάμη του χεριού («του έσφιξε μία και τον ζάλισε»)
7. (σχετικά με οινοπνευματώδη ποτά) πίνω («σφίξανε δύο κονιάκ για να ζεσταθούν»)
8. (αμτβ.) α) γίνομαι στερεότερος ή πυκνότερος (α. «έσφιξε η πόρτα» β. «έσφιξε το σιρόπι»)
β) παθαίνω δυσκοιλιότητα
γ) εντείνομαι, γίνομαι αφόρητος (α. «έσφιξαν τα κρύα» β. «έσφιξαν οι ζέστες»)
9. μέσ. σφίγγομαι
α) πιέζω το σώμα μου, όπως π.χ. με στηθόδεσμο, με κορσέ, με ζώνη
β) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, βάζω τα δυνατά μου («σφίξου λίγο και θα τά καταφέρεις»)
γ) (για άτομο που αποπατεί) τανιέμαι
10. φρ. α) «σφίγγω τα λουριά σε κάποιον» — περιορίζω κάποιον, θέτω κάποιον υπό αυστηρό έλεγχο
β) «σφίγγω το ζωνάρι μου»
i) μένω νηστικός, δεν χορταίνω
ii) κάνω αιματηρές οικονομίες
γ) «σφίγγεται η καρδιά μου» ή «σφίγγει η καρδιά μου» — κυριεύομαι από συναίσθημα οίκτου
δ) «σφίγγω την καρδιά μου» — καταπνίγω το συναίσθημα που μέ κυριεύει
ε) «σού σφίγγω το χέρι»
i) σέ χαιρετίζω με εγκάρδια χειραψία
ii) σέ συγχαίρω
μσν.-αρχ.
συνθλίβω, συμπιέζω
αρχ.
1. δένω μαζί σε έναν σάκο («καὶ ἔσφιγξαν καὶ ἠρίθμησαν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθεν ἐν οἴκῳ κυρίου», ΠΔ)
2. φρ. α) «σφίγγω στραγγαλίδας» — εγείρω κάθε είδους δυσκολίες (Φερεκρ.)
β) «σφίγγω τὴν φράσιν» — περικόπτω τον λόγο (Πλούτ.)
γ) «σφίγγω τον λόγον» — τηρώ αναγκαστική σιγή (Πλούτ.)
δ) «σφίγγω πύλας» — κλείνω τις πύλες (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., με έρρινο σύμφωνο, άγνωστης ετυμολ. Οι τ. του ρ. και τα παράγωγα χωρίς έρρινο σύμφωνο (πρβλ. ἔσφιγμαι, σφίγμα, ἀπό-σφιξις) είναι δευτερογενείς. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι το ρ. συνδέεται με τα σπιδής «εκτεταμένος», σπίδιος, σπιθαμή (βλ. λ. σπίδιος)].

Greek Monotonic

σφίγγω: μέλ. σφίγξω, αόρ. ἔσφιγξα, παρακ. ἔσφιγμαι· δένω σφιχτά, δένω με δύναμη, συγκρατώ, συνάπτω, σε Αισχύλ., Θεόκρ. — Παθ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

σφίγγω: (fut. σφίγξω, aor. ἔσφιγξα; pass.: aor. ἐσφίγχθην, pf. ἔσφιγμαι)
1) сжимать, (в отчаянии) ломать (χεῖρας Batr.);
2) сдавливать, зажимать (τι ἐν δακτύλοισι Anth.);
3) стягивать, прижимать (τὴν τρίχα Anth.; ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι Theocr.);
4) перевязывать (τὰ δράγματα Theocr.);
5) душить, удавливать (ἑαυτὸν ἐκ τοῦ τραχήλου Anth.);
6) делать сжатым, сокращать (τὴν φράσιν Plut.);
7) задерживать (τὸν λόγον Plut.);
8) запирать (πύλας Anth.);
9) обматывать, накладывать (πέδην περὶ ποσσί τινι Anth.);
10) охватывать, замыкать, окружать, опоясывать (πάντα Plat.): ὁ Ὠκεανὸς σφίγγει τὴν οἰκουμένην Arst. Океан окружает землю.