ἤδη

From LSJ
Revision as of 23:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤδη Medium diacritics: ἤδη Low diacritics: ήδη Capitals: ΗΔΗ
Transliteration A: ḗdē Transliteration B: ēdē Transliteration C: idi Beta Code: h)/dh

English (LSJ)

Adv.:    1 already, by this time, νὺξ ἤ. τελέθει 'tis already night, Il.7.282; ἤ. Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται ib.402: with numerals, ἤ. γὰρ τρίτον ἔτος Od.2.89; τρίτην ἤ. ἡμέραν Pl.Prt. 309d; ἔτος τόδ' ἤ. δέκατον S.Ph.312; ἦν δ' ἦμαρ ἤ. δεύτερον ib.354; τελοῦντες ἕκτον ἕβδομόν τ' ἤ. δρόμον Id.El.726; ἤ. γὰρ πολὺς ἐκτέταται χρόνος Id.Aj.1402.    2 forthwith, immediately, φρονέω δὲ διακρινθήμεναι ἤ. Ἁργείους καὶ Τρῶας Il.3.98; λέξον νῦν με τάχιστα, ὄφρα καὶ ἤδη . . ταρπώμεθα κοιμηθέντες Il.24.635, cf. Od.4.294; ἤ. νῦν . . μεγάλ' εὔχεο Il.16.844; στείχοις ἂν ἤ. S.Tr.624; ἤδη . . στέλλεσθε; Id.Ph.466; μετὰ τοῦτ' ἤ. Ar.Th.655; ἤ. ποτέ now at length, Mitteis Chr.87.8 (ii A.D.); on the verso of a letter, urgent, immediate, PCair. Zen.154 (iii B.C.); ἤ. ἤ. ταχὺ ταχύ PMag.Osl.1.319.    3 opp. to the future or past, actually, now, οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ ἤ. Od.20.90; τοῖς μὲν γὰρ ἤ., τοῖς δ' ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ S.OC614; οἱ μὲν τάχ', οἱ δ' ἐσαῦθις, οἱ δ' ἤ. E.Supp.551; οὐ τάχ', ἀλλ' ἤ. Ar.Ra.527; ἡ ἤ. χάρις present favour, D.23.134; τὸ ἤ. κολάζειν X.An.7.7.24.    4 of logical proximity, ἤ. γὰρ ἂν προστίθεσθαι Pl.Tht.201e; τὰ ἐκ τούτων ἤ. συγκείμενα ib.202b; πᾶς ἤ. ἂν εὕροι Id.R.398c; ἃν σὺ ὁμολογήσῃς, ταῦτ' ἤ. ἐστὶν αὐτὰ τἀληθῆ Id.Grg.486e; τοῦτο τοὔπος δεινὸν ἤ. Ar.Ach.315; τὰ πάντα τὰ πράγματα διαφθείραντα ταῦτ' ἐστὶν ἤ. D.19.19.    b καὶ ἤ. and further, as well, ἐμέ τε καὶ σὲ καὶ τἆλλ' ἤ. Pl.Tht.159b, cf. S.E.P.1.53,219, etc.    c for instance, Aen. Tact.4.1, 10.25.    d only then, then and not before, τότ' ἤδη A.Pr.911, Isoc. 12.25, Ep.6.9; ἐνταῦθ' ἤ. Aeschin.3.140; κακοπαθοῦντες ἤ. τῶν λόγων ἅπτονται Th.1.78.    5 with Sup., ὦ πάντων ἀνδρῶν ἤ. μάλιστα . . κτησάμενε up to this time, Hdt.8.106; μέγιστος ἤ. διάπλους Th.6.31: with Comp., ἤδη . . λόγου μέζων Hdt.2.148.    II joined with other words of time, ἤ. νῦν now already, Il.1.456, A.Ag.1578; νῦν ἤ. Od.23.54, S.Ant.801 (anap.); ἤ. ποτέ Il.1.260, S.Aj.1142, Ar.Nu.346; ποτ' ἤ. A.Eu.50; ἤ. πώποτε Eup.214, Pl.R.493d; πάλαι ἤ. S.OC510 (lyr.); ἤ. τότε even then, Pl.R.417b; ἐπεὶ ἤ. Od.4.260; εἰ ἤ. Il.22.52; τὸ τηνίκ' ἤ. S.OC440; τὸ λοιπὸν ἤ. Id.Ph.454; ἄλλοτε ἤ. πολλάκις Pl.R.507a; ἤ. γε even now, D.19.52.    III of place, ἀπὸ ταύτης ἤ. Αἴγυπτος after this Egypt begins, Hdt.3.5, cf. 2.15,4.99, E.Hipp.1200; Φωκεῦσιν ἤ. ὅμορος ἡ Βοιωτία ἐστίν Th.3.95. (In general, cf. Arist.Ph.222b7.)
ἤδη, ἤδης, ἤδησθα,

   A v. Εἴδω. ἥδιστος, ἡδίων, Sup. and Comp. of ἡδύς.

