ἀναπληρόω
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
A fill up a void, Pl.Ti.81b, cf. 78d; τὸ κεχηνὸς τῆς ἑρμηνείας, τοῦ ῥυθμοῦ, A.D.Synt.266.22, Luc.Tim.1:—Pass., to be filled up, Arist.Cael.306b4. 2 make up, supply, εἴ τι ἐξέλιπον ἀ. Pl.Smp.188e; τὴν ἔνδειαν Arist.Pol.1318b22; τοὺς . . ἀμόρφους ἀνατληροῖ ἡ τοῦ λέγειν πιθανότης compensates them, Id.Fr.101:—Med., δώματ' ἀ. fill their houses, E.Hel.907. 3 fill up the numbers of a body, τὴν βουλήν Plu.Publ.11, cf. X.Vect.4.24; ἀ. τὴν συνηγορίαν fill the place of advocate (left vacant by another), Plu.Crass.3, cf. 1 Ep.Cor.14.16. 4 pay in full, τὰς ὠνάς, of tax-farmers, PPar.62.5.3 (ii B. C.):—in Med., get paid, receive, ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν προῖκα D. 27.13. 5 use expletive particles, Demetr.Eloc.58. 6 fulfil, ἀναπληροῦται ἡ προφητεία Ev.Matt.13.14; of a task, perform, PPetr. 3p.104. II Pass., to be restored to its former size or state, ἀνεπληρώθη ὁ ἥλιος, after an eclipse, Th.2.28; ἀναπληρουμένης τῆς φύσεως being in process of restoration, Arist.EN1153a2, cf. HA548b18.
German (Pape)
[Seite 202] ansfüllen, ergänzen, τὸ κενωθέν Plat. Tim. 81 b; εἴ τι ἐξέλιπον ἀναπληρῶσαι Conv. 188 e; eine Zahl vollzählig machen, τοὺς διακοσίους Dem. 14, 16; vgl. Xen. Vect. 4, 24; τὴν βουλήν Plut. Popl. 11; τὰς τάξεις Pyrrh. 18; – pass., wieder voll werden, ὁ ἥλιος ἀνεπληρώθη Thuc. 2, 28; erfüllen, τινός, Plut.; bezahlen, Appian. – Med. δώματα Eur. Hel. 908; – ἀναπληρωτέον τὴν ἀλήθειαν, man muß die volle Wahrheit geben, Plut. Cim. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπληρόω: γεμίζω πάλιν μέρος κενωθέν, Πλάτ. Τίμ. 81Β, πρβλ. 78D: - παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι ἐντελῶς, Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 1. 2) συμπληρῶ, χορηγῶ, παρέχω τὸ ἐλλεῖπον, εἴ τι ἐξέλιπον, ἀν. Πλάτ. Συμπ. 188Ε· τὴν ἔνδειαν Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 4· τοὺς .. ἀμόρφους ἀναπληροῖ ἡ τοῦ λέγειν πιθανότης, ἀποζημιώνει, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 108: - Μέσ., δώματ’ ἀναπληρουμένους, πληροῦντας καλῶς τὰς ἑαυτῶν οἰκίας, Εὐρ. Ἑλ. 906. 3) συμπληρῶ ἀριθμόν τινα, τὴν βουλὴν Πλουτ. Ποπλ., τὰς τάξεις Πύρρ. 18, τοὺς διακοσίους καὶ χιλίους ἀναπληρῶσαί φημι χρῆναι καὶ ποιῆσαι δισχιλίους Δημ. 182. 12, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 4. 24· ἀν. τὴν συνηγορίαν, καταλαμβάνω τὴν θέσιν τοῦ συνηγόρου (καταλειφθεῖσαν κενήν), ἀντικαθιστῶ, Πλουτ. Κράσσ. 3. 4) ἀποτίνω, πληρώνω μέχρις ὀβολοῦ, κατὰ μέσ., ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν προῖκα Δημ. 817. 26. ΙΙ. παθ., ἀποκαθίσταμαι εἰς τὸ πρότερόν μου μέγεθος ἢ σχῆμα, ἀνεπληρώθη ὁ ἥλιος, μετὰ ἔκλειψιν, Θουκ. 2. 28· ἀναπληρουμένης τῆς φύσεως, ἀποκαθισταμένης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 5. 16, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. (ἀνά, en haut);
1 remplir complètement, combler;
2 compléter;
3 accomplir;
II. (ἀνά, de nouveau) remplir de nouveau : ἀνεπληρώθη ὁ ἥλιος THC le soleil parut de nouveau dans son plein après une éclipse ; fig. restaurer.
