μένω

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μένω Medium diacritics: μένω Low diacritics: μένω Capitals: ΜΕΝΩ
Transliteration A: ménō Transliteration B: menō Transliteration C: meno Beta Code: me/nw

English (LSJ)

Ep. inf.

   A μενέμεν Il.5.486; Arc. pres. part. μίνονσαι Schwyzer 657.49 (Tegea, iv B.C.); Ep., Ion. impf. μένεσκον Il.19.42, Hdt.4.42: Ep., Ion. fut. μενέω Il.19.308, Hdt.4.119; Att. μενῶ Ar.Ach.564, etc.: aor. ἔμεινα Il.15.656, etc.: pf. μεμένηκα D.18.321; cf. μίμνω:—stay, wait:    I stand fast, in battle, οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν Il.16.659; μενέω καὶ τλήσομαι 11.317; φεύγειν μηδὲ μένειν Orac. ap.Hdt.1.55, cf. X.Cyr.3.3.45, S.OT295; ἐμπέδως μ. A.Ag.854; ἀραρότως Id.Supp.945; μ. κατὰ χώραν, of soldiers, Th.4.26.    2 stay at home, stay where one is, Il.16.838; ἔντοσθε μένοντες Hes.Th. 598; μ. αὐτοῦ Hdt.8.62; οἴκοι A.Fr.317; εἴσω δόμων Id.Th.232; κατ' οἶκον E.IA656; ἐν δόμοις Pi.N.3.43, S.Aj.80; ἔνδον Amphis 1.3.    b lodge, stay, παρὰ ματρί Pi.P.4.186; πρὸς τοὺς γονέας Hp. Ep.13; ἐκεῖ Plb.30.4.10 codd. (fort. οἴκοι), cf. Alciphr.3.5.    c μ. ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο stay away, be absent from... Il.2.292; ἀπὸ πτολέμοιο 18.64: and so abs., to be a shirker, ἴση μοῖρα μένοντι καὶ εἰ μάλα τις πολεμίζοι 9.318.    d οἱ μένοντες, opp. οἱ φεύγοντες (exiles), IG12.10.27.    3 stay, tarry, ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.17.570; μενέουσι, εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν Il.9.45; loiter, be idle, 11.666, A.Pers. 796; οἱ μένοντες X.An.4.4.19, etc.    4 of things, to be lasting, remain, stand, στήλη μένει ἔμπεδον Il.17.434; ἀσφαλὲς αἰὲν . . μένει οὐρανός Pi.N.6.4; τάδ' αἰανῶς μένοι A.Eu.672; αἰῶνα δ' ἐς τρίτον μένει Id.Th.744 (lyr.); opp. φέρεσθαι, Pl.Phdr.261d; εἰ μηδὲν μένει if nothing is fixed, Id.Cra.440a; τὴν μεμενηκυῖαν κρίσιν Phld.Sto.339.15; οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) having no proper motion, opp. οἱ πλάνητες, Arist.Cael.290a21; μένων κύκλος Autol.12, al., Ptol.Hyp.1.3; μένουσιν ἀριστοκρατίαι are stable, permanent, Arist.Pol.1308a3.    b μ. παρά τινι remain in one's possession, CPR18.37 (ii A.D.), etc.    5 of condition, remain as one was, of a maiden, Il.19.263; τῶν βεβαίως μοι φίλων μενόντων Ps.-Philipp. ap. D.12.11; τὸ νόμισμα βούλεται μένειν Arist.EN1133b14: generally, stand, hold good, ἢν μείνωσιν ὅρκοι E.Andr.1000; μένειν τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην Hdt.4.201; εἰ τὰ πρότερον μένει ἡμῖν ὁμολογήματα Pl.Grg.480b; μ. τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ Arist.EN1167b7; of circumstances, οὐ μενεῖν κατὰ χώραν τὰ πράγματα Th.4.76; οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μ., of prosperity, Hdt.1.5; μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι S.Ant.169; μ. ἐπὶ τούτων [ἃ κατέστραπται] remain contented with... D.4.9; μ. ἐπὶ τούτοις Isoc.8.7; ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μ. be content with... Pl.R.466c, cf. 496b; μ. ἐλεύθερον Men. 145; of wine, keep good, Plb.12.2.8.    6 abide by an opinion, conviction, etc., ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ Pl.Prt.356e; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lex ap.D.21.94; ὁ μένων the party which observes an engagement, PTeb.391.24 (i A.D.).    7 impers. c. inf., it remains for one to do, μένει . . ἐκτίνειν θέμιν A.Supp.435 (lyr.); τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει E.Fr.733.    II trans., of persons, await, expect (cf. μίμνω), ἡμέρας μεῖναι φάος Id.Rh.66; τοὺς Ἰλλυριούς Th.4.124, cf. 8.78; esp. await an attack without blenching, Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδὲ φέβοντο Il.5.527, cf. A.Th.436; of a rock, bide the storm, Il.15.620; ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ E.Ph.740: reversely of things, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει awaits him, A.Ch.103; ἐπίξηνον μένει (sc. με) Id.Ag.1277; ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελειμμένους Id.Fr.37; δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν Act.Ap.20.23.    2 c. acc. et inf., wait for, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wait ye for the Trojans to come nigh? Il.4.247; οὐ μενῶ πόσιν μολεῖν E.Andr.255; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν they waited for evening's coming on, Od.1.422, etc.; οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Pi.P.3.16; τί μένεις . . ἰέναι; why wait to go? Thgn.351; μένω δ' ἀκοῦσαι I wait, i.e. long, to hear, A.Eu.677, cf. Ag.459 (lyr.). (Cf. OPers. man- 'wait', Lat. maneo.)

