ἀράσσω
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
Att. ἀράττω [ᾰρ], Ion. and poet. impf.
A ἀράσσεσκον Pi.P.4.226: fut. ἀράξω (συν-) Hom., Dor. ἀραξῶ Theoc.2.160: aor. ἤραξα (ἀπ-) Hom., Ep. ἄραξα Hes.Sc.461:—Pass., aor. ἠράχθην, Ep. ἀράχθην (συν-) Hom.: fut. Med. in pass. sense, κατ-αράξεσθαι Plu.Caes.44:—smite, dash in pieces, (Hom. only in compounds ἀπαράσσω, συναράσσω); of any violent impact, with collat. notion of rattling, clanging, as of horses, ὁπλαῖς ἀ. χθόνα Pi. l.c.; ἄρασσε (sc. πύλας) knock at the door, E.Hec.1044; τὴν θύραν Ar.Ec.978, cf. Theoc.2.6 (Pass., of the door, open with a crash, Luc.DMeretr.15.2); pound in a mortar, ὅλμῳ ἀ. Nic. Th.508; ἀράσσειν στέρνα, κρᾶτα, beat the breasts, the head, in mourning, A.Pers.1054 (lyr.), E.Tr.279 (lyr.); ἄρασσε μᾶλλον strike harder, A.Pr.58; ὄψεις ἀράξας S.Ant.52; ἤρασσε βλέφαρα Id.OT1276:—in Pass., ὀμμάτων ἀραχθέντων Id.Ant.975 (lyr.); also ἀ. πέτροις τινά strike with a shower of stones, E.IT327:—Pass., πέτροισιν ἠράσσοντο A. Pers.460:—a). κιθάρην strike the lyre, Orph.A.382; ὕμνον, μέλος, etc., Nonn. D. 1.15,440, etc.
2 c. dat. modi, ἀράσσειν τινὰ ὀνείδεσι, κακοῖς, assail with reproaches or threats, S.Aj.725, Ph.374, cf. ἐξαράσσω.
II Pass., to be dashed against, πρὸς τὰς πέτρας Hdt.6.44; πρὸς τὴν γῆν Luc.Anach.11; of things, dash one against the other, A.R.2.553, Ael.NA16.39.—The simple Verb is poetic, used once by Hdt. and in late Prose, v. supr. (Akin to ῥάσσω, Ion. ῥήσσω (q.v.), cf. προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον, Hsch.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω Ar.Nu.1373
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [impf. 3a plu. ἀράσσεσκον Pi.P.4.226, dór. fut. ἀραξῶ Theoc.2.160]
I tr.
1 clavar, ensamblar a golpes γόμφοισιν ... τήν γε καὶ ἀρμονίῃσιν ἄρασσεν con clavos y clavijas la ensambló a golpes (de la balsa de Odiseo) Od.5.248, cf. en v. pas., Plu.2.321d.
2 seres vivos y partes del cuerpo golpear, herir ὄψεις ἀράξας S.Ant.52, cf. OT 1276, Nonn.D.5.16, γυῖον Nic.Th.777, c. instrum. τὸ νῦν ὑπεῖκον ἤρασσεν πέτροις E.IT 327, λιθάδεσσιν A.R.Fr.12.21, abs. ἄρασσε μᾶλλον A.Pr.58, βάλλων ἀράσσων E.Andr.1154, Hec.1175, IT 310, cf. Ar.Lys.459
•estrellar, destrozar en v. pas. οἱ δὲ πρὸς τὰς πέτρας ἀρασσόμενοι Hdt.6.44, cf. Luc.Anach.11.
3 en rel. c. molienda y trituración golpear, machacar, majar ἀράξαι μύλην con el molino manual, Nicostr. en Stob.4.22.102, (ἥν) ὅλμῳ ἀράξας machacándola en el almirez Nic.Th.506.
4 gener. golpear, martillear ὁπλαῖς ... χθόνα Pi.l.c., γαίης ... κόλπον Colluth.55, cf. Nonn.D.34.285, ἀράξας νύσσαν en la carrera, Lyc.15, en señal de duelo στέρνα A.Pers.1054, κρᾶτα E.Tr.279, 1235
•golpear, llamar a πύλας E.IT 1308, Nonn.D.1.141, cf. Theoc.l.c., τὴν θύραν Ar.Ec.977, Herod.1.1, τὰ θύρετρα ... ποδί Call.Ap.3, οἶκον Nonn.D.2.258, abs. ἄρασσε ¡llama a la puerta! E.Hec.1044
•en v. pas. c. agente o instrum. ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο A.Pers.460, πυρσογενὴς ὅτε θῆλυς ἀράσσεται ἄρσενι πέτρῳ cuando la hembra generadora de fuego es golpeada con la piedra macho fig. del eslabón y el pedernal, Nonn.D.2.495, cf. 2.37.
