συναγωνίζομαι
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
Dor. aor.
A συναγωνιξάμην Delph.3(3).126, etc.:—contend along with, share in a contest, τινι with one, Ar.Th.1061, cf. Antipho 5.93, Th.1.143, etc.; συναγωνίζομαι τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους Pl.Alc.1.119e; ἀλλήλοις ἐφ' ἡμᾶς D.43.10; τινὶ ἐν ταῖς προσευχαῖς Ep.Rom.15.30; συναγωνίζομαι ἐν μάχῃ Marm.Par.63: c.acc. cogn., ἀγῶνα SIG711 L 29 (Delph., ii B.C.); μάχας OGI280.3 (Pergam., iii B.C.).
b generally, ξυναγωνίζομαι τινί = share in the fortunes of another, Th.3.64.
2 aid, succour, τινι D.21.190; τινί τι one in a thing, Id.18.25, 30.31; τινὶ πρός τι one towards a thing, Id.18.20; εἴς τι D.H.4.4, Michel 452 (iv/iii B.C.): generally, assist, τῇ διατροπῇ Metrod.Herc.831.19; μετὰ σοῦ κοινῇ D.48.43.
3 abs., fight on the same side, οἱ ξυναγωνιούμενοι Th.5.109, cf. 1.123, X.Cyr.4.5.49, etc.; of the Tragic chorus, join in the action, Arist.Po.1456a26:—Act. συναγωνίζω, dub.l. in Nic.Dam.Fr.130.18 J.
German (Pape)
[Seite 996] dep. med., mit od. zugleich kämpfen, τινί, Ar. Th. 1061; τῆς ἄλλης Ἑλλάδος συναγωνιουμένης, Thuc. 1, 123, vgl. 5, 109; τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους, Plat. Alc. 1, 119 e; Antiph. 5, 93; übh. beistehen, ὁ καιρὸς ἡμῖν συναγωνίζεται, Isocr. 1, 3. 5, 26; ἐφ' ἵππων, Xen. Cyr. 4, 5, 49; beisteuern, τινί τι, Dem. öfter u. Sp.
French (Bailly abrégé)
soutenir dans une lutte, combattre pour, secourir, assister, défendre : τινι qqn ; τινί τι qqn en qch ; τινι πρός τι qqn en vue de qch ; abs. combattre ensemble, combattre du même côté.
Étymologie: σύν, ἀγωνίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αγωνίζομαι meestrijden; spec. van koor in tragedie; Aristot. Poët. 1456a26; overdr. meehelpen, bijstaan, met dat.. ὁ Φιλίππῳ πάντα συναγωνιζόμενος de man die in alles aan de kant stond van Philippus Dem. 18.25.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγωνίζομαι:
1 совместно бороться (Thuc., Arph.; σ. τινι πρός τινα Plat. и ἐπί τινα Dem.);
2 оказывать помощь, помогать, содействовать: σ. τινι δίκην Dem. защищать кого-л. на суде; ὁ ξυναγωνιούμενος Thuc. несущий помощь; τὸ συναγωνιζόμενον Isocr. благоприятствующее обстоятельство; σ. τινί τι Dem. помогать кому-л. в чем-л.; συναγωνίσασθαί τινι πρός τι Dem. помочь кому-л. в достижении чего-л.;
3 сотрудничать, принимать участие (σ. τινι ἔν τινι NT): τὸν χορὸν σ. ὥσπερ - sc. παρὰ - Σοφοκλεῖ Arst. (я считаю), что хор должен быть тесно связан (с общим действием), как у Софокла.
English (Strong)
from σύν and ἀγωνίζομαι; to struggle in company with, i.e. (figuratively) to be a partner (assistant): strive together with.
English (Thayer)
1st aorist middle infinitive συναγωνίσασθαί; from Thucydides and Xenophon down; to strive together with one, to help one in striving: τίνι ἐν τάς προσευχαῖς, in prayers, i. e. to offer intense prayers with one, ἀγωνιζόμενος in Lightfoot's note)).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α
1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῖς θεοῖς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.)