German (Pape)

[Seite 133] fut. μενῶ, ep. μενέω, aor. ἔμεινα, perf. μεμένηκα, μένεσκον, Her. 4, 42 (vgl. auch μάμνω), maneo, – 1) bleiben; – a) Stand halten, in der Schlacht, im Kampf, im Ggstz von fliehen; οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλ' ἐφόβηθεν πάντες, Il. 16, 659, vgl. 8, 79. 19, 310; im Ggstz von φεύγειν, Xen. Cyr. 2, 1, 9; ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω, Il. 24, 658; oft mit τλῆναι verbunden, δύντα δ' ἐς ἠέλιον μενέω καὶ τλήσομαι ἔμπης, 19, 308; δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν, Soph. Phil. 1256. – b) übh. bleiben, an der Stelle, wo man ist; αὖθι μένω μετὰ τοῖσι – ἠὲ θέω μετὰ σ' αὖτις, Il. 10, 62; ἐν δήμῳ, 9, 634; οἴκοι u. ä. oft; ἔντοσθε, Hes. Th. 598; παρὰ ματρί, Pind. P. 5, 186; ἐν δόμοις, N. 3, 41; σὸν δ' αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων, Aesch. Spt. 214; übertr., μένει τὸ θεῖον δουλίᾳ περ ἐν φρενί, Ag. 1054; vgl. Soph. οὐ γάρ ποτε μένει νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν ἀλλ' ἐξίσταται, Ant. 559; μενῶν δόμοις, O. R. 1291; auch ἐμοὶ μὲν ἀρκεῖ τοῦτον εἰς δόμους μένειν, Ai. 80; μένε ἐπὶ στρωτοῦ λέχους, Eur. Or. 313; κατ' οἶκον, I. A. 656; αὐτοῦ, Her. 8, 62; u. sonst in Prosa, ἐν τῷ αὐτῷ τιμήματι, Plat. Legg. V, 744 c, κατὰ χώραν, Tim. 83 a (vgl. unter d), ἐν ταὐτῷ, Euthyd. 288 a; mit Hervorhebung des Gegensatzes der Bewegung, μὴ μένοντες, ἀλλὰ βαδίζοντες, Euthyphr. 15 b; μένοντες ἢ ἀναστρέφοντες, Lach. 191 e; μένοντά τε καὶ φερόμενα, Phaedr. 261 d; auch ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι, ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ, Rep. VI, 494 a V, 466 c; – οἱ μένοντες, die Zurückbleibenden, im Ggstz der Vorrückenden, Xen. An. 4, 4, 19. – Dagegen μένειν ἀπό τινος, von Etwas fern-, wegbleiben, Il. 2, 292. 18, 64. – c) auch mit dem Nebenbegriff der Unthätigkeit, verweilen; Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει, Il. 14, 367, vgl. 9, 318. 11, 666; π οῖ γὰρ μενεῖς ῥᾴθυμος, Soph. El. 946; μένειν ἐπὶ τούτων, dabei sich ruhig verhalten, sich beruhigen, im Ggstz von προσπεριβάλλεσθαι, Dem. 4, 9. – d) von leblosen Dingen, feststehen; ὥςτε στήλη μένει ἔμπεδον, Il. 17, 434; ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός, Pind. N. 6, 4; ὁ νόμος μένει, Eur. I. T. 959; κατὰ χώρην, vom Eide, unverändert bleiben, seine volle Kraft behalten, Her. 4, 201; vgl. Eur. Andr. 1001; Plat. εἴπερ τὰ πρότερον μένει ἡμῖν ὁμολογήματα, Gorg. 480 h; μεινάσης τῆς πολιτείας, Legg. VI, 753 b; αἱ σπονδαὶ μενόντων, Xen. An. 2, 3, 24. – 2) warten, harren; mit folgdm acc. c. inf., ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wartet ihr, daß die Troer herankommen? Il. 4, 247; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, sie warteten, bis der Abend herankomme, Od. 1, 422; μένον εἵματα τερσήμεναι, 6, 98; οὐδ' ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν, bis die Speisen kämen, Pind. P. 3, 16; ähnl. μένω δ' ἀκοῦσαι, zu hören harre ich, Aesch. Eum. 647; δίκης γενέσθαι τῆσδ' ἐπήκοος μένω, 702. – 3) c. acc., – a) den Feind im Kampfe abwarten, den Angriff aushalten, ohne zu weichen, den Feind bestehen, aushalten; ἃς Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδ' ἐφέβοντο, Il. 5, 527; Ἀργεῖοι οὐκ ἐλάθοντο ἀλκῆς, ἀλλ' ἔμενον Τρώων ἐπιόντας ἀρίστους, 13, 836; οὐκ ἂν δὴ μείνειας αὐτόν; könntest du nicht Stand halten gegen ihn? 3, 52; auch σῦς, ὅςτε μένει κολοσυρτὸν ἀνδρῶν, 13, 471, u. ὡς δὲ δράκων ἄνδρα μένῃσι, 22, 93; τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ, Aesch. Spt. 418, vgl. Pers. 239; – b) abwarten, erwarten; von Pferden, ὄφρ' ἔμπεδον αὖθι μένοιεν νοστήσαντα ἄνακτα, Il. 13, 37; μεῖναί τέ με κεῖνον ἄνωγας, Od. 15, 346; ὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Aesch. Spt. 376; auf Einen warten, ihm bevorstehen, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει, Ch. 101, vgl. Eum. 515; οἵαν σε μένει πυθέσθαι παιδὸς δύσφορον ἄταν, Soph. Ai. 628; ἀλλά τοι θεῶν ἀρὰ μενεῖ σ' ἀπιστήσαντα, Tr. 1230; οὐκ οἶδα οἷά νιν μένει παθεῖν, Eur. Troad. 431; ἡμέρας μεῖναι φάος, das Tageslicht abwarten, Rhes. 66; ξίφος μενεῖ σε μᾶλλον ἢ τοὐμὸν λέχος, Mel. 809; τρεῖς ἡμέρας ἐπέσχον τοὺς Ἰλλυρίους μένοντες, Thuc. 4, 124; τοὺς ὁπλίτας, auf die Schwerbewaffneten warten, Xen. An. 4, 4, 20; μενοῦμεν τούτους, ἕως ἂν ἔλθωσιν, Plat. Legg. VIII, 833 c; – Sp. – Adj. verb. μενετέον; Plat. Rep. I, 328 b; Xen. Hell. 3, 2, 9; auch μενητέον, vgl. Lob. zu Phryn. 446.

