εἴδωλον

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴδωλον Medium diacritics: εἴδωλον Low diacritics: είδωλον Capitals: ΕΙΔΩΛΟΝ
Transliteration A: eídōlon Transliteration B: eidōlon Transliteration C: eidolon Beta Code: ei)/dwlon

English (LSJ)

τό, (εἶδος)
A phantom, Il.5.451, Od.4.796, Hdt.5.92.ή, Pl. Lg.959b; βροτῶν εἴδωλα καμόντων, of ghosts, Od.11.476, etc.; ψυχῶν Procl.Inst.64.
2 any unsubstantial form, εἴδωλον σκιᾶς A.Ag. 839, S.Fr.659.6, Chaerem.14.15; οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα… ἢ κούφην σκιάν S.Aj.126; εἴδωλον ἄλλως a mere form, Id.Ph.947; αἰῶνος εἴδωλον Pi.Fr.131.3.
3 image reflected in a mirror or in water, Pl.Sph. 266b, Arist.Div.Somn.464b9.
4 in the system of Epicurus, film given off by any object and conveying an impression to the eye, Epicur.Ep.1p.10U., Nat.2.1, al., Cic.Fam.15.16.1, etc.
II image in the mind, idea, X.Smp.4.21; phantom of the mind, fancy, Pl.Phd. 66c; εἴδωλον καὶ ψεῦδος Id.Tht.150c.
III image, likeness, γυναικὸς εἴδωλον χρύσεον Hdt.1.51, cf.6.58: metaph., λόγος εἴδωλον ψυχῆς Isoc.3.7.
IV later, image of a god, idol, LXX 4 Ki.17.12, 1 Ep.Cor.12.2, OGI201.8 (Silco, vi A.D.), etc.
V εἴδωλα οὐράνια constellations, A.R.3.1004, cf. Max.56.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: frec. graf. ἴδ-
I sin entidad real
1 imagen, forma εἴ. σκιᾶς la imagen de una sombra A.A.839, S.Fr.659.6, Chaerem.14.15, ζωὸν ... αἰῶνος εἴ. imagen viva del elemento divino op. σῶμα Pi.Fr.131b.2, οὐδὲν ... ἄλλο πλὴν εἴδωλα ... ἢ κούφην σκιάν S.Ai.126, καπνοῦ σκιάν, εἴ. ἄλλως dicho de un cadáver, S.Ph.947, ἄνθρωποι τύχης εἴ. ἐπλάσαντο Democr.B 119, cf. 166, (ἀρχῶν) εἴδωλα ἀλλ' οὐκ αὐτὰ παρέπεται Pl.Sph.266b, op. τὸ ἀληθές: τίκτειν οὐκ εἴδωλα ἀρετῆς ... ἀλλ' ἀληθῆ Pl.Smp.212a, cf. Meth.Symp.137, λόγος ἀληθὴς ... ψυχῆς ἀγαθῆς εἴ. Isoc.3.7, τελευτησάντων ... εἴδωλα εἶναι τὰ τῶν νεκρῶν σώματα que los cuerpos sin vida son imágenes de los muertos Pl.Lg.959b, οἶσθα ὅτι οὕτω σαφὲς ἔχω εἴ. αὐτοῦ ἐν τῇ ψυχῇ de una persona que se acuerda de otra, X.Smp.4.21, εἴ. ἐδόκει προηγεῖσθαι βαδίζοντι Arist.Mete.373b5, εἰδώλων καὶ φασμάτων καὶ ὀνειράτων Ph.1.676, τῆς ἡδονῆς τὰ εἴδωλα Ph.2.411, εἴ. τοῦ καλοῦ ἡ φιλοκοσμία Clem.Al.Paed.2.10.106
imagen, copia, reproducción ἐπεὶ κἀν τοῖς φυτοῖς τῶν νῦν λεγομένων εἴδωλα φαίνεται Aen.Gaz.Thphr.41.9