Étymologie: ἀνά, πληρόω.
Spanish (DGE)
I 1llenar, ocupar de lugares τὸ κενωθέν Pl.Ti.81b, cf. 78d, τὸ κεχηνὸς τῆς ἑρμηνείας A.D.Synt.266.22, cf. Luc.Tim.1, τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου 1Ep.Cor.14.16, cf. Plb.15.25.21, PPetr.2.13.16.16, en v. pas. τὸ ὅλον Arist.Cael.306b4
•tb. en v. med. llenar δώματα E.Hel.907.
2 completar, suplir de abstr. en gener. ἀλλ' εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ... ἀναπληρῶσαι Pl.Smp.188e, τὴν ἔνδειαν Arist.Pol.1318b22, ὅταν ... μύρια ἀναπληρωθῇ X.Vect.4.24, τὴν ἀπουσίαν σου SB 11009.9 (III/IV d.C.)
•geom. rellenar, completar una figura a partir de ciertas líneas dadas, con líneas suplementarias, Eucl.12.2, cf. Archim.Sph.Cyl.2.5.
3 satisfacer, pagar τὰς ὠνάς UPZ 112.5.3 (III a.C.)
•de obligaciones, etc. cumplir χρείαν Teles p.60.1, cf. abs. PPetr.2.1.9.2.9 (III d.C.)
•de cargos desempeñar τὴν συνηγορίαν Plu.Crass.3
•en v. med. cobrar τὴν προῖκα D.27.13.
4 ampliar τὰ εἰρημένα Chrys.M.58.482.
5 gram. usar partículas expletivas Demetr.Eloc.58, A.D.Pron.33.24, 37.2.
II fig.
1 satisfacer, compensar c. ac. de pers. τοὺς ... τὴν ὄψιν ἀμόρφους ... ἀναπληροῖ ἡ τοῦ λέγειν πιθανότης Arist.Fr.101.
2 en v. med. cumplirse ἀναπληροῦται αὐτοῖς ἡ προφητεία Ἠσαΐου Eu.Matt.13.14.
III volver a completar τὴν βουλήν Plu.Publ.11
•en v. med.-pas. recobrar su figura el sol después de un eclipse, Th.2.28
•recuperar su estado primitivo, restaurar ἀναπληρουμένης ... τῆς φύσεως Arist.EN 1153a2, de una esponja mutilada, Arist.HA 548b18.
English (Strong)
from ἀνά and πληρόω; to complete; by implication, to occupy, supply; figuratively, to accomplish (by coincidence ot obedience): fill up, fulfill, occupy, supply.
English (Thayer)
ἀναπλήρω; future ἀναπληρώσω; 1st aorist ἀνεπληρωσα; (present passive ἀναπληροῦμαι); (ἀνά to, up to, e. g. to fill a vessel up to the brim; up to the appointed measure or standard, German anfüllen); (from Euripides down);
1. to fill up, make full, e. g. a ditch (Strabo 5,6, p. 223); hence, tropically, ἁμαρτίας, ἀναπληροῦται ἡ προφητεία the prophecy is fully satisfied, the event completely corresponds to it, τόν νόμου to fulfil i. e. observe the law perfectly, ἀναπληραν πᾶσαν ἐντολήν); τόν τόπον τίνος to fill the place of anyone, מְקום מָלֵא to hold the position of anyone (yet cf. Meyer ad loc.)).
