ἑρμηνεύω
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
Dor. ἑρμᾱνεύω SIG1168.88 (Epid.),
A interpret foreign tongues, X.An.5.4.4; translate, D.H.Th.49, etc.; ἀπὸ Πωμαϊκῶν PRyl.62.30 (iii A. D.):—Pass., Ἑλληνιστί D.H.2.12, cf. LXXJb.42.17, etc. II explain, expound, S.OC398, E.Fr.636.5, etc.; ὑμῖν ταῦτα Antipho 3.2.1; ὅ τι λέγει Philyll.11; τὰ τῶν ποιητῶν Pl.Ion535a:—Med., Id.Epin.985b:— Pass., Arist.SE166b11. 2 put into words, express, Th.2.60, Pl. Lg.966b, etc.; τι διά τινος Hermog.Id.2.5; τι πεζῶς Id.Meth.30:— Pass., D.H.Comp.25. 3 describe, write about, τὸν Νεῖλον Demetr. Eloc.121. III abs., speak clearly, articulate, Hp.Epid.5.74.
German (Pape)
[Seite 1033] ein ἑρμηνεύς sein, auslegen, erklären, τὰ τῶν ποιητῶν Plat. Ion 535 a; seine Gedanken durch Worte ausdrücken, Xen. oec. 11, 23; γνῶναι τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι, auseinandersetzen, Thuc. 2, 60; Sp.; – ein Dollmetscher sein, dollmetschen, aus der fremden Sprache in die bekannte übertragen, Xen. An. 5, 4, 4 u. Sp.; – verkündigen, anzeigen, ἑρμήνευέ μοι Soph. O. C. 399, ἡρμήνευσεν ἂν τὸν παῖδα τεθνηκέναι Eur. frg. Polyid. 1. – Med. sich mittheilen, θεοὺς ἑρμηνεύεσθαι πρὸς ἀλλήλους πάντα Plat. Epin. 985 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμηνεύω: μέλλ. -σω, διερμηνεύω, μεταφράζω ἀπὸ μιᾶς εἰς ἄλλην γλῶσσαν, καὶ ἔλεξε Ξενοφῶν, ἡρμήνευε δὲ Τιμησίθεος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 4. ΙΙ. ἐξηγοῦμαι διὰ λέξεων, ἔτι δὲ ἀπορωτέρως διάκειμαι ὡς χρὴ ὑμῖν ἑρμηνεῦσαι ταῦτα Ἀντιφῶν 121 17, Θουκ. 2. 60, κτλ. 2) κάμνω τινὰ νὰ ἐννοήσῃ τι, ἐξηγοῦμαι, ἀναπτύσσω, ἑρμηνεύω τι εἴς τινα, ὅπως τί δράσῃ, θύγατερ; ἑρμήνευέ μοι Σοφ. Ο. Κ. 398, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· ἐκ τᾶς πινακίδος δ’ ἀμπερέως ὅ τι κα λέγῃ τὰ γράμμαθ’, ἑρμήνευε Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 3· καί μοι δοκοῦσι θείᾳ μοίρᾳ ἡμῖν παρὰ τῶν θεῶν ταῦτα οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἑρμηνεύειν Πλάτ. Ἴων 535Α. - Μεσ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 985Β. - Παθ., Ἀριστ. ἐν Σοφ. Ἐλέγχ. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
impf. ἡρμήνευον, ao. ἡρμήνευσα;
1 exprimer sa pensée par la parole;
2 faire connaître, indiquer, exposer (qch);
3 interpréter, traduire.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym. ; pê emprunt à l’Asie mineure.
English (Strong)
from a presumed derivative of Ἑρμῆς (as the god of language); to translate: interpret.
English (Thayer)
(present passive ἑρμηνεύομαι); (from Ἑρμῆς, who was held to be the god of speech, writing, eloquence, learning);
1. to explain in words, expound: (Sophocles, Euripides), Xenophon, Plato, others.
2. to interpret, i. e. to translate what has been spoken or written in a foreign tongue into the vernacular (Xenophon, an. 5,4, 4): R G T, תַּרְגֵּם.) (Compare: διερμηνεύω, μεθερμηνεύω.)
Greek Monolingual
(AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) ερμηνεύς
1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό
2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο
3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη
4. (νομ.) εξακριβώνω την αληθινή έννοια ενός νόμου
μσν.- νεοελλ.
μεταφράζω αρχαίο κείμενο
μσν.
1. δίνω απάντηση
2. (για διήγηση) εκθέτω, αναπτύσσω
3. δηλώνω, γνωστοποιώ
4. κάνω λόγο για κάποιον, αναφέρομαι σε κάποιον
5. δίνω εντολή
6. συνιστώ κάποιον σε έναν άλλο, γίνομαι προξενητής
αρχ.
1. με λέξεις εκφράζω τα νοήματα μου
2. περιγράφω («ἑρμηνεύειν τὸν Νεῑλον»)
3. ομιλώ μέ σωστή άρθρωση
4. μέσ. ἑρμηνεύομαι
εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερμηνεύς. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. ορμηνεύω < σ’ορμηνεύω < σου ερμηνεύω (πρβλ. οχτρός < ο εχθρός), με τη σημασία όμως «καθοδηγώ, νουθετώ»].
Greek Monotonic
ἑρμηνεύω: μέλ. -σω (ἑρμηνεύς)·
I. μεταφράζω ξένες γλώσσες, σε Ξεν.
II. 1. εξηγώ με λέξεις, εκφράζω, σε Θουκ. κ.λπ.
2. εξηγώ, αναπτύσσω, σε Σοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμηνεύω:
1) разъяснять, объяснять, растолковывать (τι Xen., Arst.): γνῶναι τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι ταῦτα Thuc. знать, что следует делать, и (уметь) разъяснить это (другим); ἑρμήνευέ μοι Soph. (рас)скажи мне;
2) толковать, комментировать, разбирать: τὰ τῶν ποιητῶν ἑ. Plat. истолковывать творения поэтов;
3) переводить (на другой язык) (ἔλεξε μὲν Ξενοφῶν, ἡρμήνευε δὲ Τιμησίθεος Xen.);
4) med. сообщать, уведомлять (τι πρός τινα Plat.).
Middle Liddell
ἑρμηνεύς
I. to interpret foreign tongues, Xen.
II. to interpret, put into words, give utterance to, Thuc., etc.
2. to explain, Soph., Plat.
Chinese
原文音譯:˜rmhneÚw 赫而姆扭哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:解釋 相當於: (לִיץ / לֵץ / מֵלִיץ)
字義溯源:解釋,繙譯,繙為,繙出來,通譯;源自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)
同源字:1) (διερμηνευτής / ἑρμηνευτής)講解者 2) (διερμηνεύω)徹底的講解 3) (δυσερμήνευτος)難以解明 4) (διερμηνεία / ἑρμηνεία)繙譯 5) (ἑρμηνεύω)解釋 6) (μεθερμηνεύω)講解出來參讀 (ἀγγέλλω) (ἀναδείκνυμι) (ἐξηγέομαι)同義字
出現次數:總共(3);約(2);來(1)
譯字彙編:
1) 繙出來(2) 約1:42; 來7:2;
2) 被繙為:(1) 約9:7