κέντρον

From LSJ
Revision as of 20:36, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέντρον Medium diacritics: κέντρον Low diacritics: κέντρον Capitals: ΚΕΝΤΡΟΝ
Transliteration A: kéntron Transliteration B: kentron Transliteration C: kentron Beta Code: ke/ntron

English (LSJ)

τό, (κεντέω)

   A any sharp point:    1 horse-goad, [ἵπποι] ἄνευ κέντροιο θέοντες Il.23.387, cf. 430, Ar.Nu.1297, X.Cyr.7.1.29, etc.; διπλοῖς κέντροισι S.OT809; ὄνειδος ἔτυψεν δίκαν διφρηλάτου μεσολαβεῖ κ. A.Eu.157 (lyr.): post-Hom., ox-goad (Hom. βουπλήξ), used as an instrument of torture, Hdt.3.130; κέντροις καὶ μάστιξιν Pl.Lg.777a: prov., πρὸς κέντρα λακτίζειν kick against the pricks, kick against the goads, kick against the goad, offer vain and perilous or ruinous resistance, offer vain and ruinous resistance (v. λακτίζω 2); δεῖ . . κέντρου πολλάκις, οὕτω δὲ καὶ χαλινοῦ Longin.2.2; as a symbol of sovereignty, λαβὼν . . χερσὶν κέντρα κηδεύει πόλιν S.Fr.683.    b metaph., goad, spur, incentive, Pi.Fr.124.4, A.Pr.691 (lyr.); ποῦ γὰρ τοσοῦτο κ. ὡς μητροκτονεῖν; Id.Eu.427; κέντροις ἔρωτος E.Hipp.39, cf.1303; πόθου κ. Pl.R.573a; κέντρα καὶ ὠδῖνες Id.Phdr.251e; κ. ἐγερτικὸν θυμοῦ Plu.Lyc.21; κέντρα πτολέμοιο, of the Argives, Orac. ap. Sch.Theoc.14.48; κ. ἐμοῦ desire for me, S.Ph.1039.    2 metaph., in pl., tortures, pangs, Id.Tr.840 (lyr.): sg., τὸ κ. τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία 1 Ep.Cor.15.56.    3 point of a spear, Plb.6.22.4: pl., of the περόναι with which Oedipus pierced his eyes, S.OT1318.    4 peg of a top, Pl.R. 436d.    5 of animals,    a sting of bees and wasps, Ar.V.225, 407 (lyr.), al.; of scorpions, Arist.PA683a12 (so of the constellation Scorpio, Arat.505): hence, metaph., of malicious persons, ἐς τοὺς ἔχοντας κέντρ' ἀφιᾶσιν E.Supp.242; πορεύεται, ὥσπερ σκορπίος, ἠρκὼς τὸ κ. D.25.52; of Pericles as an orator, τὸ κ. ἐγκατέλειπε τοῖς ἀκροωμένοις Eup.94.7; of Socrates, ὥσπερ μέλιττα τὸ κ. ἐγκαταλιπών Pl.Phd.91c; οἷον ὀφθαλμῷ κ. ἐνθεῖσα Philostr.Im.2.1; βλέμματος κ. Onomarch. ap. Philostr.VS2.18.    b spur of a cock, Gp.14.7.17.    c quill of the porcupine, Ael.NA12.26.    d = πόσθη, Sotad.1.    6 stationary point of a pair of compasses, Vitr.3.1.3: generally, centre of a circle, Pl. Ti.54e, Arist.APr.41b15, al.; ἡ ἐκ τοῦ κ. (sc. εὐθεῖα) radius, Euc.Opt. 34; ὥσπερ κύκλον κέντρῳ περιέγραψαν τὴν πόλιν Plu.Rom.11; τὸ κ. τᾶς σφαίρας Ti.Locr.100e; τὸ κ. τῆς γῆς Ptol.Tetr.52; κ. βάρεος centre of gravity, Archim.Aequil.1Def.4: metaph., κ. καὶ διαστήματι περιγράφειν circumscribe, Plu.2.513c, 524f.    7 pin, rivet, Paus.10.16.1; spur, tip, for fixing a machine in the ground, Apollod Poliorc. 144.1.    8 ῥακτηρίοις κέντροισιν, of oars, S.Fr.802.    9 Astron., cardinal point on the ecliptic, Ptol.Tetr.74, S.E.M.5.12, Vett.Val.50.18, etc.    10 hard knot in stone, Thphr.HP5.2.3; flaw in crystals, Plin.HN37.28.