2. to supply: τό ὑστέρημα, Plato, symp., p. 188e. ἀλλ' εἰ τί ἐξέλιπον, σόν ἔργον (namely, ἐστιν) ἀναπληρῶσαι. Cf. Winer's De verb. comp. etc. Part iii., p. 11 f; (Ellicott on Philippians , the passage cited, or Meyer on Galatians , the passage cited Compare: ἀνταναπληρόω, προσαναπληρόω).
Greek Monotonic
ἀναπληρόω: μέλ. -ώσω,
I. 1. γεμίζω το κενό, σε Πλάτ.
2. συμπληρώνω, χορηγώ, παρέχω αυτό που λείπει, στον ίδ. — Μέσ., δώματ' ἀν., γεμίζοντας τα σπίτια τους, σε Ευρ.
3. συμπληρώνω τον αριθμό ενός σώματος, τὴν βουλήν, σε Πλούτ.· ἀν. τὴν συνηγορίαν, συμπληρώνω τη θέση του συνηγόρου, στον ίδ.
4. αποτίνω ολόκληρο το τίμημα, σε Μέσ., σε Δημ.
II. Παθ., αποκαθίσταμαι σε πρότερη κατάσταση, λέγεται για τον ήλιο μετά την έκλειψη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπληρόω:
1) заполнять, восполнять (τὸ κενωθέν Plat.; τὸ προσλεῖπον Arst.; τὸ ὑπολεῖπον Plut.); пополнять (τοὺς διακοσίους Dem.; τὴν βουλήν Plut.): δώματ᾽ ἀναπληροῦσθαι Eur. наполнять свои дома, обогащаться;
2) замещать: ἀ. τὴν συνηγορίαν Plut. исполнять обязанности защитника;
3) доводить до конца: ἀ. τὴν ἀλήθειαν Plut. говорить всю правду начистоту;
4) med. полностью платить (τὴν προῖκα Dem.);
5) восстанавливать, воскрешать (τὴν ἐλπίδα Plut.): ὁ ἥλιος ἐξέλιπε καὶ πάλιν ἀνεπληρώθη Thuc. произошло затмение солнца, а затем вновь показался полный солнечный диск;
6) насыщать, удовлетворять (τὴν ὀργήν Dem.; τὴν ἔνδειαν Arst.).
Middle Liddell
I. to fill up a void, Plat.
2. to make up, supply, Plat.:—Mid., δώματ' ἀν. to fill their houses full, Eur.
3. to fill up the numbers of a body, τὴν βουλήν Plut.; ἀν. τὴν συνηγορίαν to fill the place of advocate, Plut.
4. to pay in full, in Mid., Dem.
II. Pass. to be restored to its former size, of the sun, after an eclipse, Thuc.
Chinese
原文音譯:¢naplhrÒw 安那-普累羅哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:向上-充滿 相當於: (שָׁלֵם) (תָּמַם)
字義溯源:完成,補足,執行,供應,充滿,應驗,實行,補上,在;由(ἀνά)*=上,回復)與(πληρόω)=使其充滿)組成; (πληρόω)出自 (πλήρης)=滿的,滿溢的,而 (πλήρης)又出自 (πίμπλημι)*=充滿
同源字:1) (ἀναπληρόω)完成 2) (πληρόω)使其充滿
同義字:1) (ἀναπληρόω)完成 2) (ἀνταναπληρόω)補滿 3) (ἀποτελέω)全部完成 4) (διανύω)徹底的完成 5) (ἐκπληρόω)應驗 6) (ἐκτελέω)完工 7) (ἐξαρτίζω)備妥 8) (ἐπιτελέω)成全 9) (ἐργάζομαι)去行,作工 10) (καταρτίζω)徹底完成 11) (κατεργάζομαι)全部地工作 12) (πληρόω)使其充滿 13) (ποιέω)作,行 14) (ἀναπράσσω / πράσσω)實行 15) (συντελέω)圓滿 16) (τελειόω)作成 17) (τελέω)完畢
出現次數:總共(6);太(1);林前(2);加(1);腓(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 補足(1) 腓2:30;
2) 充滿(1) 帖前2:16;
3) 你們就完全了(1) 加6:2;
4) 他們補上了(1) 林前16:17;
5) 在(1) 林前14:16;
6) 應驗(1) 太13:14