ἑξῆς

Revision as of 18:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

Ep. ἑξείης, Adv., Dor. ἑξαν (accent unknown), IG12(1).155.108 (Rhodes, ii B.C.), SIG1023.80 (Cos, iii/ii B.C.), al.:—A one after another, in order, in a row, ἑξῆς εὐνάζοντο Od.4.449; ἑξῆς δ' ἑζόμενοι ib.580 (elsewhere Hom. uses the form ἑξείης, Il.6.241, Od.4.408); πάντας ἑξῆς . . κτείνοντες Th.7.29, cf. E.Fr.657.2; τὰ ἑξῆς v.l. in Arist. Cael.310b12. b Math., ἑξῆς ἀνάλογον in continued proportion, Euc. 8.1, al.; οἳ ἑξῆς ἀριθμοί successive numbers, Archim.Spir.Praef.; γραμμαὶ ἑξῆς κείμεναι placed in order, ib.11; τούτου ἑξῆς γινομένου if this be done continually, Id.Sph.Cyl.1.11. 2 ἑξῆς διεξελθεῖν, ἑξῆς λέγειν, in a regular, consequential manner, Pl.Plt.257b, 286c; τοῦ ἑξῆς ἕνεκα περαίνεσθαι τὸν λόγον Id.Grg.454c; ὁ ἑξῆς λόγος the following argument, Id.Ti.20b; ἐν ἅπασι τούτοις ἑξῆς Longin.9.14, cf. 4.4. 3 Gramm., τὸ ἑξῆς grammatical sequence, opp. ὑπερβατόν, A.D.Pron.41.3,al.; καὶ τὰ ἑξῆς, Lat. et cetera, PTeb. 319.34 (iii A. D.), etc. 4 of time, thereafter, next, A.Fr.475, Ar.Ec.638; τὸν ἑξῆς χρόνον Pl.Plt.271b; ἡ ἑξῆς ἡμέρα Ev.Luc. 9.37; ἐν τῷ (v.l. τῇ) ἑξῆς next day, ib.7.11; εἰς τὸ ἑξῆς for the future, POxy.474.28 (ii A.D.), etc. b of place, next, E.IA249, Arist. Mu.392a26. II c.gen., next to, τινός Ar.Ra.765; τὰ τούτων ἑξῆς Pl.R.390a; τούτων ἑξῆς next after.., D.18.102; of logical connection, Pl.Phlb.42c: c. dat., next to, Λάχητι . . τὴν ἑξῆς θύραν Ephipp.16; τούτοις ἑξῆς next in order to, Pl.Cra.399d, al.; τὸ ἑξῆς τῇ γεωμετριᾳ what comes next to .., Id.R.528a; τὸ ἑξῆς ἔργον τοῖς Μαραθῶνι next after, Id.Mx.241a; ἑξῆς Ἀριστογείτονι beside A., Ar.Lys.633; παρὰ τὸ ἑξῆς τῷ νοερῷ ζῴῳ that which befits .., M.Ant.4.5; ἐπεχορήγησα αὐτῇ τὰ ἑξῆς made suitable provision for her, POxy.282.7 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 881] (ἔχω), = ἑξείης, der Reihe nach, in einer Reihe hinter oder neben einander, Od. 4, 449; nach Hom. auch von der Zeit, darauf, Aesch. frg. 271; διδοὺς πρόσρησιν ἑξῆς πᾶσιν Eur. I. A. 341; vgl. δειλοὶ ἑξῆς πάντες εἰσίν Philem. Stob. fl. 2, 27; διεξελθεῖν, λέγειν, Plat. Polit. 257 b 286 c; εἶναι, γίγνεσθαι, folgen, Legg. oft; ὁ ἑξῆς λόγος Tim. 20 b; τινί, ὅτι τούτοις ἑξῆς ἐστι, was sich zunächst daran reiht, Crat. 420 d (vgl. Ar. Lys. 633); τὸ ἑξῆς ἔργον τοῖς Μαραθῶνι Menex. 241 a; τὰ τούτων ἑξῆς Rep. III, 390 a; ἑξῆς τοῦ Πλούτωνος θρόνον λαμβάνειν, dem Pluto zunächst seinen Sitz einnehmen, Ar. Ran. 764; Eur. I. T. 627; Arist. mund. 3; Sp. ἑξῆς τούτου, demnächst, Pol. 4, 35; – τὸ ἑξῆς, die grammatische Aufeinanderfolge der Wörter, τὰ ἑξῆς = und so fort, Gramm.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la suite :
1 avec idée de lieu à la suite, en se suivant ; avec un rég. à la suite de, τινός ou τινί ; d’une façon continue, sans exception;
2 en parl. du temps ensuite, après;
3 en parl. de conséquences par suite de, d’accord avec : κατὰ τὰ ἑξῆς τῷ νοερῷ ζῴῳ M.ANT comme il convient à un animal raisonnable.
Étymologie: ἔχω.