German (Pape)

[Seite 1418] τό (κεντέω), 1) ales Stechende, bes. – a) der Stachel, mit welchem die Pferde u. andere Zug- oder Lastthiere angetrieben wurden; ἄνευ κέντροιο θέοντες ἵπποι Il. 23, 387, vgl. 430; ἡνιοχικά Plat. Phaedr. 254 e; κέντροις καὶ μάστιξιν Legg. VI, 777 a; οὐδὲν φειδόμενος τῶν ἵππων, ἀλλ' ἐξαιματῶν τῷ κέντρῳ, mit dem Sporn, Xen. Cyr. 7, 1, 15; κέντρα διωξικέλευθα Philodem. 27 (VI, 246);für Rinder, = βουπλήξ, Plut. Mar. 27; πρὸς κέντρα λακτίζειν, gegen den Stachel löken, Pind. P. 2, 94; Eur. Bacch. 294; vgl. οὔκουν πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῖς Aesch. Prom. 323. – b) eine Stachelknute, als Züchtigungs- oder Marterwerkzeug, Her. 3, 130; vgl. Schol. Ar. Nubb. 449. – c) der Sporn der Hähne, Geop. – d) der Stachel des Stachelschweins, Ael. N. A. 12, 26; der Skorpionen, der Wespen, Bienen u. dergl., Arist. part. anim. 4, 5; übertr., τὰ κέντρα ἐγκατέλιπε τοῖς ἀκροωμένοις Eupol. bei Schol. Ar. Ach. 529; ὥςπερ μέλιττα τὸ κέντρον ἐγκαταλιπών Plat. Phaed. 91 c. – e) die Spitze an der Lanze, Pol. 6, 22, 4. – f) oft übertr., Stachel, Sporn zu Etwas, Reiz, Antrieb, auch Stachel, Spitze der Rede; δείματ' ἀμφήκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν Aesch. Prom. 694, vgl. Eum. 152. 405; εἰ μή τι κέντρον θεῖον ἦγ' ὑμᾶς ἐμοῦ, Verlangen nach mir, Soph. Phil. 1028; vom Schmerz, Tr. 836; ἐκπεπληγμένη κέντρονς ἔρωτος Eur. Hipp. 39, vgl. 1303; κέντρων καὶ ὠδίνων ἔληξεν Plat. Phaedr. 251 e; τὰ μέλη κέντρον ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ Plut. Lyc. 21. – 2) der Mittelpunkt, in den man mit dem einen Zirkelfuß hineinsticht, wenn man einen Kreis beschreiben will, das Centrum; Plat. Rep. IV, 436 d; Mathem.; κύκλον κέντρῳ περιγράφειν Plut. Rom. 11. – Daher auch im Holz oder Stein eine harte Stelle, ein harter Kern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κέντρον: τό, (κεντέω) ὀξὺ ἄκρον, ὀξεῖα αἰχμή· 1) κεντρί, κέντρον διὰ τοὺς ἵππους, Λατ. stimulus, ἵπποι ἄνευ κέντροιο θέοντες Ἰλ. Ψ. 387, πρβλ. 430, Σοφ. Ο. Τ. 809, Ἀριστοφ. Νεφ. 1297, Ξεν. Κύρ. 7, 1, 29, κτλ.˙ κέντρῳ μεσολαβεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 157˙ κ. διπλᾶ Σοφ. Ο. Τ. 809˙- παρ’ Ἀττ. συχνάκις = τῷ Ὁμηρικῷ βουπλήξ, βούκεντρον, «φκέντρι», κέντροις καὶ μάστιξιν Πλάτ. Νόμ. 777 Α, κτλ.˙- παροιμ., πρὸς κέντρα λακτίζειν (ἴδε λακτίζω 2)˙ δεῖ… κέντρου πολλάκις, οὕτω δὲ καὶ χαλινοῦ Λογγῖν. 2. 2, πρβλ. Κικ. ad M. Brutum Epist. 56˙ ἐν χρήσει ὡς σύμβολον τυραννίδος, λαβὼν… χερσὶ κέντρα κηδεύει πόλιν Σοφ. Ἀποσπ. 606. β) μεταφορ., παρακίνησις, παρόρμησις, Πινδ. Ἀποσπ. 89, Αἰσχύλ. Πρ. 693, 598, πρβλ. Εὐμ. 427˙ κέντροις ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 39, πρβλ. 1303˙ πόθου κ. Πλάτ. Πολ. 573 Α, πρβλ. Φαῖδρ. 