fig. imitación falsaἀπάτη ... τὸ τῆς ἀληθείας εἴ. ὑποκρίνεται la falacia pretende ser un remedo de la verdad Gr.Nyss.Eun.3.1.115.
2 imagen no corpórea, simulacro, sombra, fantasma de la imagen de Eneas fabricada por Apolo Il.5.449, cf. Od.4.796, de Helena en la palinodia, Stesich. en Papathomopoulos, Nouveaux fragments p.29, creada por Hera, E.Hel.34, de los muertos βροτῶν εἴδωλα en el Hades Od.11.476, cf. Hdt.5.92η, τῶν νεκύων PMag.4.1468, τιμωρήσομαι αὐτὴν εἴ. βίου παραγενόμενος yo la castigaré presentándome bajo forma de fantasma de vida después de suicidarse A.Io.20.16, εἴ. ἀσώματον Luc.DMort.11.5, onírica ἐσκιαγραφημένα ... εἴδωλα Synes.Insomn.15, op. ‘copiaδεῦρο μηδὲν εἴ. ... ἀλλ' ἀπεικονίσματα ... ἀειδῆ Meth.Symp.176, ἐπεὶ ... ἀπέθανον, γνωρίζω τὸ εἴ. en un sueño Erot.Fr.Pap.p.426, cf. Hld.4.14.2, Vett.Val.107.32, de las almas ἡ ψυχὴ ... ἐν ᾍδου γίνεται ἐφελκουμένη τὸ εἴ. Porph.Sent.29, cf. Aen.Gaz.Thphr.53.16, παῖδες δὲ καὶ νεανίαι διοιδοῦντες ὥσπερ εἴδωλα κατὰ τὰς ἀγορὰς ἀνειλοῦντο ref. a gente hambrienta, I.BI 5.513, cf. 7.452.
3 imagen reflejada (καθορῶ) ἐν τοῖς ὕδασι τά τε τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ τῶν ἄλλων εἴδωλα dif. de las sombras, Pl.R.516a, cf. Arist.Diu.Som.464b9, ἐν τοῖς ἐπιπέδοις ἐνόπτροις ... φαίνεται ... τὸ εἴ. ἴσον τῷ ὁρωμένῳ Euc.Catoptr.19, cf. 23, τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις εἴδωλα Phlp.in de An.331.8, cf. Ach.Tat.Intr.Arat.21.
4 imagen impresa en la arena, huella c. gen. εἴ. ... τῆς ἥβης Ar.Nu.976.
5 fil. imagen emitida por los objetos, en las teorías de la visión ἐγκαταβυσσοῦσθαι τὰ εἴδωλα διὰ τῶν πόρων εἰς τὰ σώματα (dice Demócrito) que las imágenes penetran en el cuerpo a través de los poros Plu.2.735a (= Democr.A 77), τούτους δὲ τοὺς τύπους εἴδωλα προσαγορεύομεν a estas réplicas las llamamos imágenes, Epicur.Ep.[2]46, cf. Fr.[24.22] 6, αὐτὰ γὰρ ἐμφαίνεται τὰ εἴδωλα de imágenes emitidas por los cuerpos, Thphr.Sens.51 (= Democr.A 135), εἴδωλα, hic ‘spectra’ nominat Cic.Fam.15.16.1 (= Democr.A 118), εἰ ἦν κατ' εἰδώλων ἔμπτωσιν τὸ ὁρατικὸν πάθος si la sensación visual era producida por un aflujo de imágenes Theo Al.Opt.Rec.p.148, ὁ νοῦς ... πρὸς ἑαυτὸν ἕλκει τῶν φαινομένων τὰ εἴδωλα Gr.Nyss.M.44.152C, cf. 157B, οὔτε πᾶσα ψυχῆς ἔλλαμψις ψυχή, ἀλλ' ἔστι καὶ τὰ εἴδωλα τῶν ψυχῶν y no toda irradiación del alma es un alma, sino hay también imágenes reflejo de las almas Procl.Inst.64.