English (Autenrieth)

ἑξείης. (Od.)

English (Strong)

from ἔχω (in the sense of taking hold of, i.e. adjoining); successive: after, following, X morrow, next.

English (Thayer)

adverb (from ἔχω, future ἕξω; cf. έ᾿χομαι τίνος to cleave to, come next to, a thing), successively, in order, (from Homer down); ὁ, ἡ, τό ἑξῆς, the next following, the next in succession: so ἡ ἑξῆς ἡμέρα, ἐν τῇ ἑξῆς, namely, ἡμέρα, WH text Tr text L marginal reading ἐν τῷ ἑξῆς namely, χρόνῳ, soon afterward); τῇ ἑξῆς, namely, ἡμέρα, Acts 27:18.

Greek Monolingual

(AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν)
1. με τη σειρά, στη συνέχειαἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.)
2. (με άρθρο) , , τὸ ἑξῆς
ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη»)
3. φρ. «στο (εις το) εξής» — στο μέλλον
νεοελλ.
φρ. «ούτω καθ' εξής» — με όμοιο τρόπο στη συνέχεια
αρχ.
1. κοντά, αμέσως μετά («ὁ Θησέος παῖς ἑξῆς ἐναυλόχει», Ευρ.)
2. με λογική ακολουθία («τούτων τοίνυν ἑξῆς ἀγώμεθα», Πλάτ.)
3. (με άρθρο) (για χρόνο) κατόπιν, ο χρονικά επόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το εξής, επίρρημα με τοπική ή χρονική σημασία, προέρχεται πιθ. από ένα ένσιγμου θέματος ουσιαστικό, στο οποίο απαντά το θ. του έχεσθαι «ακολουθώ». Οι τύποι εξής, εξάν θα μπορούσαν επίσης να είναι αντιστοίχως γενική και αιτιατική πτώση ενός αμάρτυρου ουσιαστικού εξă, γεν. εξάς, που θα εμφάνιζε κλίση παρόμοια προς το μίă, μιaς, μίăν. Σύμφωνα με άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το εξής προέρχεται από επίθ. εξός (πρβλ. λοξός). Όλες αυτές οι ερμηνείες, ωστόσο, δεν εξηγούν τον ομηρ. παράλληλο τ. εξείης
υπετέθη ότι πρόκειται για τ. γενικής θηλυκού ενός επιθέτου εξε(ι)ος, παράγωγο πιθ. του έξις «κατοχή, κτήση» (πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου «εξεία
τα εξής»). Από το εξείης αυτό, με συναίρεση, θα ήταν δυνατό να προέλθει το εξής, οπότε βεβαίως θα παρέμενε ανερμήνευτο το εξάν. Τέλος, τύποι με ίδια σημασία, όπως επ-εχές, επ-εχεί, ποτ-εχεί, εμφανίζουν θ. εχ- και επίθημα -ες (βλ. και έχω)].