German (Pape)

[Seite 1152] att. plusqpf. zu οἶδα. S. ειαω. schon, bereits, Hom. u. Folgde; τῷ δ' ἡδη δύο μὲν γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων ἐφθίατο Il. 2, 250; ἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς χωρεῖ Aesch. Spt. 59; a. Tragg., wie in Prosa mit allen tempp. vrbdn; so c. inf., Soph. O. R. 1138. 1511; perf., ἐκ δὲ αἷμά μου πέπωκεν ἤδη Trach. 1045; Ai. 1381; c. fut., gleich jetzt, Od. 1, 303; ἤδη ὀλοῦμαι Soph. Phil. 1090; auch πατρὸς δ' ἀρὰ Κρόνου τότ' ἤδη παντελῶς κρανθήσεται, Aesch. Prom. 913; Ar. Th. 673; Xen. Cyr. 8, 3, 1; Dem. 6, 28 u. A.; – oft ἤδη νῦν, schon jetzt, ἤδη τότε, schon damals; ἤδη πώποτέ του ἤκουσας; hast du schon jemals gehört? Plat. Rep. VI, 493 d (Soph. ἤδη ποτ' εἶδον ἄνδρ' ἐγὼ γλώσσῃ θρασύν, ich sah schon einmal, Ai. 1121, wie Il. 1, 260; auch πάλαι ἤδη, Soph. O. C. 511 Phil. 1201; ἄλλοτε ἤδη πολλάκις εἰρημένα, schon oft gesagt, ib. 507 a (vgl. Soph. El. 62 Eur. Med. 1031); neben πᾶς, wie οὐ πᾶς ἤδη ἂν εὕροι III, 398 c; Soph. 229 d. Bei Zahlwörtern, ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον, schon das zehnte Jahr, Soph. Phil. 312, vgl. 354 Tr. 44 El. 716; δὶς ἤδη, Isocr. 8, 123 u. A. – Bei Xen. Cyr. 8, 8, 4 entsprechen sich οὐ μόνον – ἀλλ' ἤδη. – Bes. bei Imperativen, nun, je tzt, ἤδη τοίνυν καὶ σὺ κοινώνει τοῦ λόγου Plat. Crat. 434 b; ἤδη σὺ μαρτύρησον Aesch. Eum. 579; ἀπὸ νῦν με λείπετ' ἤδη Soph. Phil. 1162; ἄπιθι ἤδη Xen. Cyr. 6, 4, 10, womit zu vergleichen κλύοις ἂν ἤδη, Soph. El. 637 Tr. 624; – τὸ λοιπὸν ἤδη, in Zukunft nun, 81. 167. 917; mit einem eigenthümilchen Ggstze, τοῖς μὲν γὰρ ἤδη, τοῖς δ' ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ τὰ τερπνὰ πικρὰ γίγνεται O. C. 620; vgl. Eur. εὐτυχοῦσι δὲ οἱ μὲν τάχ', οἱ δ' ἐσαῦθις, οἱ δ' ἤδη βροτῶν, Suppl. 651; Ar. οὐ τάχ' ἀλλ' ἤδη, sogleich, jetzt, ποιῶ, Ran. 527; Xen. Cyr. 4, 1, 4; αἱ ἤδη κολάσεις stehen den Drohungen entgegen, auf der Stelle vollzogene Züchtigungen, An. 7, 7, 24; vgl. τὴν ἤδη χάριν τοῦ μετὰ ταῦτα χρόνου παντὸς περὶ πλείονος ἡγεῖσθαι, die gegenwärtigen, Dem. 23, 134. – Beim superlat., wie δή, ὡς τάχιστ' ἤδη Ar. Th. 662; vgl. Thuc. 6, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἤδη: ἐπίρρ. ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ νῦν, οἵαν τὸ Λατ. jam πρὸς τὸ nunc· - τὸ μὲν νῦν, nunc, ἀναφέρεται εἰς τὴν παροῦσαν στιγμήν· τὸ δὲ ἤδη, jam, ἢ εἰς τὸ ἀμέσως παρελθόν, ἕως τώρα, πλέον, τώρα πλέον, πρὸ τούτου, πρότερον, ἢ εἰς τὸ ἀμέσως μέλλον, τώρα, ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, παρευθὺς (ἴδε Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 5)· - ἀπό τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς κοινότατον, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας: 1) ἐπὶ τοῦ ἀμέσως παρελθόντος, νὺξ ἤδη τελέθει, εἶναι πλέον νύξ, Ἰλ. Η. 282, 293· συχνάκις μετ’ ἀριθμ., ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος Ὀδ. Β. 89· ἔτος τόδ’ ἤδη δέκατον Σοφ. Φ. 312· ἦν δ’ ἦμαρ ἤδη δεύτερον αὐτόθι 354· τελοῦντες ἕκτον ἕβδομόν τ’ ἤδη δρόμον ὁ αὐτ. Ἠλ. 726· ἤδη γὰρ πολὺς ἐκτέταται χρόνος ὁ αὐτ. Αἴ. 1402· σχεδὸν γάρ τι ἤδη Θουκ. 7, 33· τρίτην ἤδη ἡμέραν Πλάτ. Πρωτ. 309D. β) ἐνίοτε ἐπὶ τοπικῆς σχέσεως, ἀπὸ ταύτης ἤδη Αἴγυπτος, ἀμέσως μετὰ τοῦτο εἶνε Αἴγ. Ἡρόδ. 3. 