Greek (Liddell-Scott)

μένω: Ἰων. παρατ. μένεσκον Ἰλ. Τ. 42, Ἡρόδ. 4. 42· Ἰων. μέλλ. μενέω Ἰλ. Τ. 308, Ἡρόδ. 4. 119, κτλ., Ἀττ. μενῶ: ἀόρ. ἔμεινα· πρβλ. μεμένηκα (συνηθέστερον τὸ σύνθ. ἐμ-) Δημ. 331. 28· - οἱ λοιποὶ ὁμαλοὶ χρόνοι εἶναι κοινοί· - ῥημ. ἐπίθ. μενετός, μενετέον, παρὰ μεταγεν. μενητέον: - ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς μετ’ ἀναδιπλ. μίμνω, ὅ ἐστι μι-μένω, ἴδε τὰς λ. (Πρβλ. τὸ Λατ. maneo· ἴδε ἐν λ. *μάω). Μένω ἔν τινι θέσει, πολύ, περιμένω: Ι. μένω, διαμένω σταθερός, ἐν τῇ θέσει μου ἐν μάχῃ, ὑπομένω, Ὅμ· ὅστις συνάπτει αὐτὸ (ὡς συνώνυμον) μετὰ τοῦ τλῆναι, ἀντίθετ. τῷ φεύγειν· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐμπέδως μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 854· ἀραρότως ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 945· μ. κατὰ χώραν, ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 4. 26. 2) μένω οἴκοι, μένω ὅπου εἶμαι, μένω ἀκίνητος, Ἰλ. Π. 838· ἀλλὰ πληρέστερον, ἔντοσθε μένειν Ἡσ. Θ. 598· μ. αὐτοῦ Ἡρόδ. 8. 62· οἴκοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300. εἴσω δόμων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 232· κατ’ οἶκον Εὐρ. Ι. Α. 656· ἐν δόμοις Σοφ. Αἴ. 80· ἔνδον μένεις Ἄμφις ἐν «Ἀθάμαντι» 1· - ἁπλῶς, παραμένω, διαμένω, κατοικῶ, πρός τινα Ἱππ. 1276. 34· ἐκεῖ Πολύβ. 30. 4, 10, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 5· - ἀλλά, μ. ἀπό τινος, διαμένω μακράν τινος, ἀπουσιάζω ἀπό τινος, Ἰλ. Β. 292, Σ. 64. 3) διαμένω, χρονοτριβῶ, ἐς ἠέλιον καταδύντα Ὀδ. Ρ. 570· μενέουσιν, εἰσόκε περ Τροίην διαπέρσομεν Ἰλ. Ι. 45· μετά τινος ἐννοίας βραδύτητος ἢ ὀκνηρίας, Ι. 318, Λ. 666, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 796· οἱ μένοντες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 19, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, διατηροῦμαι, διαμένω, διαρκῶ, παραμένω, στήλη μένει ἔμπεδον Ἰλ. Ρ. 424· ἀσφαλὲς αἰέν... μένει οὐρανὸς Πινδ. Ν. 6. 7· τόδ’ αἰανῶς μένοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 672· αἰῶνα δ’ ἐς τρίτον μένει ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 744· μ. τὰ βουλεύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 3· οἱ μένοντες (δηλ. ἀστέρες), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: οἱ πλάνητες, ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 2. 