Greek Monotonic

ἑξῆς: Επικ. επίσης ἑξείης, επίρρ., (ἔξω, μέλ του ἔχω
I. 1. ο ένας μετά τον άλλο, κατά τάξη, κατά σειρά, σε Όμηρ.· κατά τάξη, κατά τον συνήθη τρόπο, σε Πλάτ.
2. λέγεται για χρόνο, μετά από αυτά, κατόπιν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἡ ἑξῆς ἡμέρα, η επόμενη μέρα, σε Καινή Διαθήκη
II. με γεν., δίπλα, πλάϊ σε, σε Αριστοφ.· τούτων ἑξῆς, αμέσως μετά από αυτά, κατόπιν αυτών, σε Δημ.· με δοτ., αμέσως μετά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑξῆς:
I эп. тж. ἑξείης adv.
1) в ряд, рядом, друг подле друга (ἑζόμενοι Hom.);
2) по порядку, по очереди, последовательно (πρόσρησιν διδόναι πᾶσιν Eur.; λέγειν Plat., Arst.): τοῦ ἑ. ἕνεκα πειραίνεσθαι τοῦ λόγου Plat. в интересах последовательного завершения беседы; τὰ ἑ. Arst. последовательный ряд;
3) после, впоследствии: τὸν ἑ. χρόνον Plat. вслед за этим; ἐν τῇ ἑ. (ἡμέρᾳ) или τῇ ἑ. NT на следующий день; τὰ ἑ. πράγματα Polyb. последующие события.
II praep. cum gen. et dat.
1) возле, подле, рядом с (τινι ἀγοράζειν Arph.; ἑ. τούτων ἐγκάρσιον τὸ Σικελικόν Arst.): τὸ ἑ. ἔργον τῷ Μαραθῶνι Plat. подвиг, который следует поставить рядом с Марафонским сражением;
2) после, вслед за (ἑ. τούτων Plat., Arst.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: in a row, one after the other (Od., Att.);
Compounds: ἐφ-εξῆς, Ion. ἐπ- ἑξῆς id., καθ-εξῆς id. (Ev. Luk. 1, 3, Plu., Ael.);
Derivatives: also ἑξείης (Hom.), ἐφ-, καθ-εξείης (Orph., Opp.); ἑξαν (Dor., accent?) id..
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: The adverbial genetive ἑξῆς prob. from a noun from ἔχεσθαι connect, follow, but details are uncertain. Schulze Q. 293 sees in ἑξῆς and ἑξαν forms of a noun *ἕξα with the same inflection as μία, μιᾶς, μίαν; Bechtel Lex. s. v. starts from an adjective *ἑξός. Solmsens, Wortforsh.. 240 n. 1, supposes that ἑξῆς was contracted from earlier ἑξείης (metrical lengthening for *ἑξέης?); but this does not explain Dor. ἑξαν. - ἑξε(ί)ης from an adjective *ἑξε(ι)ος (cf. ἑξεῖα τα ἑξῆς H.); from ἕξις?. - The synonymous ἐπεχές (Arg.), ἐπεχεῖ (Delph.), ποτεχεῖ (Herakl.) from ἐπ-, ποτ-έχεσθαι. See Schwyzer 549.

Middle Liddell

[ἕξω,] fut. of ἔχω
I. one after another, in order, in a row, Hom.: in order, in a regular manner, Plat.
2. of time, thereafter, next, Aesch., etc.; ἡ ἑξῆς ἡμέρα the next day, NTest.
II. c. gen. next to, Ar.; τούτων ἑξῆς next after this, Dem.; c. dat. next to, Plat.

Frisk Etymology German

ἑξῆς: {heksē̃s}
Grammar: Adv.
Meaning: der Reihe nach, hintereinander, nächstdem (Od., att.);
Composita : ἐφεξῆς, ion. ἐπ- ~ ib., καθεξῆς ib. (Ev. Luk. 1, 3, Plu., Ael.);
Derivative: daneben ἑξείης (Hom.), ἐφ-, καθεξείης (Orph., Opp.); ἑξαν (dor., Akzent?) ib..
Etymology : Daß der adverbiale Genetiv ἑξῆς zu einem von ἔχεσθαι sich anschließen, folgen abgeleiteten Nomen gehört, scheint sicher, aber die nähere Beurteilung schwankt. Schulze Q. 293 sieht in ἑξῆς und ἑξαν Formen von einem Nomen *ἕξα mit derselben Flexion wie μία, μιᾶς, μίαν; Bechtel Lex. s. v. geht, weniger ansprechend, von einem Adjektiv *ἑξός aus. Beachtung verdient die Vermutung Solmsens, Wortforsch. 240 A. 1, ἑξῆς sei aus dem früher belegten ἑξείης (metrische Dehnung für *ἑξέης?) kontrahiert. Wie Solmsen selbst bemerkt, erklärt diese Annahme jedenfalls nicht dor. ἑξαν. — In ἑξε(ί)ης scheint ein Adjektiv *ἑξε(ι)ος (vgl. ἑξεῖα· τα ἑξῆς H.) zu stecken (von ἕξις?). — Die synonymen ἐπεχές (arg.), ἐπεχεῖ (delph.), ποτεχεῖ (herakl.) gehen direkt von ἐπ-, ποτέχεσθαι aus; vgl. Schwyzer 549.
Page 1,529

Chinese

原文音譯:˜xÁj 赫克些士
詞類次數:副詞(5)
原文字根:有
字義溯源:繼續的,次日,第二天,第二;源自(ἔχω)*=持)。這字六次全用在時日上:第二天,次日
出現次數:總共(5);路(2);徒(3)
譯字彙編
1) 第二天(3) 徒21:1; 徒25:17; 徒27:18;
2) 第二(1) 路9:37;
3) 次日(1) 路7:11

English (Woodhouse)

consecutively, in a line, in a row, in gradation, in order, in rotation, in sequence, in succession, in tiers, next in order, next to