6 fantasía, imaginación producto de la fantasía humana (τὸ σῶμα) ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων καὶ εἰδώλων ... ἐμπίμπλησιν ἡμᾶς (el cuerpo) nos llena de deseos, temores y fantasías Pl.Phd.66c, πότερον εἴ. ... ἀποτίκτει τοῦ νέου ἡ διάνοια ἢ γόνιμον si lo que engendra el pensamiento del joven es algo imaginario o fértil Pl.Tht.150c.
II c. consistencia real
1 estatua, imagen, figura γυναικὸς εἴ. χρύσεον Hdt.1.51, cf. 6.58, Plb.13.7.2, εἴδωλα ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ διαπρεπέα πρὸς θεωρίην Democr.B 195, εἵπετο ... Νυκτὸς εἴ. καὶ Ἡμέρας en una procesión, Plb.30.25.15, εἴ. λύγδινον estatua de mármol de Afrodita AP 6.209 (Antip.Thess.), εἴδωλα ξύλινα Polyaen.4.21, εἴ. αὑτοῦ (Τίτου) ... καθεύδοντος Polyaen.8.19, de un relieve del difunto en el sarcófago IUrb.Rom.1316.4 (III/IV d.C.)
en Egipto, ref. animales vivos o momificados considerados imagen del dios τὰ ἐν τῷ ἱερῷ εἴδωλα ἰβίων καὶ ἱεράκων PStras.91.10 (I a.C.), εἴδωλα θεῶν ὀξυρύνχων PSI 901.13 (I d.C.).
2 en el ámbito jud.-crist. ídolo ref. a dioses paganos y sus estatuas de culto καὶ ἐλάτρευσαν τοῖς εἰδώλοις LXX 4Re.17.12, τὰ εἴδωλα τὰ ἄφωνα 1Ep.Cor.12.2, cf. Ep.Rom.2.22, Apoc.9.20, τὴν πόλιν δὲ παντὸς ἐκάθαραν μιάσματος εἰδώλων I.AI 9.273, cf. 10.65, οἱ μὲν περὶ τὰ εἴδωλα αὐτοὺς ἕλκοντες οἱ δαίμονές εἰσιν los que atraen a éstos alrededor de los ídolos son los demonios Athenag.Leg.26.1, ref. al becerro de oro, Clem.Al.Paed.2.12.126, εἰδώλων ἐλατῆρα θεὸν σταυρόν τε γεραίρων IEphesos 1351.3 (IV d.C.), τὰ ἄψυχα εἴδωλα ídolos inanimados Cyr.H.Myst.1.8, διὰ τὸ ἀποκεκρύφθαι τὰ εἴδωλα τῶν τεσσάρων ἐθνῶν Epiph.Const.Haer.9.2.24, cf. OGI 201.8 (Talmis V d.C.), fig. τοῦ λόγου τὸ εἴ. el ídolo de la razón Gr.Nyss.Eun.3.1.3
templo de ídolos τὰ ἐν Αἰγύπτῳ οἰκοδομηθέντα εἴδωλα Epiph.Const.Haer.22.2.2.
III astr. figura celeste, ref. a estrellas, planetas y esp. constelaciones εἴδωλα οὐράνια A.R.3.1004, de la constelación ἐν γόνασιν que figuraba a Heracles defendiéndose arrodillado, Arat.64, cf. 383, PRyl.63.3 (III d.C.), cf. Max.56, Ach.Tat.Intr.Arat.23, Nonn.D.1.256, σποράδες ... καλοῦνται οἱ ἀστέρες, διότι οὐκ ἀποτελοῦσιν εἴ. Olymp.in Mete.77.22.