8, 10· μένουσιν ἀριστοκρατίαι, εἶναι σταθεραί, διαρκεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 5· τὸ νόμισμα βούλεται μένειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 5, 14, κτλ. 5) ἐπὶ καταστάσεων, διαμένω ἐν ᾗ καταστάσει εὑρισκόμην, ἐπὶ παρθένου, Ἰλ. Τ. 263· καθόλου, διαμένω ὡς πρότερον, ἐξακολουθῶ, διατηροῦμαι, ἰσχύω, ἔχω κῦρος, ἢν μείνωσιν ὅρκοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1000· οὕτω, μένειν κατὰ χώρην, ἐπὶ ὅρκου, Ἡρόδ. 4. 201· ἐπὶ περιστάσεων, Θουκ. 4. 76· οὐδαμὰ ἐν ταὐτῷ μ., ἐπὶ εὐτυχίας, Ἡρόδ. 1. 5· μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι Σοφ. Ἀντ. 169· μ. ἐπὶ τούτων, μένω εὐχαριστημένος μέ..., Δημ. 42. 29· οὕτω, μ. ἐπὶ τούτοις Ἰσοκρ. 160Α· μ. ἐλεύθερον Μένανδ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 6. 6) μένω σταθερὸς εἴς τινα γνώμην ἢ πεποίθησιν κτλ., ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ, ὡς τὸ ἐμμένειν τῷ ἀληθεῖ, Πλάτ. Πρωτ. 356Ε· μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Νόμ. παρὰ Δημ. 545. 9· ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μένω, μένω εὐχαριστημένος μέ..., Πλάτ. Πολ. 466C. 7) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρ., μένει εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, μένει... τίνειν θέμιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 435· τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει Εὐρ. Ἀποσπ. 39. ΙΙ. μεταβ. ἐπὶ προσώπων, περιμένω, ἀναμένω, προσδοκῶ, Ἠῶ μίμνειν Ἰλ. Θ. 565, κ. ἀλλ.· ἰδίως, ὑπομένω προσβολὴν ἄνευ κλονισμοῦ, Λατ. mamere hostem, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ.· οὕτως ἐπὶ βράχου μένοντος ἐν τρικυμίᾳ ἀκινήτου Ἰλ. Ο. 620· ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ Εὐρ. Φοίν. 740· - τἀνάπαλιν ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μόρσιμον γὰρ τὸν τ’ ἐλεύθερον μένει, περιμένει αὐτόν, Αἰσχύλ. Χο. 103· ἐπίξηνον μένει (ἐνν. με) ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1277· ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελυμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 39. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., περιμένω τι, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; περιμένετε τοὺς Τρ. νὰ ἔλθωσι πλησίον; Ἰλ. Δ. 247· μένον δ’ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περιέμενον νὰ ἔλθῃ ἡ ἑσπέρα, Ὀδ. Α. 422, κτλ.· οὐδ’ ἔμειν’ ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Πινδ. Π. 3. 28· τί μένεις... ἰέναι; τί περιμένεις νὰ ὑπάγῃς; Θέογν. 351· μένω δ’ ἀκοῦσαι, περιμένω, δηλ. ποθῶ νὰ ἀκούσω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 677, πρβλ. Ἀγ. 459, Εὐρ. Ἀνδρ. 255 (ὅπερ προσεγγίζει τὸ μένω εἰς τὸ μέμονα).

