οἰνάνθη
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
ἡ, (οἴνη A)
A inflorescence of the grape-vine, Ar.Ra.1320, Thphr. CP 3.14.8, etc.; = ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς σταφυλῆς, Suid.; also, of the wild vine, Vitis silvestris, Thphr. HP 5.9.6, Dsc.1.46,5.4, Plin.HN12.132, Gp.5.51; bloom on the grape, metaph., γένυσι φαίνων τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν the time of ripeness which softly brings forth the grape-bloom, Pi.N.5.6, cf. Chaerem.12 (pl.).
II in Poets, generally, vine, χλωρὸν οἰνάνθης δέμας S. Fr.255.4, cf. E.Ph.231 (lyr.), Ar.Av.588; Λεσβίης νέκταρ οἰνάνθης Call.Fr.115.
III dropwort, Spiraea filipendula, a plant with a smell like the vine, Cratin.98, Arist.HA549b33, Thphr. HP 6.8.1, Dsc.3.120, Plin.HN21.65.
2 a bird, perhaps wheat-ear, Saxicola oenanthe, Arist.HA633a15.
3 a salve, Asclep. ap. Gal.13.540, cf. 10.550.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bourgeon de vigne.
Étymologie: οἴνη, ἄνθος.
German (Pape)
ἡ, der erste Trieb der Weintraube, die Trageknospe des Weinstocks, ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς σταφυλῆς od. ἀμπέλου, Suid.; οἰνάνθας ἱεῖσα βότρυν, Eur. Phoen. 231; Ar. Av. 588; Theophr. Später auch die Weinblüte, Geop.; und bei Dichtern überhaupt Weinrebe. – Bes. auch die Blüte der Waldrebe, mit der ein wohlriechendes Öl, ἔλαιον οἰνάνθινον, auch ein Wein zubereitet wurde. – Eine Dolden tragende Pflanze mit weinähnlicher Blüte, Theophr. und Diosc.
übertragen das erste keimende Barthaar des Jünglings, der erste Flaum, οὔπω γένυσι φαίνων τέρειναν ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν, Pind. N. 5.6, vom Kinn.
Bei Arist. H.A. 9.49 ein Vogel, vielleicht = οἰνάς.
Russian (Dvoretsky)
οἰνάνθη: ἡ
1 первый побег виноградной лозы Eur.;
2 цвет виноградной лозы или виноградная лоза Eur., Arph.;
3 досл. мягкий пушок на виноградных листьях, перен. первый пушок на щеках юноши Pind.;
4 бот. (предполож.) омежник, конский укроп (Oenanthe L) Arst.;
5 предполож. птица каменка (Saxicola oenanta) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνάνθη: ἡ, (οἴνη) ἡ, ὁ πρῶτος βλαστὸς τῆς ἀμπέλου, ἡ κάλυξ, ἥτις περικλείει τὸ φύλλον καὶ τὸ ἄνθος, Λατιν. pampinus, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 8, κτλ.· ἑρμηνευόμενον παρὰ τοῦ Σουΐδ. ὡς «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς ἀμπέλου», ὑπὸ δὲ τοῦ Ἀμμωνίου, «ἡ πρώτη τῶν βοτρύων ἐξάνθησις», πρβλ. Ἡσύχ. 2) τὸ ἄνθος τῆς σταφύλης, Γεωπ. 5, 51. 3) παρὰ ποιηταῖς καθόλου, ἡ ἄμπελος, χλωρὸν οἰνάνθης δέμας Σοφ. Ἀποσπ. 239, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 231, Ἀριστοφ. Ὄρν. 588, Βάτρ. 1320· Λεσβίης νέκταρ οἰνάνθης Καλλ. Ἀποσπ. 115. 4) ὁ χνοῦς ὁ ἐπὶ τῶν τρυφερῶν τῆς ἀμπέλου φύλλων, τὸ «χνοῦδι», καὶ κατὰ μεταφοράν, αἱ πρῶται λεπτόταται τρίχες τοῦ γενείου, οὔπω γένυσι φαίνων τέρειναν ματέρ’ οἰνάνθας ὀπώραν, «θέλει οὖν λέγειν ὅτι οὔπω καιρὸν τοῦ γενειάσκειν ἔχων, οἰνάνθην γὰρ κατὰ μεταφορὰν τὸν ἴουλον εἴρηκε, τουτέστι τὴν πρώτην τῶν γενειάδων ἀνάφυσιν … ὁ δὲ νοῦς, οὔπω ἐν τῇ γενειάδι δεικνὺς τὴν ἁπαλὴν ὥραν καὶ ὀπώραν, τουτέστιν οὔπω γενειάσκων» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 5. 11. ΙΙ. τὸ ἄνθος τῆς ἀγρίας ἀμπέλου, ἐκ τοῦ ὁποίου ἡδύ τι ἔλαιον παρήγετο (ἔλαιον οἰνάνθινον) ὡς καὶ εἶδος οἴνου, Διοσκ. 1. 56. ΙΙΙ. φυτόν τι ὅμοιον τῇ ἀμπέλῳ, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 5, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1. IV. πτηνόν τι, ἴσως ἡ οἰνάς, Motacilla ἢ Saxicola oenanthe, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 8.
Greek Monolingual
η (ΑΜ οἰνάνθη, δωρ. τ. οἰνάνθα)
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα, με 30 περίπου είδη, συνήθως υδροχαρή, ορισμένα από τα οποία είναι δηλητηριώδη, όπως το είδος κροκώδης, που περιέχει στη ρίζα του την τοξική ουσία οινανθοτοξίνη
2. ζωολ. γένος πτηνών
(μσν-αρχ.)
1. το άνθος του σταφυλιού
2. πρώτος βλαστός της αμπέλου
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς ἀμπέλου»
4. (κατά τον Αμμών.) «ἡ πρώτη τῶν βοτρύων ἐξάνθησις»
5. το άνθος της άγριας αμπέλου από το οποίο παρασκευζόταν ευώδες έλαιο, το οινάνθινον
αρχ.
1. ο οίνος που παρασκευαζόταν από την άγρια άμπελο
2. (ποιητ.) η άμπελος
3. φυτό όμοιο με την άμπελο
4. αποδημητικό πτηνό, ίσως η οινάς
5. είδος κολλυρίου
6. ονομασία φαρμακευτικής αλοιφής
7. μτφ. στον πληθ. αἱ οἰνάνθαι
οι πρώτες λεπτότατες τρίχες στο γένι τών εφήβων, επειδή μοιάζουν με τις πρώτες λεπτές και τριχοειδείς εκφύσεις της αμπέλου, ο ίουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴνη «άμπελος» + ἄνθη «άνθηση» (< ἄνθος), πρβλ. αμπελάνθη. Η λ. με τις νεοελλ. της σημασίες είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oenanthe].
Greek Monotonic
οἰνάνθη: ἡ (ἄνθος),·
1. το πρώτο βλαστάρι του αμπελιού· γενικά, αμπέλι, σε Ευρ., Αριστοφ.
2. το απαλό χνούδι στα τρυφερά κληματόφυλλα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
οἰν-άνθη, ἡ, ἄνθος
1. the first shoot of the vine: generally, the vine, Eur., Ar.
2. the soft down of the young vine-leaves, Pind.