5, πρβλ. 2. 15., 4. 99, Εὐρ. Ἱππ. 1200· Φωκεῦσιν ἤδη ὅμορος ἡ Βοιωτία ἐστὶν Θουκ. 3. 95. 2) ἐπὶ τοῦ μέλλοντος, φρονέω δὲ διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας Ἰλ. Γ. 98, πρβλ. Η. 402, Πλάτ. Γοργ. 486Ε· λέξον νῦν με τάχιστα, ὄφρα κεν ἤδη... ταρπώμεθα Ἰλ. Ω. 635, πρβλ. Ὀδ. Δ. 294· ἤδη νῦν... μεγάλ’ εὔχεο Ἰλ. Π. 844· στείχοις ἂν ἤδη Σοφ. Τρ. 624· ἤδη... στέλλεσθε; ὁ αὐτ. Φ. 466· μετὰ τοῦτ’ ἤδη Ἀριστοφ. Θεσμ. 655. 3) ἐνίοτε κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ μέλλον ἢ τὸ παρελθόν, εὐθύς, τώρα, ἀμέσως, τοῖς μὲν γὰρ ἤδη, τοῖς δ’ ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ Σοφ. Ο. Κ. 614· οἱ μὲν τάχ’, οἱ δ’ ἐσαῦθις, οἱ δ’ ἤδη Εὐρ. Ἱκέτ. 551· οὐ τάχ’, ἀλλ’ ἤδη Ἀριστοφ. Βάτρ. 527· - οὕτω τιθέμενον μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ πτωτικοῦ δηλοῖ τὴν παρουσίαν πράγματός τινος, ἡ ἤδη χάρις, ἡ παροῦσα εὔνοια, Δημ. 664. 23· τὸ ἤδη κολάζειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 24. 4) ἐν συλλογισμοῖς, ἤδη γὰρ ἂν προστίθεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 201Ε· τὰ ἐκ τούτων ἤδη συγκείμενα αὐτόθι 202Β· ἐμέ τε καὶ σὲ καὶ τἆλλ’ ἤδη αὐτόθι 159Β· πᾶς ἤδη ἂν εὕροι ὁ αὐτ. Πολιτ. 398C, κτλ. 5) μετὰ τοῦ ὑπερθ., ὦ πάντων ἀνδρῶν ἤδη μάλιστα … κτησάμενε, ἔως τώρα, μέχρι τοῦ νῦν, Ἡρόδ. 8. 106· μέγιστος ἤδη διάπλους Θουκ. 6. 31· οὕτω μετὰ συγκρ., ἤδη … λόγου μέζων Ἡρόδ. 2. 148. ΙΙ. συχνάκις συνάπτεται μετ’ ἄλλων χρονικῶν μορίων, ἤδη νῦν, τώρα δά, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1578· ἢ νῦν ἤδη Σοφ. Ἀντ. 801· ἤδη ποτὲ Ἰλ. Α. 260· πότ’ ἤδη Αἰσχύλ. Εὐμ. 50, Σοφ. Αἴ. 1142· ἤδη ποτὲ Ἀριστοφ. Νεφ. 346· πώποτε Εὔπολ. Πόλ. 9, Πλάτ. Πολ. 493D· - ἤδη πάλαι Σοφ. Ο. Κ. 510· - ἤδη τότε, Λατ. jam tam, tum demum, Πλάτ. Πολ. 417Β· τότ’ ἤδη Αἰσχύλ. Πρ. 911· - ἐπεὶ ἤδη, Λατ. quum jam, Ὀδ. Δ. 260· εἰ ἤδη Ἰλ. Χ. 52· - τὸ τηνίκ’ ἤδη Σοφ. Ο. Κ. 440· τὸ λοιπὸν ἤδη ὁ αὐτ. Φ. 454· ἄλλοτε ἤδη πόλλάκις Πλάτ. Πολ. 507Α· ἤδη γε Δημ. 357. 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
à partir d’ici :
A. avec idée de lieu à partir de cet endroit, immédiatement : ἀπὸ ταύτης ἤδη Αἴγυπτος HDT tout de suite après ce pays est l’Égypte;
B. avec idée de temps à partir de maintenant :
I. en parl. du passé déjà : ἤδη ποτέ, ποτ’ ἤδη ESCHL déjà autrefois ; ἤδη πάλαι SOPH il y a déjà longtemps ; τότ’ ἤδη ESCHL déjà alors, alors déjà;
II. en parl. du présent actuellement : ἤδη νῦν ESCHL ou νῦν ἤδη SOPH dès maintenant, tout de suite ; ἤδη γε DÉM même maintenant ; ἤδη τότε PLAT dès ce moment, dès lors ; νὺξ ἤδη τελέθει IL voici la nuit qui approche ; ἤδη γὰρ τρίτον ἐστὶν ἔτος OD car voici la troisième année ; entre l’art. et le nom : ἡ ἤδη χάρις DÉM le service rendu en ce moment, l’obligation présente;
III. en parl. du futur :
1 dorénavant, désormais;
2 dès lors, dans les locut. : τότ’ ἤδη ISOCR dès lors ; τοτηνίκ’ ἤδη SOPH m. sign.
3 tout de suite : ἤδη λέξω DÉM je vais dire ; ἀπὸ νῦν με λείπετ’ ἤδη SOPH dès maintenant laissez-moi tout de suite;
4 dans un raisonnement οὐ μόνον, ἀλλ’ ἤδη XÉN non seulement, mais encore litt. en poursuivant, en continuant.
Étymologie: DELG ἦ, δή.