5 mús. tañer, tocar κιθάρην Orph.A.382
•hacer sonar δοῦπον Nonn.D.5.254, cf. 7.51, 27.226
•fig. interpretar ὕμνον Nonn.D.1.15, μέλος Nonn.D.1.440.
6 fig. atacar αὐτὸν ... ὀνείδεσιν S.Ai.725, κακοῖς S.Ph.374, Ar.Nu.1373.
II en v. med. chocar, entrechocar δοῦπος ἀρασσομένων el estruendo de las (rocas Cianeas) que entrechocaban A.R.2.553, cf. Pamprepius 3.188, κλάδοι ... ἀραττόμενοι Ael.NA 16.39.
• Etimología: Etim. dud., quizá onomatopéyica, cf. ἄραβος; la rel. c. ῥάττω < *u̯rak- es difícil.
German (Pape)
[Seite 344] von jeder heftigen Bewegung eines Körpers gegen den andern, wodurch ein Ton od. Geräusch hervorgebracht wird; Hom. nur in composs., z. B. Od. 9, 498 σύν κεν ἄραξε, 5, 426 σὺν δ' ὀστέ' ἀράχθη; Iliad. 16, 324 ἀπὸ δ' ὀστέον ἄραξεν; – ἀράσσεσκον ὁπλαῖς χθόνα, die Stiere stampften die Erde, Pind. P. 4, 226; schlagen, Aesch. Prom. 58; στέρνα Pers. 1011; ὄψεις Soph. Ant. 52; ἀραχθὲν ἕλκος 961, zw.; χειρὶ κρᾶτα Eur. Tr. 1235; πέτραις, mit Steinen werfen, I. T. 327, λίθοις Dion. Hal. 1, 79; πρὸς τὸ ἤδαφος. zu Boden schmettern; πρὸς τὰς πέτρας ἀράσσεσθαι Her. 6, 44; θύρας, an die Thür pochen, Anacr. 31, 8; πύλας Eur. I. T. 1308; πύλαν ἀραξεῖ Theocr. 2, 160; ἄῤῥαξε 2. 6; λύραν, die Lyra schlagen, spielen; μέλος, ein Lied spielen, Sp.; ὕμνον Nonn. D. 1, 15; ἦχον 10, 223; ἀρ. κακοῖς, ὀνείδεσι, mit Schmähungen werfen, Soph. Ai. 712 Phil. 374. – Pass., mit Geräusch an einander stoßen, ἡ αὔλειος ἠράσσετο. das Hofthor wurde aufgerissen, Luc. D. Mer. 15.
French (Bailly abrégé)
f. ἀράξω, ao. ἤραξα, pf. inus.
heurter, frapper une chose contre une autre : γόμφοισιν σχεδίην ἀρ. καὶ ἁρμονίῃσιν OD assujettir un radeau en enfonçant les poutres avec des clous ; Pass. πρὸς πέτρας ἀράσσεσθαι HDT être heurté violemment contre des rochers ; abs. ἀράσσεσθαι ÉL s'entrechoquer ; ἀράσσειν στέρνα ESCHL frapper la poitrine ; βλέφαρα SOPH meurtrir les yeux ; θύρας EUR frapper violemment à la porte ; fig. τινα κακοῖς, ὀνείδεσι SOPH accabler qqn d'outrages.
Étymologie: DELG pê onomatopée.