251 Ε˙ κ. ἐγερτικὸν θυμοῦ Πλουτ. Λυκοῦργ. 21˙ κέντρα πτολέμοιο, ἐπὶ τῶν Ἀργείων, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 14. 48˙ ἀλλά, κ. ἐμοῦ, ἐπιθυμία δι’ ἐμέ, Σοφ. Φιλ. 1039. 2) κολαστήριον ὄργανον, Ἡρόδ. 3. 130˙- μεταφορ., ἐν τῷ πληθ., βάσανοι, ὀδύναι, Σοφ. Τρ. 839˙ τὰ ἐν Ο. Τ. 1318 κέντρα ἀναφέρονται εἰς τὰς περόνας, δι’ ὧν ὁ Οἰδίπους ἐτύφλωσεν ἑαυτόν. 3) ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος, Πολύβ. 6. 22, 4. 4) ἡ κορυφὴ ἢ τὸ κέντρον στροβίλου, ῥόμβου, κοιν. «σβούρου», Πλάτ. Πολ. 436D. 5) ἐπὶ ζῴων, α) τὸ κέντρον τῶν μελισσῶν καὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 225, 406, κ. ἀλλ.˙ τῶν σκορπίων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 58˙- ἐντεῦθεν, μεταφορ., ἐπὶ κακῶν ἀνθρώπων, ἐς τοὺς ἔχοντας κέντρ’ ἀφιᾱσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 242˙ πορεύεται, ὥσπερ σκορπίος, ἠρκὼς τὸ κ. Δημ. 786. 4˙ ὡσαύτως, ἐπὶ τῆς ἐντυπώσεως, τῆς καταλειπομένης εἰς τοὺς ἀκροωμένους ἐκ τῶν λόγων τοῦ Περικλέους, κέντρον ἐγκατέλειπε τοῖς ἀκροωμένοις Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 6˙ οὕτως ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, ὥσπερ μέλιττα τὸ κ. ἐγκαταλιπὼν Πλάτ. Φαίδων 91C. β) τὸ πλῆκτρον ἀλεκτρυόνος, Γεωπ. 14. 7, 17. γ) ἄκανθα τοῦ τοξότου, θαλασσίου τινὸς ζῴου ἔχοντος ὁμοιότητα πρὸς τὸν ἐχῖνον, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26. δ) = πόσθη, Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 2. 11 Α. 6) τὸ μὴ περιστρεφόμενον σκέλος τοῦ διαβήτου, Πλάτ. Πολ. 436D, Βιτρούβ. 3. 1˙ καθόλου, τὸ κέντρον κύκλου, Πλάτ. Τίμ. 54 Ε, 55Β, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 24, 2, κ. ἀλλ.˙ κύκλον κέντρῳ περιγράφειν, γράφω κύκλον, Πλουτ. Ρωμ. 11˙ τὸ κ. τᾱς σφαίρας Τίμ. Λοκρ. 100 Ε˙- μεταφορ., κ. καὶ διαστήματι περιγράφειν Πλούτ. 2. 513C, 524F. 7) ἧλοςγόμφος, Παυσ. 10. 16, 1. ΙΙ. σκληρόν τι ἔκφυμα ἐντὸς λίθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2, 3, Πλίν. 37. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. aiguillon ; fig. stimulant, excitant ; aiguillon (de la douleur, du désir);
II. aiguillon d’un animal, dard (d’un scorpion, d’une abeille, etc.) ; fig. κέντρον ἐγκαταλείπειν PLAT laisser l’aiguillon dans l’esprit en parl. de l’impression produite par un orateur éloquent;
III. p. anal.
1 fouet garni de clous;
2 piquants du porc-épic;
IV. point central d’une circonférence : κύκλον κέντρῳ περιγράφειν PLUT tracer un cercle autour d’un point central ; κέντρῳ καὶ διαστήματι περιγράφειν PLUT limiter par une circonférence, circonscrire.
Étymologie: DELG κεντέω.