French (Bailly abrégé)

1f. μενῶ, ao. ἔμεινα, pf. μεμένηκα;
I. intr. demeurer, rester, càd :
1 être fixe, stable, sédentaire : ἐν δόμοις SOPH, δόμοις SOPH, εἴσω δόμων ESCHL, κατ’ οἶκον EUR rester à l’intérieur de sa maison ; κατὰ χώραν THC rester dans un pays ; ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι PLAT s’en tenir à son dessein ; ἐπὶ τῷ βίῳ PLAT s’en tenir au genre de vie qu’on a ; particul. avec idée de perpétuité μένει ἡ στήλη IL (comme) une colonne reste fixe ; fig.νόμος μένει EUR la loi subsiste;
2 rester de pied ferme, tenir bon : οὐ μ. SOPH céder;
3 rester en arrière : οἱ μένοντες XÉN les traînards;
4 rester, demeurer, habiter;
II. tr. 1 attendre : τινα ou τι, qqn ou qch ; μένω δ’ ἀκοῦσαι ESCHL je reste pour écouter ; μένειν εἰσόκεν, avec le sbj. attendre que ; θεῶν ἀρὰ μένει σε SOPH la malédiction des dieux t’attend;
2 attendre de pied ferme, acc..
Étymologie: R. Μεν, rester ; cf. lat. maneo.
2seul. pf. μέμονα;
avoir un désir, désirer, souhaiter, vouloir : τι, qch ; avec un inf. souhaiter de faire qch, désirer faire qch.
Étymologie: R. Μεν, cf. μένος.