German (Pape)

[Seite 725] τό, εἶδος, Bild: – a) bei Hom. Gestalt, die Einem ähnlich ist, Il. 5, 450; εἴδωλον ποίησε, δέμας δ' ἤϊκτο γυναικί Od. 4, 796; vgl. Plat. Rep. IX, 586 c. Dah. καμόντων εἴδωλα, die Schattenbilder der Gestorbenen, denn es fehlt ihnen das Wesen selbst, Od. 11, 476 Il. 23, 72; vgl. σκιᾶς εἴδωλον Aesch. Ag. 839 u. Plat. Rep. VII, 532 c; so noch Sp., wo es »Gespenst« bedeutet. – b) die Nachbildung, Bild, z. B. γυναικὸς χρύσεον εἴδ. Her. 1, 51, vgl. 6, 58; sonst in Prosa; λόγος εἴδψυχῆς Isocr. 3, 7; das Bild ist aber nicht der Gegenstand selbst, dah. εἴδωλον καὶ ψεῦδος verbunden, Trugbild, Plat. Theaet. 150 c, u. dem ἀληθές entggstzt, ibd. – c) bei den Stoikern das Bild in der Seele, Vorstellung, Cic. Fam. 15, 16; vgl. Xen. Conv. 4, 21. – d) οὐράνια, die Sternbilder, Ap. Rh. 3, 1004. – e) N. T u. K. S. Götzenbild.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
reproduction des traits, image, particul. :
1 simulacre, fantôme : βροτῶν εἴδωλα καμόντων OD fantômes des morts;
2 image, portrait;
3 image réfléchie (dans l'eau, dans un miroir), empreinte;
4 fig. image conçue dans l'esprit ; imagination ; particul. t. stoïcien idée;
NT: idole ; faux dieu.
Étymologie: εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

εἴδωλον: τό
1 видение, призрак (βροτῶν εἴδωλα καμόντων Hom.; εἴ. καὶ ψεῦδος Plat.): εἴ. σκιᾶς Aesch. призрак тени, т. е. абсолютное ничто;
2 подобие, видимость (ἴκελόν τινι Hom.; τῆς ἀρετῆς Plut.);
3 отображение, отражение (τὰ ἐν τοῖς ὕδασιν εἴδωλα Arst.);
4 образ, изображение (χρύσεον Her.);
5 мысленный образ, воображение, греза (τὰ φαινόμενα εἴδωλα καθεύδοντι Arst.; εἴδωλα τῶν νοουμένων Plut.);
6 идол, кумир NT.

Greek (Liddell-Scott)

εἴδωλον: τό, (εἶδος) ὁμοίωμα, εἰκών, φάντασμα, αὐτὰρ ὁ εἴδωλον τεῦξ’... αὐτῷ τ’ Αἰνείᾳ ἴκελον Ἰλ. Ε. 451, Ὀδ. Δ. 796, Ἡρόδ. 5. 92, 32, Πλάτ. Νόμ. 959B· βροτῶν εἴδωλα καμόντων, σκιαὶ τῶν νεκρῶν, Ὀδ. Λ. 476, κτλ. 2) πᾶσα ἄϋλος μορφή, σκιᾶς εἴδωλον Αἰσχύλ. Ἀγ. 839· οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα...; ἢ καπνοῦ σκιὰν Σοφ. Αἴ. 126, Ἀποσπ. 588· εἴδωλον ἄλλως, ἁπλῆν σκιάν, ἁπλῶς μίαν σκιάν, ἓν φάντασμα, ὁ αὐτ. Φ. 947· αἰῶνος εἴδ. Πινδ. Ἀποσπ. 96. 3. 3) εἰκὼν ἀντανακλωμένη εἰς τὸ ὕδωρ, ἢ εἰς κάτοπτρον, Ἀριστ. π. Μαντικ. ἐν Ὕπνοις 2. 12, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 266D, καὶ ἴδε τὴν λέξιν εἰδωλοποιΐα. ΙΙ. εἰκὼν ἐν τῇ διανοίᾳ, ἰδέα, ἔννοια, Ξεν. Συμπ. 4, 21· ἰδίως παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, Κικ. Fam. 15. 16· ὡσαύτως, φάντασμα τοῦ νοῦ, φαντασία, Πλάτ. Φαίδων 66C· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθές, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 150C· ἐντεῦθεν τὰ τοῦ Βάκωνος idola specus, κλ. ΙΙΙ. εἰκών, ὁμοιότης, γυναικὸς εἴδωλον χρύσεον Ἡρόδ. 1. 51, πρβλ. 6. 58· λόγος εἴδ. ψυχῆς Ἰσοκρ. 28A. IV. μεταγεν., ἡ εἰκὼν ἢ ὁμοίωμα θεοῦ, ἄγαλμα, εἴδωλον, Ἑβδ. (Βασιλ. Δ. ΙΖ΄, 12), Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α΄, ιβ΄, 2, κτλ.· πρβλ. χειροποίητος. V. εἴδωλα οὐράνια, οἱ ἀστερισμοί, Λατ. signa, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1004.

