κριτικός
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ή, όν,
A able to discern, critical, δύναμις σύμφυτος κ. Arist. APo.99b35; οὐκ ἔχει ῥῖνα κριτικὴν πρὸς τοὖψον Posidipp.1.4; αἰσθήσεις κ. Phld.Mus.p.8 K.; τὸ κ. the power of discerning, Arist.de An.432a16; ἡ κριτική (sc. τέχνη) Pl.Plt.260c, etc.: c. gen., ἡ γεῦσις τῶν σχημάτων κριτικωτάτη Arist.Sens.442b17, cf. Thphr.Sens.43, Ocell.2.7; of persons, [τὸν ὅλως πεπαιδευμένον] περὶ πάντων ὡς εἰπεῖν κ. τινὰ νομίζομεν εἶναι Arist.PA639a9: esp. in language, grammarian, scholar, literary critic, Pl.Ax.366e, Phld.Po.5.24, Str.9.1.10, etc.; of Crates, Ath. 11.490e, who distd. κ. and γραμματικός, S.E.M.1.79; εἰ δύναταί τις εἶναι κ. καὶ γραμματικός, title of work by Galen (Libr.Propr.17); but τῶν ὕστερον γραμματικῶν κληθέντων πρότερον δὲ κ. D.Chr.53.1, cf. Apollod. ap. Clem.Al.Strom.1.16.79; οἱ κ. τῶν λόγων Philostr.VS 2.1.14; πρὸς τοὺς κ., title of work by Chrysippus, Stoic.2.9; ἡ κ., opp. ἡ γραμματική, Taurisc. ap. S.E.M.1.248, cf. Sch.DTp.3 H. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός Artem.4Praef., cf. Erot.Praef.p.7 N., Men.Rh. p.391 S. 2 of or for judging, ἀρχὴ κ. the office of judges, opp. ἀρχὴ βουλευτική, Arist.Pol.1275b19. II = κρίσιμος, ἑβδομάς Ph.1.45 (Sup.), cf. Plu.2.134f, Gal.9.93, al. Adv. -κῶς Id.UP17.2, al.
German (Pape)
[Seite 1511] zum Entscheiden, Veureheiten geschickt, gehörig; ἡ κριτική, sc. τέχνη, die Kunst der Beurtheilung, Plat. Polit. 260 c 292 b u. Sp.; ὄψις γὰρ ὤτων κριτικωτέρα πᾶσιν Schol. Il. 19, 292. – Bes. ὁ κριτικός, der Beurtheiler der Sprache u. der Schriftwerke, der Kritiker; Plat. Ax. 366 e, neben γεωμέτραι u. τακτικοί; ποιημάτων καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικός Luc. de salt. 74; ἡ κριτική, die Kritik, die Kunst der Beurtheilung der Schriftwerke, Luc. u. a. Sp. – Bei den Aerzten = entscheidend, kritisch, ἱδρώς u. ä.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐτῐκός: -ή, -όν, ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ κρίνῃ, νὰ διακρίνῃ, δύναμις σύμφυτος κριτικὴ Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 19, 3· οὐκ ἔχει ῥῖνα κριτικὴν πρὸς τοὖψον Ποσείδιππ. ἐν «Ἀναβλ.» 1. 4· τὸ κριτικόν, ἡ δύναμις τοῦ διακρίνειν, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 9, 1· ― οὕτως, ἡ κριτικὴ (δηλ. τέχνη) Πλάτ. Πολιτικ. 260C, κτλ.· ― ὁ κριτικός, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐξετάζων τι μετὰ κρίσεως, καὶ ἐκφέρων κρίσιν περὶ αὐτοῦ, ἰδίως ἐν γλωσσικοῖς ζητήμασιν, Λατ. criticus, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Ε, Στράβ. 394,· Γραμμ.· ― μετὰ γεν., ἡ γεῦσις τῶν σχημάτων κριτικωτάτη Ἀριστ. π. Αἰσθ. 4, 22, πρβλ. Θεοφρ. π. Αἰσθ. 43· Ἐπίρρ., κριτικῶς ἔχειν τινὸς Ἀρτεμ. προοίμ. 4. 14. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων πρὸς κρίσιν, ἀρχὴ κρ., τὸ ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τῶν κριτῶν, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀρχὴ βουλευτική, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 12. ΙΙ. = κρίσιμος, Γαλην. παρὰ Στοβ. 546. 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 134F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 capable de juger, de décider : ἡ κριτική (τέχνη) l’art de juger;
2 décisif, critique.
Étymologie: κρίνω.
English (Strong)
from κριτής; decisive ("critical"), i.e. discriminative: discerner.
English (Thayer)
κριτικη, κριτικον (κρίνω), relating to judging, fit for judging, skilled in judging (Plato, Plutarch, Lucian, others): with the genitive of the object, ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας, tracing out and passing judgment on the thoughts of the mind, Hebrews 4:12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κριτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.)