English (Autenrieth)

and μίμνω, ipf. iter. μένεσκον, fut. μενέω, aor. ἔμεινα, μεῖνα: remain, wait, and trans., await, withsland, Od. 16.367, Il. 6.126; foll. by inf., Il. 15.599 ; εἰσόκε, Il. 9.45; freq. of standing one's ground in battle or elsewhere, Il. 11.317, Od. 10.83; also w. obj., δόρυ, ἔγχος, etc.

English (Slater)

μένω (μένει, -οντι; -ων; -ειν: impf. μένεν: aor. ἔμειν; μείναντες; μεῖναι.)
   a abs., remain ὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἐστρὶς ἑκατέρωθι μείναντες ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.69) “ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι” (P. 4.33) μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (P. 4.186) αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (P. 6.38) ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.4) ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις (N. 3.43) καὶ Ἰόλαο[ς ἐ]ν ἑπταπύλοισι μένω[ν (Θήβαις supp. Lobel) fr. 169. 47. c. pr. subs., θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (P. 1.64) ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (N. 6.4)
   b c. acc.,
   I endure οἶον δ' ἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα (O. 9.90)
   II await τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά (I. 7.48)
   c c. acc. & inf., wait οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν (P. 3.16)

English (Abbott-Smith)

μένω, [in LXX for קוּם ,עמד, etc.;]
to stay, abide, remain.
1.Intrans.;
(i)of place: seq. ἐν, Lk 8:27, al.; παρά, c. dat. pers., Jo 1:40, al; σύν, Lk 1:56; καθ’ ἑαυτόν, Ac 28:16; c. adv., ἐκεῖ, Mt 10:11; ὧδε, Mt 26:38; metaph., I Jo 2:18; of the Holy Spirit, Jo 1:32, 33 14:17; of Christ, Jo 6:56 15:4, al.; ὁ θεός, I Jo 4:15, conversely, of Christians, Jo 6:56 15:4,I Jo 4:15, al.; ὁ λόγος τ. θεοῦ, I Jo 2:14; ἡ ἀλήθεια, II Jo 2, al.
(ii)Of time;
(a)of persons: Phl 1:25; seq. εἰς τ. αἰῶνα, Jo 12:34, He 7:24, I Jo 2:17; ὀλίγον, Re 17:10; ἕως ἔρχομαι, Jo 21:22, 23;
(b)of things, lasting or enduring: cities, Mt 11:23, He 13:14; λόγος θεοῦ, I Pe 1:23; ἁμαρτία, Jo 9:41.
(iii)Of condition: c. pred., μόνος, Jo 12:24; ἄγαμος, I Co 7:11; πιστός, II Ti 2:13; ἱερεύς, He 7:3; c. adv., οὕτως, I Co 7:40; ὡς κἀγώ, ib. 8; seq. ἐν, ib. 20, 24.
2.Trans. (Bl., §34, 1; Field, Notes, 132): c. acc. pers., Ac 20:5, 23 (cf. ἀνα-, δια-, ἐν-, ἐπι-, κατα-, παρα-, συν-παρα-, περι-, προσ-, ὑπο-μένω).

English (Strong)

a primary verb; to stay (in a given place, state, relation or expectancy): abide, continue, dwell, endure, be present, remain, stand, tarry (for), X thine own.