Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θεωρός

From LSJ
Revision as of 17:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρός Medium diacritics: θεωρός Low diacritics: θεωρός Capitals: ΘΕΩΡΟΣ
Transliteration A: theōrós Transliteration B: theōros Transliteration C: theoros Beta Code: qewro/s

English (LSJ)

ὁ (v. infr.),

   A envoy sent to consult an oracle, S.OT114, OC 413; to present an offering, Orac. ap. D.21.53; to be present at festivals, θεωροὺς εἰς τὰ Πύθια πέμψαι D.19.128, cf. D.H.Lys.29, etc.    2 generally, envoy, sent to kings regarded as divine, Plu.Demetr.11, Ath.13.607c.    II title of a magistrate at Mantinea, Th.5.47; at Naupactus, IG9(1).360 (pl.), cf. ib.12(5).527 (found in Ceos); at Thasos, ib.12(8).267, etc.    III spectator, Thgn.805, A.Pr.118, Ch. 246, Fr.289; πολέμου Pl.R.467c, etc.; opp. ἀγωνιστής, Achae.3; one who travels to see men and things, Pl.Lg.951a, 953c; also λαμπάδα θ. εἰκάδων E.Ion 1076 (lyr., s.v.l.). (Uncontr. θεαορός Schwyzer664.30 (Orchom. Arc., iv B.C.): contr. θεᾱρός in Dor. (SIG558.24, etc.), Arc. (IG5(2).4 (Tegea), etc.): θεουρός Thess. (Inscr.Magn.26): θευρός Thas. (IG12(8). l.c.); θιᾱρός Corc. (Inscr.Magn.44).) (Perh. fr. θεᾱ-hορϝος, cf. θεη-κόλος and θυρωρός (θυρουρός) fr. θυρᾰ-hορϝος.)

German (Pape)

