χάος

From LSJ
Revision as of 17:54, 12 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Finsterniß" to "Finsternis")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰ́ος Medium diacritics: χάος Low diacritics: χάος Capitals: ΧΑΟΣ
Transliteration A: cháos Transliteration B: chaos Transliteration C: chaos Beta Code: xa/os

English (LSJ)

[ᾰ], χάεος, Att. χάους, τό,
A chaos, the first state of the universe, πρώτιστα χάος γένετ', αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ' εὐρύστερνος κτλ. Hes.Th.116, cf. Ibyc.28, Epich.170.3, Acus.Fr.5J., Arist.Metaph.1091b6, Ar.Av. 693 (anap.); χάους . . παῖς καλεῦμαι Simm.Alae7; represented sometimes as infinite space, S.E.P.3.121, cf. Plot.6.8.11; sometimes as unformed matter, Luc.Am.32 (esp., acc. to the Stoics, water, Zeno Stoic.1.29 (with deriv. fr. χέω)).
2 space, the expanse of air, ἄτρυτον χάος B.5.27, cf. Ar.Nu.424 (anap.), 627, Av.1218.
b τὸ χάος τοῦ ἐφ' ἑκάτερα ἀπείρου αἰῶνος, of infinite time, M.Ant.4.3.
3 the nether abyss, infinite darkness, joined with Ἔρεβος, Pl.Ax.371e; with ὄρφνη, Q.S. 2.614; represented as in the interior of the globe, Plu.2.953a; χάους κύνα, of Cerberus, APl.4.91.
b generally, darkness, A.R.4.1697.
4 any vast gulf or chasm, LXX Mi.1.6, Za.14.4; of a pit, Opp.C.4.92; of the gaping jaws of the crocodile, ib.3.414, cf. 4.161, H.5.52.
5 Pythagorean name for one, Theol.Ar.6.

German (Pape)

[Seite 1335] τό (χάω, χαίνω), der leere, unermeßliche Raum; persönlich gefaßt von Hes. Th. 116; die rohe, verworrene Masse, aus der das Weltall geschaffen wurde, Plat. Conv. 178 b; Ar. öfter. – Später auch die unermeßliche Zeit, M. Ant. 4, 3. – Dah. a) jeder leere, weite Raum, jede Kluft, wie χάσμα, εὐρύ Opp. Cyn. 3, 414. – b) der Luftraum, die Atmosphäre, Stesichor. – c) die Finsternis, Qu. Sm. 2, 614, neben ὄρφνη.

French (Bailly abrégé)

ion. χάεος, att. χάους (τό) :
I. ouverture béante, gouffre, abîme ; particul. :
1 espace immense et ténébreux qui existait avant l'origine des choses;
2 p. ext. immensité de l'espace, de l'air ou la durée infinie du temps;
II. p. suite d'une fausse dérivation de χέω verser, répandre;
1 masse confuse des éléments répandus dans l'espace, chaos;
2 t. stoïc. le liquide, particul. l'eau.
Étymologie: R. Χα, être béant ; cf. χαίνω, χάσκω, χανδάνω.

Russian (Dvoretsky)