Russian (Dvoretsky)
ἀράσσω: атт. ἀράττω (ᾰρ) (aor. ἤραξα - поэт. ἄραξα, pf. ἤραχα)
1 бить, ударять (θύρας Anacr., Eur. и θύραν Arph.; πύλαν Theocr.; βλέφαρα Soph.; ὁπλαῖς χθόνα Pind.): ἀ. στέρνα Aesch. бить себя в грудь; ἡ αὔλειος ἠράσσετο Luc. раздался стук в ворота;
2 сбивать, сколачивать (σχεδίην γόμφοισιν Hom.; τριήρης σφύραις ἀρασσομένη Plut.);
3 разбивать (ἀράσσεσθαι πρὸς τὰς πέτρας Her.);
4 наносить (ἕλκος ἀραχθέν Soph.): ἀ. κακοῖς или ὀνείδεσι Soph. наносить оскорбления.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράσσω: Ἀττ. -ττω: Ἰων. καὶ ποιητ. παρατ. ἀράσσεσκον Πίνδ.: μέλλ. ἀράξω (συν-) Ὅμ., ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Δωρ. ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπ. ἄραξα Ἡσ. Ἀσπ. 461:- Παθ., ἀόρ. ἠράχθην, Ἐπ. ἀράχθην (συν-) Ὅμ,: μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. καταράξεσθαι Πλουτ. Καῖσ. 44: (α εὐφων., ῥάσσω). Κτυπῶ, κρούω ἰσχυρῶς, συγκρούω, κατασυντρίβω (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὰ σύνθετα αὐτοῦ, ἀπαράσσω, συναράσσω)· ἐπὶ πάσης ἰσχυρᾶς κρούσεως μετὰ τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τοῦ κρότου, ὡς ἐπὶ ἵππων, ὁπλαῖς ἀρ. χθόνα Πινδ. Π. 4. 401· θύρας ἀρ., κρούειν μανιωδῶς τὰς θύρας, Εὐρ. Ἑκ. 1044· τήν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 978· ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τῆς θύρας, ἀνοίγομαι μετὰ κρότου ἢ τριγμοῦ, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15: ἀράσσειν στέρνα, κράτα, κρούειν τὸ στῆθος, τὴν κεφαλήν, ἐν πένθει καὶ θρήνῳ, Λατ. plangere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054, Εὐρ. Τρῳ. 279· ἄρασσε μᾶλλον, κτύπει ἰσχυρότερον, «χτύπα δυνατώτερα», Αἰσχύλ. Πρ. 58: ὄψεις ἀράξας, πλήξας, Σοφ. Ο. Τ.1276· ἤρασσε βλέφαρα ὁ αὐτ. Ἀντ. 52· ἀρ. πέτροις τινά, πετροβολῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 327· ἀρ. κιθάρην, κρούω τὴν κιθάραν ἐντόνως, Ὀρφ. Ἀργ. 384· ἐντεῦθεν, ὕμνον, μέλος κτλ., συχν παρὰ Νόννῳ. 2) μετὰ δοτ. τρόπου, ἀράσσειν ὀνείδεσι, προσβάλλειν τινὰ δι’ ὕβρεων καὶ ὀνειδισμῶν, Σοφ. Αἴ. 725, κακοῖς Φ. 374, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1372 (καὶ ἴδε τὸ ῥῆμα βάλλω Ι. 1.) ΙΙ. Παθ., καταρρίπτομαι ἐπάνω εἰς..., πρὸς πέτρας Ἡρόδ. 6. 44· πέτραις Αἰσχύλ. Πέρσ. 460: - ἐπὶ πραγμάτων, κτυπῶ ἓν ἐπὶ ἑτέρου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 553, Αἰλ. π. Ζ. 16. 39. 2) ἐπὶ τραύματος ποιοῦμαι ὑπὸ τινος, εἶδεν ἀρατόν ἕλκος ἀραχθέν ἐξ ἀγρίας δάμαρτος, τὸ ἀραχθέν εἶναι γραφή τοῦ Wunder. τὰ χειρόγρ. ἔχουσι τυφλωθὲν καὶ τὴν γραφὴν ταύτην διετήρησεν ὁ Jebb καὶ ἄλλοι, Σοφ. Ἀντ, 972. - Τὸ ἀπλοῦν ῥῆμα εἶναι ποιητικὸν ἀπαντῶν (ἅπαξ) παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πεζοῖς, πρβλ. ἀπ-, ἐπ-, κατ-, συναράσσω.
English (Autenrieth)
fut. ἀράξω, aor. ἄραξα, aor. pass. ἀράχθην: pound, batter, break; γόμφοισιν σχεδίην, ‘hammered fast’; freq. with adverbs, ἀπό, Il. 13.577; ἐκ, Od. 12.422; σύν, ‘smash,’ Il. 12.384.
English (Slater)
ᾰράσσω strike, beat χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ᾰράσσεσκον χθόν (P. 4.226)
Greek Monolingual
(AM ἀράσσω)
ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου
μσν.- νεοελλ.
1. προσορμίζομαι, αράζω
2. προσορμίζω
νεοελλ.
1. επιδιώκω
2. καταφεύγω
αρχ.
Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω
2. συγκρούω, συντρίβω
3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω
II. (-ομαι)
1. (για πόρτα) ανοίγω με τριγμό
2. ρίχνομαι κάτω, πέφτω
3. (για πράγματα) κτυπώ το ένα με το άλλο
4. φρ. α) «ἀράσσω στέρνα» — στηθοχτυπιέμαι, θρηνώ
β) «ἀράσσω ὄψεις» — τυφλώνομαι
γ) «ἀράσσω πέτροις» — λιθοβολώ
δ) «ἕλκος ἀραχθὲν ἐξ» — τραύμα που προξενήθηκε από.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λ. αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. άραβος, άραδος). Η υπόθεση ότι το ρ. αράσσω είναι συγγενές με το ῥᾱττω / ῥήσσω «χτυπώ, κρούω» δεν φαίνεται ασφαλής. Από το ρ. αράσσω έχει προέλθει και το νεοελλ. αράζω (Ι)].