English (Autenrieth)

already, now (ia m); ἤδη ποτὲ ἤλυθε, ‘once before,’ Il. 3.205 ; ἐπὶ νῆα κατελεύσομαι ἤδη, ‘at once,’ Od. 1.303; freq. ἤδη νῦν, Il. 1.456, Il. 15.110 Il. 16.844.

English (Slater)

ἤδη (ἤδη̆ correpted, (P. 3.57) )
   a now
   I εἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει (P. 2.59) εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν (P. 5.21) ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον (P. 5.52)
   II already, ere now ἤδη γὰρ αὐτῷ ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα (O. 3.19) ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται (O. 8.76) πατρὶ ἵκοντι νεότατος τὸ πάλιν ἤδη (O. 10.87) ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι (O. 13.102) ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα (P. 3.57) “ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” (P. 4.157) ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις (P. 9.67) ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη (N. 2.22) ὁ δ ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται (Pae. 2.55)
   g now (for all time), finally ἀλλ' ἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν (P. 4.210) εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν (I. 6.12)
   b at once ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος (O. 6.22) ἱερὰν νᾶσον ἤδη λιπὼν (P. 4.7) Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας (P. 4.169) εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 2.

English (Strong)

apparently from ἤ (or possibly ἦ) and δή; even now: already, (even) now (already), by this time.