χάος: εος (ᾱ) τό χαίνω
1 хаос, первичное бесформенное состояние мира (πάντων πρώτιστα χ. γένετο Hes. etc.; τὸ περικείμενον χ. Luc.); перен. мрачная бездна (ἔρεβος καὶ χ. Plat.; ὄρφνη καὶ χ. Plut.);
2 бесконечное пространство Arph., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χάος: -εος, Ἀττ. -ους, τό, ἡ πρώτη τοῦ κόσμου κατάστασις, πρώτιστα χ. γένετ’, αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ’ εὐρύστερνος Ἡσ. Θ. 116 Ἡσίοδος πρῶτον .. χ. φησὶ γενέσθαι Πλάτ. Συμπ. 178Β, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 6· εἰσήχθη δὲ καὶ εἰς κωμικήν τινα Θεογονίαν ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 693 κἑξ., πρβλ. Meineke Com. Hist. p. 318. - Παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις τὸ χάος ἄλλοτε μὲν σημαίνει τὸ ἄπειρον διάστημα, τὴν ἄπειρον ἔκτασιν, τὸ ἄπειρον, πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος void and formless Infinite, Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 7, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 121· ἄλλοτε δὲ τὴν ἄμορφον ὕλην, rudis indigestaque moles, ἐξ ἧς ἐδημιουργήθη τὸ σύμπαν, τὸ τοῦ Μίλτωνος matter unformed and void, Λουκ. Ἔρ. 32· (καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς Στωϊκούς, τὸ ὕδωρ, Σχόλ. εἰς Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 955Ε). - Ἡ προτέρα σημασία ὑπῆρξεν ἡ ἐπικρατεστέρα, ὅθεν χάος κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 2) τὸν περὶ ἡμᾶς χῶρον, τὴν ἔκτασιν τοῦ ἀέρος, τὴν ἀτμόσφαιραν, Ἴβυκ. 26, Ἀριστοφ. Νεφ. 424, 627, Ὄρν. 192· δι’ αἴθρας χάους τε Ἀνθ. Παλατ. 15· 24· - ὡσαύτως, τὸ χ. τοῦ αἰῶνος, ἐπὶ τοῦ ἀπείρου χρόνου, Μ. Ἀντωνῖν. 4. 3. 3) τὴν ὑποχθόνιον ἄβυσσον, τὸ ἄπειρον σκότος, συνημμένον μετὰ τῆς λ. Ἔριβος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Ε· μετὰ τῆς λ. ὄρφνη, Κόϊντ. Σμυρν. 2. 614· παρίσταται δὲ ὡς κείμενον ἐν τοῖς ἐγκάτοις τῆς γῆς, τὰ δ’ ἐντὸς (δηλ. τῆς γῆς) ὄρφνη καὶ χάος καὶ ᾄδης ὀνομάζεται Πλούτ. 2. 953Α· χάους κύνα, τὸν Κέρβερον, Ἀνθ. Παλατ. 91· - καθόλου, σκότος, Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 1697. 4) πᾶν μέγα καὶ ἀχανὲς χάσμα, Ἑβδ. (Μιχ. Α΄. 6, Ζαχ. ΙΔ΄, 4)· ἐπὶ τάφου, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 92· περὶ τῶν χαινουσῶν σιαγόνων τοῦ κροκοδείλου, αὐτόθι 3. 414, πρβλ. 4. 161, Ἀλ. 5. 52. (Οἱ ἑπόμενοι τοῖς Στωικοῖς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ χέω, ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ὑγρός, Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ. Ἀλλ’ ἡ ἔννοια ὑποδεικνύει √ΧΑ, χάσκω, χανεῖν, χαίνουσα ἄβυσσος, χαῖνον χάσμα).