English (Autenrieth)

(εἶδος): shape, phantom, Il. 5.449, Od. 4.796; esp. pl., of the shades in the nether world, βροτῶν εἴδωλα καμόντων, Od. 11.476.

English (Slater)

εἴδωλον image ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον· τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.

English (Strong)

from εἶδος; an image (i.e. for worship); by implication, a heathen god, or (plural) the worship of such: idol.

English (Thayer)

εἰδώλου, τό (εἶδος (cf. Winer's Grammar, 96 (91); Etym. Magn. 296,9)), in Greek writings from Homer down, an image, likeness, i. e. whatever represents the form of an object, either real or imaginary; used of the shades of the departed (in Homer), of apparitions, spectres, phantoms of the mind, etc.; in Biblical writings (an idol, i. e.):
1. the image of a heathen god: θεῶν ἤ δαιμον´ων εἴδωλα, Polybius 31,3, 13);
2. a false god: ἀλίσγημα); Sept.); φυλάσσειν ἑαυτόν ἀπό τῶν εἰδώλων, to guard oneself from all manner of fellowship with heathen worship, 1 John 5:21.

Greek Monotonic

εἴδωλον: τό (εἶδος),
I. εικόνα, φάντασμα, οπτασία, σε Όμηρ., Ηρόδ.· βροτῶν εἴδωλα καμόντων φαντάσματα, σκιές νεκρών ανδρών, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κάθε άϋλη μορφή, σκιᾶς εἴδωλον, σε Αισχύλ.· οὐδέν ἄλλο πλὴν εἴδωλα, σε Σοφ.
II. εικόνα, ιδέα στο μυαλό, σε Ξεν.· επίσης, φαντασιοπληξία, σε Πλάτ.
III. εικόνα, ομοιότητα, σε Ηρόδ.
IV.εικόνα, είδωλο, σε Καινή Διαθήκη

Frisk Etymological English

See also: s. εἴδομαι

Middle Liddell

εἴδωλον, ου, τό, εἶδος
I. an image, a phantom, Hom., Hdt.; βροτῶν εἴδωλα καμόντων phantoms of dead men, Od.; of any unsubstantial form, σκιᾶς εἴδωλον Aesch.; οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα Soph.
II. an image in the mind, idea, Xen.:—also a fancy, Plat.
III. an image, likeness, Hdt.
IV. an image, idol, NTest.

Frisk Etymology German

εἴδωλον: {eídōlon}
Grammar: n.
Meaning: Gestalt, Bild, Trugbild, Götzenbild, "Idol" (seit Il.; vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 371).
Derivative: Komp. und Abl. (vorw. Pl., NT und LXX): εἰδωλοποιέω ein Bild machen, -λάτρης Götzendiener mit -λατρία u. a.; κατ-, φιλείδωλος; εἰδωλεῖον Götzentempel, εἰδωλικός ‘zum εἴδ. gehörig’.
Etymology: Alter l-Stamm zu ἰδεῖν (Schwyzer 483 m. Lit.), aber ohne sichere genetische Entsprechung. Davon unabhängig εἰδάλιμος, εἰδάλλεται· φαίνεται H. (Leumann Hom. Wörter 248 A. 1), ἀείδελος (s. ἰδεῖν), εἰδυλίς, aind. vidura- (s. οἶδα); ebenso lit. vaidalas Erscheinung (nach den zahlreichen Nomina auf -alas; vgl. Leskien Bildung der Nomina 472ff.). S. indessen auch zu ἰνδάλλομαι.
Page 1,452