[Seite 1206] ὁ (θεάομαι, kein comp.; nach Poll. 2, 55 ἀπὸ τοῦ πρὸς θεὸν ὀρούειν, ὁρμᾶν; nach Hsrpocr. u. A. von θεός u. ὤρα, τοὺς τὰ θεῖα φυλάσσοντας, τῶν θείων φροντίζοντας; die Hauptbedeutung ist aber das Wahrnehmen des Schauspiels), der Zuschauer, bes. ein von Staatswegen Abgesandter, entweder um das Orakel im Namen u. Auftrage seines Staates zu befragen, Soph. O. C. 414 O. R. 114 Arr. An. 7, 23, 8, od. um ein Opfer u. Weihgeschenk zu überbringen, Plut. Demetr. 11 Camill. 8, od. im Namen seines Staates einer Feier, bes. Festspielen, als Zuschauer beizuwohnen, Böckh Staathh. I p. 229; Arist. u. A.; – übh. Zuschauer, πόνων ἐμῶν θεωρός Aesch. Prom. 118, πραγμάτων θ. γενοῦ Ch. 244, ὄμμασιν ὄντως θεωρός Plat. Legg. XII, 953 a, θεωροὺς πολέμου τοὺς παῖδας ποιεῖν Rep. V, 467 e.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρός: Δωρ. θεᾱρός, ὁ, = θεωρητής, θεατής, Θέογν. 803. Αἰσχύλ. Πρ. 118, Χο. 246, Ἀποσπ. 391, Πλάτ., κλ.· ἀντίθετον τῷ ἀγωνιστής, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 417F: ὁ περιηγούμενος πρὸς θεωρίαν ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων, περιηγητής, Πλάτ. Νόμ. 951A, 953C· θ. εἰκάδων, παρὼν κατὰ τὰς ἑορτὰς καὶ βλέπων αὐτάς, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1076. ΙΙ. πρεσβευτὴς πεμπόμενος ὅπως ἐρωτήσῃ μαντεῖον, Σοφ. Ο. Τ. 114, Ο. Κ. 413 (πρβλ. θεοπρόπος ΙΙ)· ἢ ὅπως προσφέρῃ ἀνάθημά τι, Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 18· ἢ πρὸς τέλεσιν ἱερουργίας τινὸς κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 29. Οὗτοι οἱ θεωροὶ ἦσαν ἐστεμμένοι καὶ μεγαλοπρεπῶς ἐνδεδυμένοι. Οἱ Ἀθηναῖοι ἔπεμπον θεωροὺς εἰς τὸ Δελφικὸν μαντεῖον, εἰς τὴν Δῆλον, καὶ εἰς τοὺς τέσσαρας μεγάλους Ἑλληνικοὺς ἀγῶνας, θεωρὸν ἐς τὰ Πύθια πέμψαι τινὰ Δημ. 380. 20, κτλ. (πρβλ. θεωρέω ΙΙ, θεωρία ΙΙΙ), ἴδε Valck. Ἀμμών. σ. 92, Böckh. P. E. 1. 286 κἑξ. 2) κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Διαδόχων καθόλου, πρεσβευτής, ἀπεσταλμένος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1693, Πλούτ. ἐν Δημητρ. 11, Ἀθήν. 607C. ΙΙΙ. ἄρχων τις ἐν Μαντινείᾳ, Θουκ. 5. 47· ἐν Ναυπάκτῳ, ἐπὶ Στασία θεαροῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 1758, πρβλ. 1756-7· ἐν Θάσῳ, 2161· ἐν Κέῳ, 2351. (Ἡ παραγωγὴ τοῦ θεωρὸς ΙΙ ἐκ τοῦ θεός, ὥρα, ὑποστηρίζεται μεταξὺ τῶν ἀρχαίων ὑπὸ Ἁρποκρ., Ἡσυχ., Φωτ., Μ. Ἐτυμ., μεταξὺ δὲ τῶν νεωτέρων ὑπὸ Müller Aegin. 