2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν για την κατάκτηση του μεταλλίου» β. «τίς γὰρ οὐκ ἂν συναγωνίσαιτο ἔτι τῇ μεγαλοψυχίᾳ τοῦ ἀνδρός;», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. είμαι εφάμιλλος με κάποιον, έχω την ίδια απόδοση με άλλον («αυτός παιδί μου συναγωνίζεται τους μαιτρ του είδους»)
2. βρίσκομαι σε ανταγωνισμό, ανταγωνίζομαι
αρχ.
1. βοηθώ («ὥσπερ δὲ Ἀθηναίους εἵλεσθε, τούτους ξυναγωνίζεσθε, καὶ μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν ὡς χρὴ ἀπ' αὐτῆς νῦν σώζεσθαι», Θουκ.)
2. υποστηρίζω («οὐδεὶς ἐστὶν ὅστις ἐμοὶ τῶν λεγόντων συναγωνίζεται», Δημοσθ.)
3. συνηγορώ
4. μάχομαι από το ίδιο μέρος
5. (για τον χορό του δράματος) αγωνίζομαι με τους υποκριτές, παίρνω μέρος στη δράση.
Greek Monotonic
συνᾰγωνίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.·
1. αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον, αγωνίζομαι μαζί του βοηθώντάς τον, συμπολεμώ, τινι, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, ξυναγωνίζομαί τινι, συμμερίζομαι την τύχη κάποιου, στον ίδ.
2. βοηθώ, υποστηρίζω, τινι, σε Δημ.
3. απόλ., μάχομαι στην ίδια πλευρά, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγωνίζομαι: ἀποθετ., ἀγωνίζομαι σύν τινι βοηθῶν αὐτῷ καὶ ἐπικουρῶν, ἀγωνίζομαι μετ’ αὐτοῦ πρός τινα, τινι, μετά τινος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1061, πρβλ. Ἀντιφῶντα 140. 26, Θουκ. 1. 143, κτλ.· τινι πρός τινα, συναγωνίζεσθαί σοι πρὸς τοὺς πολεμίους Πλάτ. Ἀλκ. α΄, 119Ε· ἐπί τινα, συναγωνιζομένων ἀλλήλοις ἐφ’ ἡμᾶς Δημ. 1053. 2· σ. ἐν μάχῃ Πάριον Χρον. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 64. 2) καθόλου, βοηθῶ, ἐπικουρῶ, συντρέχω, ὑποστηρίζω, τινι Δημ. 576. 7· τινί τι, βοηθῶ τινα εἴς τι, ὁ αὐτ. 233. 19., 872. 20· τινι πρός τι, βοηθῶ τινα διά τι, ὁ αὐτ. 231. 20· εἴς τι Διον. Ἁλ. 4. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 106. 6· σ. μετά τινος κοινῇ Δημ. 1179. 5. 3) ἀπολ., μάχομαι ἐκ τοῦ αὐτοῦ μέρους, οἱ ξυναγωνιούμενοι Θουκ. 5. 109, πρβλ. 1. 123, Ξεν., κλπ.· ἐπὶ τραγικοῦ χοροῦ, λαμβάνω μέρος εἰς τὸν ἀγῶνα, Ἀριστ. Ποιητ. 18. 21. ― Περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 113, 114 κἑξ.
Middle Liddell
fut. Attic ιοῦμαι
Dep.
1. to contend along with, to share in a contest, τινι with one, Thuc., etc.:—generally, ξ. τινι to share in the fortunes of another, Thuc.
2. to help, succour, τινι Dem.
3. absol. to fight on the same side, Thuc.
Chinese
原文音譯:sunagwg⋯zomai 尋-阿哥你索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-競爭
字義溯源:一同努力,一同爭奪,一同竭力;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀγωνίζομαι)=努力)組成,而 (ἀγωνίζομαι)出自(ἀγών)=聚集), (ἀγών)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 一同竭力(1) 羅15:30