Greek Monotonic
ἀράσσω: Αττ. -ττω, ποιητ. παρατ. ἀράσσεσκον· μέλ. ἀράξω, Δωρ. ἀραξῶ· αόρ. αʹ ἤραξα, Επικ. ἄραξα — Παθ., αόρ. αʹ ἠράχθην, Επικ. ἀράχθην· (α ευφωνικό και ῥάσσω, συγγενές του ῥήσσω)·
I. 1. χτυπώ, πλήττω με σφοδρότητα, φέρνω σε σύγκρουση, συντρίβω (ο Όμηρ. παραθέτει το ρήμα αυτό μόνο στα σύνθετα ἀπ-, συν-αράσσω)· λέγεται για άλογα, ὁπλαῖς ἀράσσουσιν χθόνα, σε Πίνδ.· θύρας ἀράσσω, χτυπώ με μανία την πόρτα, σε Ευρ.· ἀράσσειν στέρνα, κρᾶτα, χτυπώ το στήθος, το κεφάλι μου, κατά τις θρηνωδίες, Λατ. plangere, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἄρασσε μᾶλλον, χτύπα δυνατότερα, σε Αισχύλ.· ἀράσσω ὄψεις, βλέφαρα, σε Σοφ.
2. με δοτ. τρόπου, ἀράσσειν ὀνείδεσι κακοῖς, χτυπώ, προσβάλλω κάποιον με ύβρεις και λοιδορίες, δηλ. τις εκστομίζω βάναυσα, στον ίδ.
II. Παθ., καταρρίπτομαι πάνω σε, εκσφενδονίζομαι, πρὸς τὰς πέτρας, σε Ηρόδ.· πέτραις, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: beat, strike with rattling, clashing (Il.)
Other forms: Aor. ἀράξαι
Derivatives: ἀραγμός clashing, rattling (A.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown; onomatop.? Cf. ἄραβος. On possible connection with ῥάττω, ῥήσσω beat (Bechtel Lex. 293) s.s.v..
Middle Liddell
ῥάσσω, akin to ῥήσσω
I. to strike hard, smite, (Hom. only has it in the compounds ἀπ-, συν-αράσσω); of horses, ὁπλαῖς ἀρ. χθόνα Pind.; θύρας ἀρ. to knock furiously at the door, Eur.; ἀράσσειν στέρνα, κρᾶτα to beat the breast, the head, in mourning, Lat. plangere, Aesch., Eur.; ἄρασσε μᾶλλον strike harder, Aesch.; ἀρ. ὄψεις, βλέφαρα Soph.
2. c. dat. modi, ἀράσσειν ὀνείδεσι κακοῖς to throw with reproaches or threats, i. e. fling them wildly about, Soph.
II. Pass. to be dashed against, πρὸς τὰς πέτρας Hdt.; πέτραις Aesch.
Frisk Etymology German
ἀράσσω: {arássō}
Forms: Aor. ἀράξαι
Grammar: v.
Meaning: schlagen, stoßen, klopfen (vorw. poet. seit Il.),
Composita: öfters in Komposita wie ἀπ-, συν-, καταράσσω.
Derivative: Davon die Nomina ἀραγμός das Schlagen, das Gerassel (Trag., Lyk., H.), ἄραγμα (E., Sor.); Adv. ἀράγδην mit Getöse (Luk.). An diese Nomina mit γ schließt sich an das sekundär entstandene ἀράγειν· σπαράσσειν H.
Etymology: Etymologisch unklar, vielleicht onomatopoetisch; vgl. ἄραβος. Ob ῥάττω, ῥήσσω schlagen damit verwandt ist (Bechtel Lex. 293 nach J. Schmidt), bleibt fraglich.
Page 1,129
Mantoulidis Etymological
(=χτυπῶ δυνατά, συντρίβω). Ἀπό τό προθεματ. α + θέμα ϝραγ = αϝραγ+j+ω → ἀράσσω με συγχώνευση τοῦ γ καί j σέ δυό ττ ἤ σσ.
Παράγωγα: ἄραξις (=σύγκρουση), προσάραξις, ἄραγμα, ἀραγμός (=πάταγος), ἀράγδην (=μέ κρότο).