2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον κριτή («αναμένεται η απόφαση της κριτικής επιτροπής για το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς»)
3. κρίσιμος (α. «η κριτική περίοδος της γυναίκας» β. «ἀκριβεῑς καὶ τεταγμένας τινὰς ἐκ περιόδου κριτικὰς ἐμβάλλοντες», Πλούτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. η κριτική
το έργο του κριτή, η εκτίμηση και αξιολόγηση ενός λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου, θεατρικής παράστασης κ.λπ.
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο κριτικός
ειδικός στην παρουσίαση και αξιολόγηση βιβλίου, έργου τέχνης, θεωρίας κ.λπ. («αυτός ο κριτικός θεάτρου έχει πάντα αμερόληπτες θέσεις»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κριτική
α) εμπεριστατωμένη μελέτη και αιτιολογημένη κρίση τών λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, επιστημονικών και, γενικότερα, τών πνευματικών έργων («έγραψε μια κριτική για τη μαρξιστική θεωρία»)
β) κλάδος της λογοτεχνίας - φιλολογίας ή της σπουδής της τέχνης που ασχολείται με την παρουσίαση και αξιολόγηση ενός λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου ή του συνολικού έργου ενός συγγραφέα ή μιας περιόδου και η οποία αποσκοπεί, ταυτόχρονα στην αισθητική καλλιέργεια του κοινού (α. «κριτική του θεάτρου» β. «κριτική του κινηματογράφου» γ. «κριτική της μουσικής»)
γ) δυσμενής ή αποδοκιμαστική κρίση, επίκριση, κατάκριση («τα εργατικά σωματεία ασκούν δριμύτατη κριτική λόγω τών πρόσφατων μέτρων λιτότητας»)
δ) φρ. i) «γενική κριτική» — κατά τους οπαδούς της καντιανής φιλοσοφίας, η φιλοσοφική μέθοδος που προήλθε από το σύστημα του Καντ και η οποία έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό τών ορίων της γνώσης και τη σύνθεση τών στοιχείων που απομένουν μετά τη διεργασία αυτή
ii) «μαρξιστική κριτική» — η ανάλυση ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων με βάση τον ιστορικό υλισμό
iii) «κριτική σχολή» ή «σχολή της Φρανκφούρτης» — νεομαρξιστική κοινωνιολογική και φιλοσοφική σχολή της οποίας κυριότεροι εκπρόσωποι είναι ο Μαξ Χόρκχαϊμερ, Τέοντορ Αντόρνο, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Έριχ Φρομ, Χέμπερτ Μαρκούζε και Γύργκεν Χάμπερμας
3. φρ. α. «κριτική νωθρεία» — η εύκολη και άκριτη αποδοχή απόψεων
β) «κριτικό υπόμνημα» — το σύνολο τών σημειώσεων στο κάτω μέρος της σελίδας έκδοσης κλασικού, συνήθως, κειμένου, όπου περιέχονται οι διάφορες γραφές τών κωδίκων και τών παπύρων, οι προτάσεις και διορθώσεις μελετητών και εκδοτών τών κειμένων, με σύμβολα διεθνώς καθιερωμένα.
επίρρ...
κριτικώς και -ά (AM κριτικῶς)
με κριτικό τρόπο
αρχ.
με κρίσιμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριτός. Η. λ. ως ουσ. (ο/η) κριτικός (τέχνης) είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. critic < μσν. γαλλ. critique < λατ. criticus < κριτικός. Η λ. ως αφηρ. ουσ. κριτική είναι επίσης αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. criticism και critic < μσν. γαλλ. critique < λατ. criticus < κριτική, θηλ. του κριτικός.
Greek Monotonic
κρῐτῐκός: -ή, -όν,
1. ρημ. επίθ. του κρίνω, εκλεκτός, επίλεκτος, σε Όμηρ.
2. ξεχωριστός, εξαίρετος, σε Πίνδ., Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριτικός -ή -όν [κρίνω] tot beoordelen in staat:; ἡ σύνεσις κριτικὴ μόνον kritisch inzicht is alleen tot oordelen in staat Aristot. EN 1143a10; met gen.:; κριτικὸς... ἐννοιών καρδίας in staat gedachten van het hart te beoordelen NT Hebr. 4.12; subst. ὁ κριτικός beoordelaar, geleerde. rechterlijk:. ἀρχὴ κριτική rechterlijk ambt Aristot. Pol. 1275b 19. geneesk. kritiek, beslissend.
Russian (Dvoretsky)
κρῐτῐκός:
1) способный к различению, умеющий разбираться (ἡ γεῦσις, δύναμις Arst.);
2) судебный, судейский (ἀρχή Arst.);
3) судящий (ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας NT);
4) мед. решающий, переломный, кризисный (ἱδρώς);
5) установленный на определенные дни (ἀσιτίαι Plut.).
II ὁ производящий разбор (языка или литературных произведений), критик Plat., Luc.
Middle Liddell
κρῐτῐκός, ή, όν [from κρῐτής]
1. able to discern, critical, Arist.
2. of or for judging, Arist.
Chinese
原文音譯:kritikÒj 克里提可士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:審判
字義溯源:鑒別,能判斷的,洞悉,辨明;源自(κριτής)=審判官);而 (κριτής)出自(κρίνω)*=辨別)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 辨明(1) 來4:12