ἀκήρατος

From LSJ
Revision as of 11:28, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκήρᾰτος Medium diacritics: ἀκήρατος Low diacritics: ακήρατος Capitals: ΑΚΗΡΑΤΟΣ
Transliteration A: akḗratos Transliteration B: akēratos Transliteration C: akiratos Beta Code: a)kh/ratos

English (LSJ)

ον, (κηραίνω)    A undefiled, pure, ὕδωρ Il.24.303; inviolate, χεῦμα, ὄμβρος, S.OC471,690 (lyr.); χρυσός pure gold, Archil.Supp.4, Alcm.23.54, Hdt.7.10.ά, Simon.64, cf. Pl. R.503a, Plt.303e; φλόξ Secund.Sent.5; untouched, unhurt, οἶκος καὶ κλῆρος, κτήματα, Il.15.498, Od.17.532; ἀπαρτίη Hippon.26; σκάφος A.Ag.661; ἁνίαι strong reins, Pi.P.5.32; πλόκοι unshorn locks, E. Ion1266; λειμών unmown meadow, Id.Hipp.73; ἀ. ἐμπόριον virgin market, Hdt.4.152; ἀ. φιλία X.Hier.3.4; ἐπιστήμη, ἤθη, Pl.Phdr.247d, Lg.735c; ἀ. φάρμακα spells that have all their power, A.R.4.157.    2 of persons, undefiled, a virgin, E.Tr.675, Pl.Lg.84cd; ἀ. λέχος E. Or.575: c. dat., ἀκήρατος ἄλγεσι, τύχαις untouched by woes, etc., Hipp.1113, HF1314: c. gen., ἀ. κακῶν without taint of ill, Hipp.949; ἀ. ὠδίνων free from throes of child-birth, A.R.1.974, etc.: poet. Sup. ἀκηρότατος AP12.249 (Strat.).    II (κεράννυμι) unmixed, ποτόν A.Pers.614.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκήρᾰτος: -ον, (κεράννυμι) ὡς τὸ ἀκέραιος, ἀμιγής, ἀμόλυντος, ἀμίαντος, καθαρός, κυρίως ἐπὶ ὑγρῶν, ὕδωρ, Ἰλ. Ω. 303· ποτόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614· χεῦμα, ὄμβρος, Σοφ. Ο. Κ. 471, 690· ἀκ. χρυσός, καθαρός, Ἡρόδ. 7. 10, 1. Σιμων. 64· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 503Α, Πολιτικ. 303Ε. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέγγικτος, ἀκέραιος, ὁλόκληρος, Λατ. integer· οἶκος καὶ κλῆρος, κτήματα, Ἰλ. Ο. 498, Ὀδ. Ρ. 532· σκάφος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἁνίαι = ἰσχυραὶ ἡνίαι, Πινδ. Π. 5.43· ἀκ. κόμη, ἀκούρευτος, Εὐρ. Ἴων 1266· ἀκ. λειμών, μὴ θερισμένος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 73· ἀκ. φιλία, κόσμος, Ξεν. Ἱερ. 3.4., Κύρ. 8. 7, 22· ἐπιστήμη, ἤθη, Πλάτ. Φαῖδρ. 247D., Νόμ. 735C· ἀκ. φάρμακα, ἐπῳδαὶ ἔχουσαι ἅπασαν αὑτῶν τὴν δύναμιν, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 157: - ἐν Ἡρόδ. 4, 152., τὸ ἐμπόριον τοῦτο ἦν ἀκ. τοῦτον τὸν χρόνον, δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ἢ ὡς = ἄθικτον, ὃ δὲν ἐπεσκέφθη τις ἔτι, «ἀσύχναστον», ἢ ὡς = ἐν πλήρει ἐνεργείᾳ καὶ ἀκμῇ. 2) ἐπὶ προσώπ., Λατ. integer, παρθένος ἀκ., ἀμίαντος, Εὐρ. Τρῳ. 670· οὕτως, ἀκ. λέχος, Εὐρ. Ὀρ. 575· καὶ μετὰ δοτ. ἀκήρατος ἄλγεσι, τύχαις, = ἄθικτος ὑπὸ θλίψεων, δυστυχιῶν κτλ., Εὐρ. Ἱππ. 1113, Ἡρ. Μαιν. 1314, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ἀκ. κακῶν, ἄνευ σκιᾶς κακοῦ, αὐτόθι 949 ἀκ. γάμων, Πλάτ. Νόμ. 840D· ἀκ. ὠδίνων, ἀπηλλαγμένος ὠδίνων (ἐπὶ τεκνογονίας), Ἀπολλ. Ρόδ. 1.974, κτλ., πρβλ. ἀκέραιος, ἀκηράσιος, ἀκραιφνής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non mêlé, sans alliage, pur;
2 non entamé, non endommagé, entier, intact : ἀκήρατος ἄλγεσι EUR qui ne connaît pas le malheur, la souffrance.
Étymologie: ἀ, κεράννυμι.