English (Autenrieth)

(κεντέω): goad. (Il.)

English (Slater)

κέντρον
   1 goad, spur ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.94) ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς (P. 4.236) met., ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον sc. the skolion fr. 124. 4. κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.

English (Strong)

from kenteo (to prick); a point ("centre"), i.e. a sting (figuratively, poison) or goad (figuratively, divine impulse): prick, sting.

English (Thayer)

κέντρου, τό (κεντέω to prick);
1. a sting, as that of bees (Sept.) attributes to death, personified, a κέντρον, i. e. a deadly weapon, and that κέντρον is said to be ἡ ἁμαρτία (56), because sin is death's cause and punishment (?) (an iron goad, for urging on oxen, horses and other beasts of burden; hence, the proverb πρός κέντρα λακτίζειν, to kick against the goad, i. e. to offer vain and perilous or ruinous resistance: Pindar Pythagoras 2,173; Aeschylus (Ag. 1624, cf.) Prom. 323; Euripides, Bacch. 795; Terent. Phorm. 1,2, 28; Ammian. 18,5.

Greek Monotonic

κέντρον: τό (κεντέω), κάθε αιχμηρό σημείο· 1. α) το κέντρο των αλόγων, Λατ. stimulus, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, βούκεντρο, σε Πλάτ.· παροιμ., πρὸς κέντρα λακτίζειν, βλ. λακτίζω. β) μεταφ., παρακίνηση, παρόρμηση, έναυσμα, ερέθισμα, κίνητρο, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. όργανο βασανισμού, σε Ηρόδ.· μεταφ. στον πληθ., βασανιστήρια, σουβλιές, οξείς πόνοι, σε Σοφ.
3. κεντρί μελισσών και σφηκών, σε Αριστοφ.· λέγεται για σκορπιό, σε Δημ.· μεταφ., λέγεται για την εντύπωση που έκανε ο Σωκράτης, ὥσπερ μέλιττα τὸ κ. ἐγκαταλιπών, σε Πλάτ.
4. περιστρεφόμενο σκέλος διαβήτη, κέντρο κύκλου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κέντρον: τό
1) кентр, стрекало (κέντρῳ ἐπισπέρχειν Hom.; κέντρα ἡνιοχικὰ καὶ μάστιξ Plat.): πρὸς κέντρα λακτίζειν погов. Pind., Soph. etc. лягать стрекала, т. е. идти против рожна;
2) колющее орудие, игла, скорпион (орудие пытки) Her.;
3) pl. уколы, мучения (κέντρα καὶ ὀδύναι Plat.);
4) жало (sc. μελίττης Plat.; ἐντόμων Arst.; sc. τοῦ σκορπίου NT; τῷ κέντρῳ κεντεῖν Arph.): εἴς τινα κέντρα ἀφιέναι κακά Eur. злобно бранить кого-л.;
5) кончик, острие (τοῦ στροβίλου Plat.);
6) membrum virile Sotades ap. Plut.;
7) срединная точка, средоточие, центр (ἐκ τοῦ κέντρου ἀγόμεναι γραμμαί Arst.): κύκλον κέντρῳ περι γράφειν Plut. описать окружность из центра;
8) побудительное начало, побуждение, желание, страсть: κ. ἐμοῦ Soph. желание увидеться со мной; τῆς ἐχθίστης θεῶν δηχθεῖσα κέντροις Eur. (Федра), уязвленная побуждениями самой ненавистной из богинь, т. е. соблазненная Афродитой; ἐκπεπληγμένη κέντροις ἔρωτος Eur. терзаемая любовными страстями; κ. ἐγερτικὸν θυμοῦ Plut. волнующее душу начало, возбуждающая сила.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέντρον -ου, τό [κεντέω] gepunt voorwerp prikkel, prikstok, zweep (voor paarden); spreekw.:; πρὸς κέντρα λακτίζειν tegen de prikkel trappen (= weerbarstig zijn) Eur. Ba. 795; overdr. aandrang, prikkel:. κέντροις ἔρωτος door liefdesprikkels Eur. Hipp. 39; τρέφειν πόθου κέντρον de prikkel van het verlangen voeden Plat. Resp. 573a. prikkel, gesel, als martelwerktuig:. μάστιγάς τε καὶ κέντρα παραφέρειν ἐς τὸ μέσον de zwepen en prikkels te voorschijn te halen Hdt. 3.130.2. speld:. κέντρων τε τῶνδ ’ οἴστρημα het prikken van deze spelden Soph. OT 1318. angel (van insect); overdr.: ἐς τούς τ ’ ἔχοντας κέντρ ’ ἀφιᾶσιν κακά en op de rijken richten zij (de armen) hun kwaadaardige pijlen Eur. Suppl. 242. geom. waar de punt van de passer staat middelpunt (van een cirkel).

Frisk Etymological English

Meaning: sting (stab) etc.
See also: s. κεντέω.