English (Thayer)

adverb (from Homer down; on the derivation see Vanicek, p. 745; Peile, p. 395), in the N. T. everywhere of time, now, already (Latin jam): T WH Tr text, L Tr marginal reading brackets); νῦν ... ἤδη, now already (Latin jam nunc): ἤδη πότε, now at last, at length now: with future ἄρτι, at the end)

Greek Monotonic

ἤδη: επίρρ. (συγγενές με το νῦν, όπως το Λατ. jam προς το nunc),
I. 1. μέχρι αυτή τη στιγμή, έως τώρα, ήδη, πλέον, πριν από αυτό (αναφορά στο άμεσο παρελθόν), τώρα, αμέσως, ευθύς αμέσως (αναφορά στο άμεσο μέλλον), σε Όμηρ.· νὺξ ἤδη τελέθει, είναι πλέον νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον, σε Σοφ.· σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμ. για δήλωση τοπικής σχέσης· ἀπὸ ταύτης ἤδη Αἴγυπτος, αμέσως ύστερα απ' αυτό είναι η Αίγυπτος, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για το μέλλον· λέξον ὄφρα κεν ἤδη ταρπώμεθα, σε Ομήρ. Ιλ.· στείχοις iν ἤδη, σε Σοφ.·
II. συχνά συνδέεται με άλλα χρονικά μόρια, ἤδη νῦν, τώρα δα, σε Όμηρ.· νῦν ἤδη, σε Σοφ. κ.λπ.· ἤδη πάλαι, στον ίδ.· ἐπεὶ ἤδη, Λατ. quum jam, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἤδη: 1) уже: ἤ. τρίτον ἐστὶν ἔτος Hom. вот уже третий год; ἤ. ὥρα ἀπιέναι Plat. уже пора уходить; εὐτυχοῦσι οἱ μὲν τάχ᾽, οι δ᾽ ἐσαῦθις, οἱ δ᾽ ἤ. Eur. одни будут вскоре счастливы, другие - попозднее, третьи же счастливы уже теперь; ἤ. ποτέ Hom., Soph. уже давно (= в давние времена) или когда-то уже; ἤ. πάλαι Soph. уже давно (= с давнего времени); τότ ἤ. Aesch. уже тогда; νῦν ἤ. ἴσχειν οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων Soph. теперь уже я не могу удержать своих слез;
2) теперь, сейчас, в ближайшее время: ἀπελθόντες ἤ. αἱρεῖσθε οἱ δεόμενοι ἄρχοντας Xen. когда вы теперь уйдете, выберите себе недостающих (у вас) начальников; νῦν ἤ. διηγησόμεθα Xen. теперь мы расскажем;
3) с (э)того времени, с этих пор: ταῦτ᾽ ἤ. ἐστὶν αὐτὰ τἀληθῆ Plat. отныне это уже (будет) верно; τοτηνίκ᾽ ἤ. Soph. тогда наконец (лишь тогда);
4) сейчас же, тут же, немедленно: οὐ τάχ᾽, ἀλλ᾽ ἤ. Arph. не скоро, а немедленно, сейчас же; τὸ ἤ. κολάζειν Xen. немедленное наказывание;
5) непосредственно, сразу же: ἀπὸ Ἴστρου αὕτη ἤ. ἀρχαίη Σκυθική ἐστιν Her. сразу же за Истром начинается древняя Скифия; πρὸς πόντον ἤ. Σαρωνικόν Eur. у самого Саронского залива;
6) (в рассуждениях) ведь, ибо, в самом (ведь) деле: ἤ. γὰρ ἂν οὐσίαν ἢ μὴ οὐσίαν αὐτῷ προστίθεσθαι Plat. ведь тогда (пришлось бы) приписывать ему (сущему) бытие или небытие; οὐ μόνον - ἀλλ᾽ ἤ. Xen. не только - но (ведь) и;
7) с superl. и compar. бесспорно, можно сказать: μέγιστος ἤ. διάπλους ἀπὸ τῆς οἰκείας Thuc. самое, можно сказать, дальнее плавание; τὸν ἐγὼ ἤ. εἶδον λόγου μέζω Her. я видел его (т. е. лабиринт у Меридского озера, и нашел, что) он, конечно, превосходит то, что о нем говорится.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: already, immediately, (exactly) now (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From 1. η῏ really and δη even (s. vv.). Schwyzer-Debrunner 563, Leumann Mus. Helv. 6 (1949) 87.

Middle Liddell

related to νῦν, as Lat. jam to nunc]
I. by this time, before this, already, or of the future, now, presently, forthwith, Hom.; νὺξ ἤδη τελέθει 'tis already night, Il.; ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον Soph.:—so in a local relation, ἀπὸ ταύτης ἤδη Αἴγυπτος directly after this is Egypt, Hdt.
2. of the future, λέξον ὄφρα κεν ἤδη ταρπώμεθα Il.; στείχοις ἂν ἤδη Soph.
II. often joined with other words of time, ἤδη νῦν now already, Hom.; νῦν ἤδη Soph., etc.; ἤδη πάλαι Soph.; ἐπεὶ ἤδη, Lat. quum jam, Od., etc.