English (Autenrieth)

untouched, pure.

English (Slater)

ᾰκήρᾰτος, -ον
   1 undamaged, whole ἀκηράτοις ἁνίαις (P. 5.32) ]λυσίμβροτον παρθενίᾳ κε[] ἀκηράτων δαίδαλμα[ (Pae. 8.81)

Spanish (DGE)

(ἀκήρᾰτος) -ον
I 1no cortado, intacto, indemnede una propiedad οἶκος καὶ κλῆρος Il.15.498, κτήματα Od.17.532, ἀπαρτίη Hippon.15
de otros objetos ἁνίαι Pi.P.5.32, σκάφος A.A.661, πλόκοι ἀκήρατοι bucles sin cortar E.Io 1266, ἀκηράτου λειμῶνος de un prado sin hollar E.Hipp.73, παρθένων κῆπος Ibyc.5.4, ἀκήρατον ἐμπόριον mercado virgen, sin explotar Hdt.4.152
de animados intacto, puro, virgen de una doncella ἀ. δέ μ' ἐκ πατρὸς λαβὼν δόμων E.Tr.675, cf. A.R.4.1025, Plu.Num.9, λέχος E.Or.575, εὐνή Max.77, de anim., Pl.Lg.840d, μόσχος E.IA 1083.
2 entero, con todo su vigor, íntegro φάρμακα A.R.4.157, como pred. ἀκήρατον ἐκβαίνοντα saliendo intacto de una prueba, Pl.R.413e, ὅπως ... αἱ ... κρ[ί] σεις ... ἀκήρατοι δ[ι] αμένωντι IO 47.20 (II a.C.).
II 1sin mezcla, puro ὕδωρ Il.24.303, χεῦμα agua lustral S.OC 471, ὄμβρος S.OC 690, ποτόν A.Pers.614, cf. Theoc.22.38, ῥόος Nonn.D.22.399, χρυσός Archil.153.5, Alcm.1.54, Hdt.7.10, Pl.R.503a, Plt.303e, μόλυβδος Simon.87, νόμισμα Pl.R.417a, χρυσοῦν γένος καὶ ἀκήρατον Plu.Cor.14, πῦρ ἀκήρατον llama pura Q.S.4.138, ἰκμάς Hp.Aff.52, εἰκόνες D.C.52.35.3
c. dat. o gen. no mezclado con, libre de θυμὸς ἀ. ἄλγεσι E.Hipp.1114, οὐδεὶς θνητῶν ταῖς τύχαις ἀ. E.HF 1314, ἀ. ἀνδράσι Λῆμνος A.R.1.852, κακῶν E.Hipp.949, ὠδίνων A.R.1.974
limpio, claro ἀκήρατοί σου αἱ ἀκοαί SB 7205.8 (III d.C.).
2 fig., de abstr. puro, no adulterado, sin mácula ἐπιστήμη Pl.Phdr.247d, Ph.1.265, ἤθη Pl.Lg.735c, ἀρεταί Ph.1.148, φιλία X.Hier.3.4, ἀ. ἀλυπία falta absoluta de penas Pl.Ax.371d, τὸ καθαρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκήρατον τοῦ νοῦ la pureza sin mancha de su espíritu Pl.Cra.396b, cf. D.Chr.36.55, ἡ ἀ. μεγαλοδωρία τοῦ ... Αὐρηλιανοῦ PLips.119ue.2.3 (III d.C.).
III inalterable, indestructible del éter στοιχεῖον ἀκήρατον καὶ θεῖον Arist.Mu.392a9, ἔρως οὐράνιος ἀ. καὶ θεῖος Ph.2.384.

