ἀλαζονεία
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
ἡ, A false pretension, imposture, Pl.Grg.525a, D.22.47, etc., cf. Arist.EN1127a13, Thphr.Char.23; ὑπ' ἀλαζονείας Ar.Ra. 919: in plural, Id.Eq.290,903, Isoc.12.20; boastfulness, Procop.Pers. 1.11 : metaph., ἀ. χορδῶν their over-readiness to sound, opp. ἐξάρνησις, Pl.R.531b. [That penultimate is long appears from Ar.ll. cc., Men. 737.]
German (Pape)
[Seite 88] ἡ, das Wesen u. Betragen des ἀλαζών, Prahlerei, Betrügerei, nach Plat. Def. ἕξις προσποιητικὴ ἀγαθῶν μὴ ὑπαρχόντων; vgl. Theophr. Ch. 23; Arist. rhet. 1, 6 τὸ ἀλλότρια ἑαυτοῦ φάσκειν ἀλαζονείας; Aesch. ἀλαζονεία καὶ κόμπος τοῦ ψηφίσματος 3, 237; vgl. 101; im plur. ἀλαζονείαις χρῆσθαι Isocr. 12, 20; Plat. verb. es mit ὕβρις Phaedr. 253 e; mit ψεῦδος Gorg. 525 a; auch von Saiten, die zu stark ansprechen, ἐξάρνησις καὶ ἀλ. χορδῶν Rep. VII, 531 b; dgl. Ar. Equ. 900 Ran. 917; öfter Pol. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαζονεία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀλαζόνος, ψευδὴς κομπασμός, μεγαλαυχία, Ἀριστοφ. Ἱπ. 903, Πλάτ. Γοργ. 525A, κτλ., περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Θεοφρ. Χαρ. 23· ὑπ’ ἀλαζονείας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 919· κατὰ πληθ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 290, Ἰσοκρ. 237Β: - μεταφ. ἀλ. χορδῶν, ἡ ὑπέρμετρος αὐτῶν ἑτοιμότης πρὸς ἤχησιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐξάρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Α: - ὅτι ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρά, φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Μενάνδ. Ἄδηλ. 195· ἀλαζονία [ῐ]μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπ., Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jactance, vantardise.
Étymologie: ἀλαζών.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ία Orac.Sib.8.32; ἀλαζωνεία Hdn.Epim.183
• Prosodia: [ᾰ-]
1 vanidad, fanfarronería, presunción ὑπ' ἀλαζονείας Ar.Ra.919, ὕβρις καὶ ἀ. Pl.Phdr.253e, ψεύδος καὶ ἀ. Pl.Grg.525a, τὸ τῶν χρημάτων πλῆθος ἀλαζονείαν εἶναι X.HG 7.1.38, cf. Isoc.12.20, D.22.47, Aeschin.3.101, Pl.Def.416a, Arist.EN 1127a13, VV 1251b2, Men.Fr.743, Posidipp.28.5, Thphr.Char.23.1, Luc.Nec.12, Teles 4.35, Plu.2.43b, Procop.Pers.1.11.33, Ph.2.285
•op. εἰρώνεια como προσποίησις ἐπὶ τὸ μεῖζον Arist.EN 1108a21
•c. gen. subjet. Πέρσου X.Ages.9.1, (Αἰτωλῶν) ἔμφυτος ἀ. Plb.4.3.1, ἀ. τῶν ὑπερηφανούντων ἑαυτούς Plb.5.33.8, ἀ. τοῦ ψηφίσματος Aeschin.3.237, ἀ. τῆς ψυχῆς LXX 4Ma.1.26, Ph.2.404, τοῦ βίου 1Ep.Io.2.16, ἐπί τινι LXX Sap.17.7, περί τοὺς βίους Plb.6.57.6
•fig. ἀ. χορδῶν fanfarronería o descaro de las cuerdas (de un instrumento musical), Pl.R.531b.
2 plu. actos de fanfarronería en la comedia νικῆσαί σ' ἀλαζονείαις Ar.Eq.903, cf. 290.
English (Strong)
from ἀλαζών; braggadocio, i.e. (by implication) self-confidence: boasting, pride.
English (Thayer)
and ἀλαζονία (which spelling, not uncommon in later Greek, T WH adopt (see Iota)), ἀλαζονείας, ἡ (from ἀλαζονεύομαι, i. e. to act the ἀλαζών, which see);
a. in secular writings (from Aristophanes down) generally empty, bragqart talk sometimes also empty display in Acts , swagger. For illustration see Xenophon, Cyril 2,2, 12; mem. 1,7; Aristotle, eth. Nic. 4,13, p. 1127, Bekker edition; (also Trench, § xxix.), b. "an insolent and empty assurance, which trusts in its own power and resources and shamefully despises and violates divine laws and human riqhts:" an impious and empty presumption which trusts in the stability of earthly things, (R. V. vaunting): Winer s Grammar, § 27,3; Buttmann, 77 (67))); τοῦ βίου, display in one's style of living, (R. V. vainglory), 1 John 2:16.
Greek Monolingual
η (Α ἀλαζονεία) ἀλαζονεύομαι
περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία
αρχ.
φρ. ἀλαζονεία χορδῶν
υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο).
Greek Monotonic
ἀλαζονεία: ἡ (ἀλαζών), ψευδής φιλοσοφία, αξίωση, βλέψη, εξαπάτηση, απάτη, αγυρτεία, τσαρλατανισμός, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾱζονεία: (ᾰλ) ἡ бахвальство, хвастливость, кичливость, заносчивость Arph., Xen., Plat., Aeschin., Arst., Men., Plut.: ταῖς ἀλαζονείαις χρῆσθαι Isocr. похваляться.
Middle Liddell
ἀλαζών
false pretension, imposture, quackery, Ar., Plat., etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαζονεία -ας, ἡ ἀλαζονεύομαι
1. oplichterij, bedrog.
2. grootspraak, opschepperij, pretentie; overdr. van het te luid klinken van de snaren van een citer.
Chinese
原文音譯:¢lazone⋯a 阿那索尼阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:誇傲
字義溯源:自誇,傲慢,驕傲,猖狂;源自(ἀλαζών)=自誇的),而 (ἀλαζών)出自(ἄλευρον)Y*=流浪)。這字用了兩次,描寫世俗的驕傲與猖狂
出現次數:總共(2);雅(1);約壹(1)
譯字彙編:
1) 驕傲(1) 約壹2:16;
2) 猖狂(1) 雅4:16