135, Welcker Θέογν. xvii, καὶ συμφωνεῖ ἡ ἐτυμολογία αὕτη πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἣν παρέχουσι τὰ θυρωρός, νεωρός, ὀλίγωρος, πυλωρός, σκευωρός, ὑλωρός. Ἀλλ’ οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι κατὰ τὴν σημασίαν Ι τὸ θεωρὸς παράγεται ἐκ τῆς √ΘΑϜ ἢ ΘΑΥ (ὁπόθεν θάομαι, θεάομαιὥστε ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος θὰ ἦτο θαϝρὸς (θευρὸς ἢ θεϋρὸς ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2161), ὁπόθεν θεαορός, συνῃρημ. θεωρός, Δωρ. θεαρὸς (οὕτω τιμωρὸς ἐκ τοῦ τιμάορος, πάρᾱρος (Δωρ.) ἐκ τοῦ παρήορος), ἡ δὲ ἐξ ἀρχῆς ἔννοια εἶναι ἡ τοῦ θεατοῦ.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 spectateur;
2 député envoyé par les États grecs, pour assister aux grands jeux (Olympiques, Pythiques, etc.), ou pour consulter un oracle ; p. ext. envoyé, ambassadeur en gén.
3 magistrat, à Mantinée.
Étymologie: θεάομαι.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός)
1. θεατής, παρατηρητής
2. εκκλησιαστικό διακόνημα, οι κάτοχοι του οποίου φροντίζουν για τη διαφύλαξη τών ιερών σκευών
αρχ.
1. μέλος της θεωρίας, της πρεσβείας που έστελνε μια πόλη για συμμετοχή σε εορτές άλλης πόλης ή για λήψη χρησμού από μαντείο
2. αυτός που παρευρίσκεται και μετέχει στις εορτές
3. πρέσβης, απεσταλμένος
4. άρχων στη Μαντινεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέᾱ (αττ. τ.) ή θέη ιων. τ. + -(F)oρος < ὁρῶ. (Η ύπαρξη F στο θ. του ὁρῶ είναι βέβαιη, δυσερμήνευτη όμως είναι η δασύτητα, η οποία άλλοτε εμφανίζεται και άλλοτε όχι, όπως στην προκειμένη περίπτωση): θεά- (F)ορός ή θεη-(F)ορός > θε(ε)-ωρός με σίγηση του F και αντιμεταχώρηση. Ο παράλλ. τ. θεορός πρέπει να είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το έφορος. Το κυριότερο πρόβλημα στην ανωτέρω ετυμολογία είναι ότι το α' συνθετικό θέᾱ του θεα-(F)ορός είναι καθαρά αττ. τ., οπότε οι τ. άλλων διαλέκτων που το εμφανίζουν, όπως λ.χ. ο δωρ. θεᾱρός, πρέπει να είναι δάνεια από την αττ. διάλεκτο. Κατ' άλλη άποψη, οι τύποι αυτοί δημιουργήθηκαν λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως του α συνθετικού με τη λ. θεός. Το γεγονός όμως ότι το λειτούργημα του θεωρού ήταν συνδεδεμένο με θρησκευτικο-διπλωματικά καθήκοντα και όχι με την έννοια του θεάματος οδήγησε στη διατύπωση και της αντίθετης άποψης. Κατ' αυτήν, θεωρός < θεο-ωρός «αυτός που παρατηρεί τη θέληση του θεού» (< θεο- + -ωρός < ὁρῶ), πρβλ. θυρ-ωρός «αυτός που παρατηρεί τη θύρα», σημασία που ταιριάζει στους απεσταλμένους τών πόλεων σε θρησκευτικές γιορτές. Επειδή όμως οι έννοιες της λ. θεωρός και τών παρ. λ. θεωρία και θεωρώ ήταν συνδεδεμένες με ταξίδια-αποστολές και τη γνωριμία ξένων τόπων, η παρετυμολογική σύνδεση δημιουργήθηκε με τη λ. θέα, που θεωρήθηκε α' συνθετικό.
ΠΑΡ. θεωρείο, θεωρία, θεωρικός, θεώριος, θεωρώ
αρχ.
θεωρίς, θεωροσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θεωροδοκία, θεωροδόκος, θεωροδοκώ
(Β' συνθετικό) αρχιθέωρος].