Greek Monolingual

ἀκήρατος, -ον (Α)
1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος
2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός
3. ακούρευτος
4. αθέριστος
5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. -κέρα-τος < ρίζα κερα- (πρβλ. κερα-ΐζω, -κέρα-ιος). Η παραγωγή της λ. από το ρ. κηραίνω (< κὴρ) «βλάπτω, καταστρέφω» (που θα δικαιολογούσε το η της λ. ἀκήρατος) προσκρούει στο ότι το ρ. κηραίνω αποτελεί χρονικά μεταγενέστερο σχηματισμό, έτσι η μακρότητα (του η) στο ἀκήρατος (αντί ἀκέρατος) θα πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί είτε με τον βραχυντικό νόμο του Saussure -για την αποφυγή των πολλών αλλεπάλληλων βραχέων
είτε με ετυμολογική επίδραση της λ. κὴρ (βλ. και ετυμολ. του ἀκέραιος). Αν δεν δεχθούμε ότι η σημ. «καθαρός, αγνός, ανόθευτος» είναι προϊόν σημασιολογικής εξελίξεως της αρχικής σημ. «άθικτος, ανέπαφος» με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) επίδραση του κεράννυμι μέσω των ἄκρατος / ἄκρητος, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη ενός άλλου ομόηχου τ. ἀκήρατοςἀκήρατος ΙΙ») που θα παράγεται διαφορετικά, απευθείας δηλ. από το κεράννυμι (πρβλ. Λεξικό Liddell-Scott). Εδώ προτιμήθηκε η α' άποψη (Chantraine), έτσι γίνεται λόγος για έναν κοινό τ. ἀκήρατος (όπως και για ένα κοινό παράγωγο ἀκηράσιος). Τέλος, οι σημ. (3) και (4) οδήγησαν ορισμένους και στη διάκριση και ενός τρίτου, διαφορετικού τ. ακήρατος, παραγώγου του ρ. κείρω «κουρεύω», διάκριση που δεν φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηράσιος.

Greek Monotonic

ἀκήρᾰτος: -ον (κεράννυμι), αμιγής, αμόλυντος, καθαρός, ὕδωρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ποτόν, σε Αισχύλ.· ὄμβρας, σε Σοφ.· ἀκ. χρυσάς, καθαρός χρυσός, σε Ηρόδ.
II. μεταφ.,
1. λέγεται για πράγματα, ανέγγιχτος, ακέραιος, ολόκληρος, Λατ. integer, σε Όμηρ.· ἀκ. κόμη, ακούρευτα μαλλιά, σε Ευρ.· ἀκ. λειμών, αθέριστο λιβάδι, στον ίδ. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αμόλυντος, στον ίδ.· με δοτ. ἀκήρατος ἄλγεσι, ανέγγιχτος από θλίψεις ή δυστυχίες, στον ίδ.· με γεν., ἀκ. κακῶν, άνευ ίχνος κακού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκήρατος:
1) несмешанный, чистый (ὕδωρ Hom., Theocr.; ποτόν Aesch.; χεῦμα Soph.);
2) беспримесный, чистопробный (χρυσός Her., Plat., Plut., Luc.);
3) нетронутый, невредимый, целый (οἶκος καὶ κλῆρος Hom.; ἁνίαι Pind.; σκἀφος Aesch.): ἀ. τινος, реже τινι Eur., Plat. не затронутый чем-л., не знающий чего-л.;
4) чистый, непорочный (ἤθη Plat.; παρθένος Eur.);
5) некошенный (λειμών Eur.);
6) незыблемый, непоколебимый (φιλία Xen.);
7) непосещаемый, малоизвестный (ἐμπόριον Her.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: undamaged, also pure (Il.)
Other forms: ἀκέραιος undamaged (Hdt.)
Derivatives: ἀκηράσιος (Od.)
Origin: IE [Indo-European] [578] *ḱerh₂- damage
Etymology: Epic and poet. It is unnecessary to assume a second, independent word meaning pure (Od.), as Frisk does. The comparable form ἀκήριος undamaged is prob. derived from κῆρ, s. s.v. Prob. ἀκήρατος (not from κηρ-αίνω A. Supp. 999, which is a late formation from κήρ), is metrical lengthening for *ἀ-κέρα-τος from the stem of κερα-ίζω, perhaps with influence of κήρ; cf. ἀκέραιος. In some cases the meaning may have been influenced by κεράννυμι to mix. Lee Glotta 39 (1961) 191-205 connects κείρω.