Greek Monolingual

-ους, το, ΝΑ, και επικ. τ. γεν. χάεος Α
1. μυθ. α) (στην κοσμογονία του Ησιόδ.) το πρώτο από τα τέσσερα αρχέγονα στοιχεία που δημιούργησαν τον κόσμο και από το οποίο ξεπήδησαν το Έρεβος και η Νυξ, ο Έρως και οι Μοίρες
β) (κατά τον Αριστοτ.) ένας κενός χώρος πάνω από την γη
γ) (κατά τους Στωικ.) το νερό
δ) (κατά την ορφ. κοσμογονία) η δεύτερη αρχή που διέπει τον κόσμο μετά τον Χρόνο
ε) (κατά τον Οβίδιο) αρχική κατάσταση και άμορφη μάζα από την οποία προήλθε η ταξινομημένη μορφή του Σύμπαντος
2. η κατάσταση του Σύμπαντος πριν από τη δημιουργία του κόσμου, το πρώτο στοιχείο της κοσμογονίας
3. το άπειρο διάστημα, το αχανές, το άπειρο κενό
4. βαθύτατο χάσμα γης, βάραθρο, άβυσσος
νεοελλ.
1. μτφ. μεγάλη σύγχυση, μεγάλη ακαταστασία, αναστάτωση (α. «μετά τις αλλεπάλληλες απεργίες, επικρατεί χάος στις δημόσιες υπηρεσίες» β. «το δωμάτιό του είναι σκέτο χάος»)
2. φρ. «θεωρία χάους και καταστροφής»
(οικον.) μαθηματική θεωρία η οποία αποδίδει τις απότομες και αναπάντεχες μεταβολές της συμπεριφοράς ενός συστήματος σε ενδογενείς παράγοντες και σύμφωνα με την οποία οι εξωγενείς παράγοντες, όπως ο πόλεμος, οι πολιτικές αποφάσεις κ.ά., εφόσον συντρέξουν, μπορεί, απλώς, να επιτείνουν μια ενδογενώς δημιουργηθείσα ανισορροπία
αρχ.
1. ο περιβάλλων χώρος, η ατμόσφαιρα
2. ο άπειρος χρόνος
3. (συν. μαζί με τις λέξεις ἔρεβος και ὄρφνη) το άπειρο σκοτάδι
4. (γενικά) το σκότος
5. τάφος
6. (στην ποίηση) τα ανοιχτά σαγόνια ενός κροκοδείλου
7. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού ένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. χάος (< χαF-ος) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ĝhәu- της ΙΕ ρίζας ĝhēu- «χάσκω, χασμουριέμαι» και συνδέεται με μια σειρά γερμ. και σλαβ. τ. με σημ. «ουρανίσκος», όπως τα: αρχ. άνω γερμ. guomo, goumo (< ΙΕ τ. ghәu-men, που θα αντιστοιχούσε πιθ. σε έναν ελλ. τ. χαυμών), λιθουαν. gomurỹs, γερμ. Gaumen. Ανεπιβεβαίωτη, ωστόσο, παραμένει η αναγωγή της λ. στην ρίζα ghĕ- τών ρ. χαίνω και χάσκω, που υποστηρίζεται ήδη από παλιά. Την ετυμολόγησή της λ., τέλος, δυσχεραίνει κυρίως η σημασιολογική της ασάφεια. Ως προς την αρχική της σημ., έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως: «το άπειρο κενό», «χάσμα, βάραθρο», «κενός χώρος», «ο ατμός, η ομίχλη ως πρώτο στοιχείο της κοσμογονίας»].

Greek Monotonic

χάος: [ᾰ], -εος, Αττ. -ους, τό,
1. χάος, η πρώτη κατάσταση του κόσμου, σε Ησίοδ. κ.λπ.
2. άπειρο διάστημα, ατμόσφαιρα, σε Αριστοφ.
3. άβυσσος, άπειρο σκοτάδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

χάος, εος,
1. chaos, the first stateof the universe, Hes., etc.
2. infinite space, the expanse, Ar.
3. the nether abyss, infinite darkness, Anth.