Greek Monotonic

θεωρός: Δωρ. θεᾱρός,
I. θεατής, σε Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· θεωρὸς εἰκάδων, με το να παρακολουθεί τις γιορτές ή να παρίσταται σε αυτές, σε Ευρ.
II. πρεσβευτής τον οποίο έστελναν για να συμβουλευθεί μαντείο ή να παρασταθεί σε θυσία, σε Σοφ., παρα Δημ. Οι Αθηναίοι έστελναν τους θεωρούς στους Δελφούς, στη Δήλο και στους τέσσερις μεγαλύτερους αγώνες, τους Ολυμπιακούς, τους Πυθικούς, της Νεμέας και τα Ίσθμια (με την πρώτη σημασία, προέρχεται από το θεάομαι· με τη δεύτερη πιθ. από το θεός, ὤρα, cura).

Russian (Dvoretsky)

θεωρός: дор. θεᾱρός
1) зритель, свидетель, наблюдатель (πόνων τινός Aesch.; ἀκροατὴς θ. ἐστι Arst.): ὄμμασιν ὄντως θ. Plat. непосредственный свидетель;
2) теор (государственный представитель, исполнявший поручения культового характера) (θεωροὺς εἰς τὰ Πύθια πέμψαι Dem.): θ. ἐκδημῶν Soph. отправившись в качестве теора, т. е. с поручением вопросить оракул; λαμπὰς θ. Εἰκάδων Eur. факел, освещающий празднества Икад;
3) (в эллинистическую эпоху) полномочный представитель государства, посол (οἱ πεμπόμενοι πρὸς Ἀντίγονον ἀντὶ πρεσβευτῶν θεωροὶ λεγόμενοι Plut.);
4) паломник, путешественник (ἐξ ἄλλης χώρας Plat.);
5) (в Мантинее и др.) «блюститель» (лицо, облеченное высшей гражданской властью) Thuc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: spectator, envoy to a feast, envoy to an oracle (IA, posthom.), also name of an official who keeps survey (Mantinea, Thasos).
Other forms: a loan adapted to the local dialect Dor. etc. θεαρός, Arc. also θεαορός; Ion. also θεορός (Paros), θευρός (Thasos)
Compounds: As 1. member in θεαρο-δόκος who receives the θ., with -δοκέω, -δοκία (inscr.).
Derivatives: 1. θεωρίς (sc. ναῦς) f. ship of the θ. (IA); 2. Θεάριος surn. of Apollon as oracle-god (Troizen), θεάριον meeting place of the θ. (Pi.); 3. θεωρικός destined for the spectators, τὸ θ. contrbution of the spectator (Att.). 4. θεωρία, -ίη, θεαρία, Boeot. θιαωρία (hybrid form) looking on, looking at a feast, embassy to a feast. 5. θεωροσύνη id. (Man.). 6. denomin. verb θεωρέω be θεωρός, look at, observe (IA) with θεωρητικός contemplative, speculative, theoretical (Arist.; θεωρητής Phld.), θεώρημα (Att., Arist.), -ησις (Pl.; Röttger Plat. Subst. 17f.), -ητήριον a. o. On Θεάριστος Zucker, Maia 11 (1959) 162.
Origin: IE [Indo-European] [1164] *uer- observe, look at
Etymology: Prop. "who looks at a show", *θεα-(Ϝ)ορός, *θεη-(Ϝ)ορός > θε(ε)ωρός; also θεορός > θευρός, prob. after -ορος (ἔφορος). Slightly diff. Schwyzer 248; also Leumann Hom. Wörter 223 n. 2, Buck Studies presented to D. M. Robinson 2, 443f., Szemerényi Glotta 33, 250 n. 2. - Quite diff. on θεωρός (to θεός) Koller Glotta 36, 273ff. Objections in DELG.

Middle Liddell


I. a spectator, Theogn., Aesch., etc.; θ. εἰκάδων viewing the festivals or present at them, Eur.
II. an ambassador sent to consult an oracle or to present an offering, Soph., ap. Dem. The Athenians sent θεωροί to Delphi, to Delos, and to the four great games, the Olympian, Pythian, Nemean and Isthmian. [Derived in first sense from θεάομαι; in second perh. from θεός, ὤρα, cura.]

Frisk Etymology German

θεωρός: (ion. att.)
{theōrós}
Forms: daraus durch Entlehnung und Angleichung an den Heimatdialekt dor. usw. θεαρός, ark. auch θεαορός; ion. auch θεορός (Paros), θευρός (Thasos)
Meaning: Zuschauer, Festgesandter, Orakelgesandter (nachhom.), auch Ben. einer Aufsichtsbehörde (Mantinea, Thasos usw.).
Composita : Als Vorderglied in θεαροδόκος ‘der die θ. empfängt’, mit -δοκέω, -δοκία (Inschr.).
Derivative: Davon 1. θεωρίς (sc. ναῦς) f. ‘Schiff der θ.’ (ion. att.); 2. Θεάριος Bein. des Apollon als Orakelgott (Troizen), θεάριον ‘Begegnungsplatz der θ.’ (Pi.); 3. θεωρικός für den Zuschauer bestimmt, τὸ θ. Zuschauergeld (att.). 4. θεωρία, -ίη, θεαρία, böot. θιαωρία (hybride Form) das Zuschauen, Festschau, Festgesandtschaft. 5. θεωροσύνη ib. (Man.). 6. Denominatives Verb θεωρέω θεωρός sein]], zuschauen, betrachten, überlegen (ion. att.) mit θεωρητικός beschaulich, spekulativ, theoretisch (Arist. usw.; θεωρητής Phld.), θεώρημα (att., Arist., hell.), -ησις (Pl.; Röttger Plat. Subst. 17f.), -ητήριον u. a.
Etymology : Eig. "der eine Schau ansieht", *θεα-(ϝ)ορός, *θεη-(ϝ)ορός > θε(ε)ωρός; daneben θεορός > θευρός, wohl am ehesten nach -ορος (ἔφορος u. a.). Etwas abweichend Schwyzer 248; dazu Leumann Hom. Wörter 223 A. 2, Buck Studies presented to D. M. Robinson 2, 443f., Szemerényi Glotta 33, 250 A. 2. — Ganz anders über θεωρός (zu θεός) Koller Glotta 36, 273ff.
Page 1,669