μετάστασις
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
εως, ἡ, (μεθίστημι)
A removing, removal, πόνων S.Ichn.217; κακοῦ And. 2.8; μετάστασιν ἴσχειν = admit of removal, of disease, Hp.Aph.5.7.
2 Rhet., removal of the scene to some hypothetical condition, Quint. 3.6.53.
b shifting of blame, Hermog.Stat.2,6 (sg. and pl.).
II (μεθίσταμαι) removal, migration, of place, μετάστασις ἐξ οἰκείας εἰς ἀλλοτρίαν Pl.Ti.82a; εἰς τὴν γείτονα πόλιν Id.Lg.877a; being something short of banishment, μετάστασις τῶν πολιτῶν Id.Ep.356e; μεταστάσεις ποιούντων ἐπ' ἄλλον τόπον Epicur.Ep.2p.38U.; μετάστασις ἐπὶ τάδε καὶ ἐπ' ἐκεῖνα τοῦ βουλευτηρίου vote, division in the Senate, D.C.41.2; ἡλίου μετάστασις its fabled change of course, E.IT816.
b departure from life, τοῦ βίου μεταστάσεις Id.Fr.554; ἡ ἐκ τοῦ βίου μετάστασις Plb.30.2.5; μετάστασις alone, death, Simon.32, J.AJ17.4.1.
c on the stage, exit of the chorus, Poll. 4.108.
d Medic., metastasis, transference of the seat of disease, Hp.Aff. 12, Gal.17(2).790, Aret.SA1.7; but, dislocation, Gal.8.246.
2 change, μορφῆς, γνώμης, E.Hec.1266, Andr.1003; μετάστασιν διδόναι (sc. θυμῷ) to allow a change to one's wrath, i. e. suffer it to cease, S. Ant.718; τοῦ φρονεῖν μετάστασις Alex.292.
3 change of political constitution, πολιτείας μετάστασις Pl.Lg.856c; πρώτη μετάστασις τῶν ἐξ ἀρχῆς Arist.Ath.41.2; at Athens, the Revolution of 404 B.C., Lys.30.10.
b counter-revolution, ἐκ στάσεως μετάστασις Th.4.74.
German (Pape)
[Seite 154] ἡ, das Umstellen, in eine andere Lage Versetzen, Verändern; ἀλλ' εἶκε θυμῷ, καὶ μετάστασιν δίδου, Soph. Ant. 714, was der Schol. dem Sinne nach durch μετάνοια erklärt; μορφῆς μετάστασις, Umgestaltung, Eur. Hec. 1266; γνώμης, Meinungsänderung, Andr. 1004. – Vom Orte, das Umziehen, τῆς χώρας μετάστασις ἐξ οἰκείας ἐπ' ἀλλοτρίαν γιγνομένη, Plat. Tim. 82 a; μετάστασιν εἰς τὴν γείτονα πόλιν αὐτῷ γίγνεσθαι, Legg. IX, 877 a; αἱ μεταστάσεις τῶν Δωριέων, die Wanderungen, Thuc. 3, 82; vgl. Pol. διὰ τὸ μὴ καταλείπεσθαι τόπον εἰς ἀναχώρησιν καὶ μετάστασιν, 2, 68, 9; daher Verbannung, Plat. Ep. VIII, 356 e; u. ἡ ἐκ τοῦ βίου μετάστασις, das Hinscheiden, Sterben, Pol. 30, 2, 5, auch ohne Zusatz, 37, 3, 9; – das Abtreten des Chors in der Tragödie, Poll. 4, 108; – τοῦ κακοῦ, das Fortschaffen, Beseitigen, Andoc. 2, 8; daher auch von Menschen, aus dem Wege räumen, Pol. 5, 56, 141 – ἡλίου, das Weggehen, Verschwinden der Sonne, Eur. I. T. 816. Uebh. Veränderung, bes. der Staatsverfassung, Thuc. 8, 74; πολιτείας, Plat. Legg. IX, 856 c; καὶ μεταβολή, Dem. 2, 13; Arist. a. Sp. In Athen hieß so bes. die durch Alcibiades bewirkte Staatsumwälzung u. Veränderung der Demokratie in Aristokratie, 411 v. Chr., Lys. 30, 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 déplacement, éloignement ; exil;
2 changement, particul. changement de gouvernement, révolution.
Étymologie: μεθίστημι.