Middle Liddell

κεράννυμι
I. unmixed, uncontaminated, undefiled, ὕδωρ Il.; ποτόν Aesch.; ὄμβρος Soph.; ἀκ. χρυσός pure gold, Hdt.
II. metaph.,
1. of things, untouched, unhurt, undamaged, Lat. integer, Hom.; ἀκ. κόμη unshorn hair, Eur.; ἀκ. λειμών an unmown meadow, Eur., etc.
2. of persons, undefiled, Eur.; c. dat., ἀκήρατος ἄλγεσι untouched by woes, Eur.; c. gen., ἀκ. κακῶν without taint of ill, Eur.

Frisk Etymology German

ἀκήρατος: 1.
{akḗratos}
Meaning: unversehrt, unbeschädigt, auch unbefleckt, rein, in der letztgenannten Bedeutung von 2. ἀκήρατος unvermischt, rein beeinflußt. Vorw. ep. und poet.
Derivative: Eine davon abgeleitete Nebenform ist ἀκηράσιος (h. Merc., AP u. a.). Ähnliche Bildungen: ἀκήριος ‘(von den κῆρες) unbeschädigt, unversehrt’ (ep. seit Od.), ἀκέραιος unversehrt, unzerstört (ion. att.). Von ἀκέραιος: ἀκεραιότης (Plb.), ἀκεραιοσύνη (Suid.), ἀκεραιόομαι (Eust.).
Etymology : Von diesen Privativa fußt ἀκήριος offenbar als Bahuvrihi auf κήρ, Pl. κῆρες ‘Tod(esgöttin)’; dasselbe dürfte auch bei ἀκήρατος der Fall sein (κηραίνω A. Supp. 999, spät, von κήρ gebildet, kann nicht zugrunde liegen), sofern nicht metrische Dehnung für *ἀκέρατος unter Einwirkung von κήρ vorliegt, vgl. ἀκέραιος und 2. ἀκήρατος. Dagegen enthält ἀκέραιος den Verbalstamm κερα-, der erweitert auch in κεραίζω erscheint (kaum denominativ mit Schwyzer 735 unten). — Ältere Lit. bei Bq. Weiteres s. κήρ.
Page 1,52-53
2.
{akḗratos}
Forms: ποτὸν ἀ. A. Pers. 614, wohl auch ὕδωρ ἀ. Ω 303 (nach Schulze Q. 234ff. zu 1. ἀκήρατος).
Meaning: ungemischt, rein,
Derivative: Davon abgeleitet ἀκηράσιος (οἶνος) ι 205. Im selben Sinne steht, wie Bechtel Lex. s. ἀκηράσιος bemerkt, β 341 ἄκρητον ποτόν, das offenbar zu κεράννυμι gehört.
Etymology : An den obengenannten Stellen wurden somit ἀκήρατος und ἀκηράσιος mit κεράννυμι jedenfalls assoziiert und als ungemischt gedeutet. Unsicher ist indessen, ob ein ἀκήρατος im Sinn von ungemischt von Anfang an existiert hat. Dann muß es aus metrischen Rücksichten bzw. nach κήρ für *ἀκέρατος stehen (Bartholomae IF 3, 8).
Page 1,53

English (Woodhouse)

pure, undefiled, unharmed, uninjured, untouched, of gold, of hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)