Chinese

原文音譯:e‡dwlon 誒多朗
詞類次數:名詞(11)
原文字根:覺察 全部 相當於: (אֱלִיל‎) (חַמָּן‎) (כִּיּוּן‎) (פָּסִיל‎)
字義溯源:偶像,像;源自(εἶδος)=觀察);而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
同源字:1) (εἰδωλεῖον)偶像寺院 2) (εἰδωλόθυτος / ἱερόθυτος)偶像祭品 3) (εἰδωλολατρία)偶像崇拜 4) (εἰδωλολάτρης)偶像崇拜者 5) (εἴδωλον)偶像 6) (κατείδωλος)滿了偶像
出現次數:總共(11);徒(2);羅(1);林前(4);林後(1);帖前(1);約壹(1);啓(1)
譯字彙編
1) 偶像(11) 徒7:41; 徒15:20; 羅2:22; 林前8:4; 林前8:7; 林前10:19; 林前12:2; 林後6:16; 帖前1:9; 約壹5:21; 啓9:20

English (Woodhouse)

apparition, fancy, phantom, false picture, mental picture

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὁμοίωμα). Ἀπό τό εἶδος τοῦ εἴδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

τό 1 imagen, representación de un dios κατάστρεψον τὸ δεῖνα πρᾶγμα ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ ... ὡς ἂν κελεύσω τῷ εἰδώλῳ σου destruye tal asunto en este lugar, tal como yo le ordene a tu imagen P III 89 αὐτοὶ γὰρ οἱ ἀδικήσαντές σου τὸ ἱερὸν εἴ. pues esos son los que ofendieron tu sagrada imagen P III 113 σὺ γὰρ ἐγὼ καὶ ἐγὼ σύ, τὸ σὸν ὄνομα ἐμὸν καὶ τὸ ἐμὸν σόν· ἐγὼ γὰρ εἰμι τὸ εἴ. σου pues tú eres yo y yo tú, tu nombre es el mío y el mío tuyo: pues yo soy tu imagen P VIII 38 τὰς βοτάνας καὶ τὰ ἄλλα, οἶς ἐχρῶντο, εἰς θεῶν εἴδωλα ἐπέγραψαν adscribieron las plantas y el resto de las cosas que empleaban a imágenes de dioses P XII 404 εἴδωλε Τυφῶνος ... εἴδωλε Ἀβρασάξ, ... εἴδωλε Ἰάω, μὴ προσέλθῃ <ἡ> δ(εῖνα) διὰ τοῦ πυλῶνος imagen de Tifón, imagen de Abrasax, imagen de Iao, que no pase fulana por la cancela P LXI 53 γενοῦ μοι λύγξ, ἀετός, ..., εἴδωλα θεῶν sé para mí un lince, un águila, imágenes de dioses P XIII 881 identificado con un demon παρακαλῶ σε, νεκύδαιμον, ..., εἴ. θεῶν, ἀκοῦσαι τοῦ ἐμοῦ ἀξιώματος te invoco, demon de muerto, imagen de dioses, para que escuches mi petición P LI 3 ref. a un escarabajo solar ῥύφησον τὸ ἐμὸν φίλτρον, εἴ. Ἡλίου trágate mi hechizo amoroso, imagen de Helios P LXI 36 2 aspecto, forma de espíritus χαίρετε, τὰ πάντα ἀερίων εἰδώλων πνεύματα os saludo, espíritus todos de aéreas formas P IV 1134 P IV 2734 3 fantasma, imagen de un muerto ἀναπέμψατε μοι τῶν νεκύων τούτων εἴδωλα πρὸς ὑπηρεσίαν enviadme fantasmas de estos muertos para mi servicio P IV 1468 P IV 1474 P IV 1478 P IV 1481 P IV 1493 4 demon o quizás dios ἔφθασε τὸ πῦρ ἐπὶ τὰ εἴδωλα τὰ μέγιστα el fuego ha llegado a los démones mayores P XII 43