Frisk Etymology German

χάος: -εος, -ους
{kháos}
Grammar: n.
Meaning: Chaos, von Hes. Th. 116 als Bez. des Erstentstandenen gebraucht, gewöhnlich (seit Arist.) als ein leerer Raum aufgefaßt; unbeschränkter Raum, Luftraum (Ibyk., B., Ar. usw.), weite Kluft, Schlund, Abgrund (hell. u. sp.).
Composita: Einige Kompp., z.B. χαυνοπολῖται m. pl. "Eitelbürger" (Ar. Ach. 635, anap.), χαυνόπρωκτος ‘mit lockerem od. gedunsenem Hintern’ (ibid. 104), ὑπόχαυνος etwas locker, eitel (sp.). Davon χαυνότης f. Lockerheit, Eitelkeit (Pl., Arist., Plu. u.a.); -αξ in χαυνάκων· χαυνοποιῶν, οἱ δὲ χαυνολόγων H.; -όομαι, -όω, auch m. ἐκ- u.a., ‘locker, eitel usw. werden bzw. machen’ (Alk., ion. att.) mit -ωσις f. Auflockerung, Aufblähung (Ar., hell. u. sp.), -ωμα n. aufgelockerte Erde, -ωτικός auflockernd (Plu.); -ιάζε· πλανᾷ H.
Derivative: Davon χαόω, -ῶσαι verschlingen (Tab. Defix., Simp. u. Olymp. VIp). — Daneben χαῦνος locker, porös, lose, gedunsen, aufgeblasen, eitel, nichtig (Pi., ion. att.). — Auch χαυλιόδων (s. ὀδών) m. λ-Suffix?
Etymology: Welche Vorstellungen Hesiod und seine Vorgänger innerhalb der mythologischen Kosmogonie mit χάος verbunden haben, läßt sich mit Sicherheit nicht entscheiden. Gegenüber der schon bei Arist. angedeuteten und seitdem von der Mehrzahl der Forscher vertretenen Auffassung, χάος sei der leere Raum, haben andere darin eine Kluft oder einen Abgrund sehen wollen. Nach W. Karl (s. zu Τάρταρος), der die früheren Auffassungen referiert und ablehnt, wäre χάος vielmehr mit ἀήρ gleichzusetzen und als "das zuerst entstandene Dunstund Nebelmeer" (S. 107) zu verstehen. Von Nilsson Gr. Rel.2 I 621 wird dagegen χάος als ‘die form- und gestaltlose Materie’ erklärt (ähnlich schon Ovid Metam. 1,7). Da wir noch weniger wissen, woher die kosmogonische Spekulation diesen Terminus geholt hat und welch konkreter Begriff damit ursprünglich verknüpft wurde, fehlt einer erfolgreichen Etymologie der nötige feste Grund. Morphologisch kommen wir insofern ein wenig weiter, als eine Verbindung mit χαῦνος (mit auffallender Barytonese) natürlich erscheint: χάος aus *χάϝος verhält sich zu χαῦνος wie das in dieselbe Begriffssphäre gehörende ἔρεβος zu ἐρεμνός ( < *ἐρεβνός). Da für χαῦνος eine Grundbed. locker, löcherig, mit Löchern versehen am nächsten liegt, würde sich für χάος eine (relativ) ursprüngliche Bed. wie etwa Loch, Hohlraum, leerer Raum, klaffende Öffnung ergeben. Demgemäß wurden χάος und χαῦνος schon längst (s. Curtius 196 m. älterer Lit.) mit χάσκω, χάσμα, χανεῖν, χήμη usw. verbunden; es kann sich aber dabei nur um eine entfernte Verwandtschaft handeln. Formell etwas näher, aber begrifflich ferner liegen einige german.-baltische Wörter für Gaumen, ahd. guomo, awno. gōmi m. usw. (idg. *ghō[]-men-) neben ahd. goumo m. (idg. *ghəu-men-; wäre gr. *χαυμών), lit. gomurỹs u.a.m. (Brugmann Grundr.2 I 174 u. 201, Persson Beitr. 1,59 u. 116f., 2, 709; weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 565f., Pok. 449). Auch toch. A śew- gähnen wurde herangezogen (s. Duchesne-Guillemin BSL 41, 154; dazu v. Windekens Orbis 13, 231). — Weiteres s. χάσκω und χώρα.
Page 2,1072-1073

Mantoulidis Etymological

-ους τό. Ἀπό τό χάσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

chaos

Albanian: rrëmujë; Arabic: فَوْضَى‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: քաոս; Azerbaijani: hərc-mərclik; Belarusian: хаос, хаас; Bulgarian: хаос, безредие; Catalan: caos; Chinese Mandarin: 混沌, 混亂, 混乱, 渾沌, 浑沌; Czech: chaos; Danish: kaos; Dutch: chaos, wanorde; Esperanto: ĥaoso, kaoso; Estonian: kaos; Finnish: kaaos, epäjärjestys, sekasorto; French: chaos; Galician: caos; Georgian: ქაოსი; German: Chaos, Unordnung, Durcheinander, Wirrwarr, Wirrsal; Alemannic German: Chrüsimüsi; Greek: χάος; Ancient Greek: ταραχή; Hebrew: תוהו ובוהו‎, כאוס‎; Hungarian: káosz; Icelandic: ringulreið; Ido: kaoso; Indonesian: kekacauan, prahara; Interlingua: chaos; Irish: anord; Italian: caos; Japanese: 混乱, 無秩序, 混沌, カオス; Khmer: សង្ករ; Korean: 혼돈(混沌); Latvian: haoss; Lithuanian: chaosas; Malay: huru hara; Norwegian: kaos; Old English: dwolma; Persian: آشوب‎; Plautdietsch: Wirwoa; Polish: chaos, bezład; Portuguese: caos; Romanian: haos; Romansch: caos; Russian: хаос, беспорядок; Serbo-Croatian Cyrillic: хаос, каос; Roman: haos, kaos; Slovene: kaos; Spanish: caos; Swahili: kesheshe; Swedish: kaos; Tagalog: dimayaw, kaguluhan; Thai: ความยุ่งเหยิง, ความโกลาหล, ความสับสนวุ่นวาย; Ukrainian: хаос; Vietnamese: hỗn loạn