Russian (Dvoretsky)
μετάστᾰσις: εως ἡ
1) перемещение, тж. выселение, переселение (ἐξ οἰκείας εἰς или ἐπ᾽ ἀλλοτρίαν Plat.; αἱ μεταστάσεις τῶν Δωριέων Thuc.);
2) удаление, изгнание, ссылка (εἰς τὴν γείτονα πόλιν Plat.);
3) (тж. ἡ ἐκ τοῦ βίου μ. Polyb.) уход из жизни, кончина, смерть Polyb.;
4) исчезновение, прекращение: ἡλίου μ. Eur. солнечное затмение; μετάστασιν διδόναι Soph. смягчить свой гнев;
5) изменение, перемена (μορφῆς, γνώμης Eur.);
6) смена, переворот (πολιτείας μ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μετάστᾰσις: ἡ, (μεθίστημι) μετατόπισις, ἀπομάκρυνσις, κακοῦ Ἀνδοκ. 20. 37. 2) ἐν τῇ Ρητορ,. «μετάστασις δ’ ἐστὶν ὅταν ἀφ’ ἑαυτῶν μεθιστῶμεν τὴν αἰτίαν ἐφ’ ἕτερον ἔξω τοῦ πράγματος ὄντα» Ἀλεξάνδρου περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 458, 15. ΙΙ. (μεθίσταμαι) μετάθεσις εἰς ἕτερον τόπον, μετοίκησις, μετανάστασις, μ. ἐξ οἰκείας εἰς ἀλλοτρίαν Πλάτ. Τίμ. 82Α· εἰς τὴν γείτονα πόλιν ὁ αὐτ. π. Νόμ. 877Α· ὅπερ εἶναί τι ὀλίγῳ ἐλαφρότερον τῆς ἐξορίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 356Ε· ἀκολούθως καθόλου, μετάστασιν ἔχειν, ἐπιδέχεσθαι μετατόπισιν, ἐπὶ νοσημάτων, Ἱππ. 1253Α· μ. ἡλίου, ἔκλειψις, Εὐρ. Ι. Τ. 816· τοῦ βίου μ. ἀπέλευσις ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης, θάνατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 558· καὶ ἄνευ τοῦ βίου, Σιμων. 39· μ. κακοῦ, ἀνακούφισις, ἀπαλλαγὴ ἐκ δυστυχίας, Ἀνδοκ. 20. 36· - ἐπὶ τῆς Ἀττ. σκηνῆς, ἡ ἔξοδος τοῦ χοροῦ, πρβλ. πάροδος ΙΙ. 2) μεταβολή, μετατροπή, μορφῆς, γνώμης Εὐρ. Ἑκ. 1266, Ἀνδρ. 1003· θυμῷ μετάστασιν διδόναι, ἐπιτρέπειν μεταβολὴν ἢ τροπὴν τῇ ὀργῇ, Σοφ. Ἀντ. 718· τῶν φρενῶν μ. Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 41. 3) μεταβολὴ πολιτικοῦ συστήματος, ἀνατροπή, ἐπανάστασις, ἐκ στάσεως μετάστασις Θουκ. 4. 74, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 856C· ἐν Ἀθήναις ἰδίως ἡ στάσις ἡ γενομένη τῷ 411 π. Χ., Λυσ. 184. 6, κτλ.
English (Slater)
μετάστᾰσις transformation ἦ γὰρ αὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[ θῆ]κε (sc. Περσεύς; a ref. to the transformation of the Seriphians into stone through the Gorgon's head) Δ. 4. 40.
Greek Monotonic
μετάστᾰσις: ἡ (μεθίστημι),·
I. μετακίνηση, μετατόπιση, κακοῦ, σε Ανδοκ.
II. 1. (μεθίσταμαι), τοποθέτηση σε διαφορετικό μέρος, μετακίνηση, μετανάστευση, σε Πλάτ.· μετάστασις ἡλίου, έκλειψη, σε Ευρ.
2. διαδικασία αλλαγής, αλλαγή, στον ίδ.· θυμῷ μετάστασιν διδόναι, επιτρέπω (κάνω) μια αλλαγή μπροστά στην οργή κάποιου, δηλ. υποφέρω που υποχωρώ, σε Σοφ.
3. αλλαγή της πολιτικής κατάστασης, επανάσταση, σε Θουκ.
Middle Liddell
μετάστᾰσις, ιος, ἡ, μεθίστημι
I. a removing, removal, κακοῦ Andoc.
II. (μεθίσταμαἰ a being put into a different place, removal, migration, Plat.; μ. ἡλίου an eclipse, Eur.
2. a changing, change, Eur.; θυμῷ μετάστασιν διδόναι to allow a change to one's wrath, i. e. suffer it to cease, Soph.
3. a change of political constitution, revolution, Thuc.
English (Woodhouse)
change, migration, a departure from, change from, political upheaval
Mantoulidis Etymological
(=μετατόπιση, μεταβολή). Ἀπό τό μεθίστημι = μετά + ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.