μακάριος

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰ́ριος Medium diacritics: μακάριος Low diacritics: μακάριος Capitals: ΜΑΚΑΡΙΟΣ
Transliteration A: makários Transliteration B: makarios Transliteration C: makarios Beta Code: maka/rios

English (LSJ)

μακαρία, μακάριον, also μακάριος, μακάριον Pl.Lg.803c: collat. form. of μάκαρ, mostly used in Prose, but also in Poets, as Pi., and freq. in E.,
1 mostly of men, blessed, happy, Pi.P.5.46, E.Or. 86, etc.; σοφοί τε καὶ μ. ἄνδρες Pl.R.335e; μακάριός τε καὶ εὐδαίμων ib.354a: distinguished from εὐδαίμων by Arist.EN1101a7, 19: freq. in phrases such as μ. ὅστις… νοῦν ἔχει Men.114, cf. Mon.357, 614, Phld.Ir.p.3 W.: Sup., Id.Piet.104: in addresses, ὦ μακάριε = my good sir, my dear sir, Pl.Prt.309c, R.432d, Men.Pk.219: c. gen., ὦ μακάριε τῆς τύχης o happy you for... Ar.Eq.186, cf. V.1512, Pl.Euthd.303c; ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος Ar.V.1292; ὦ μ. σὺ τά τε ἄλλα καὶ αὐτὸ τοῦτο ὅτιX.Cyr.8.3.39.
2 prosperous, οἱ μακάριοι, opp. οἱ ἐνδεεῖς, Arist.EN1157b21, al.; κινδυνεύω σοι δοκεῖν μ. τις εἶναι Pl.Men.71a; τοὺς μ. καλουμένους ὁρῶ πονοῦντας ἡμῖν ἐμφερῆ Men.Kith.Fr.1.6; μακαριωτάτην… πόλιν Καπύην Plb.3.91.6; ἐπιγονή SIG695.48 (Magn.Mae., ii B.C.).
3 of the dead, like μακαρίτης, Pl.Lg.947e, cf. Ar.Fr.488.9; μακαρίας μνήμης BCH25.89 (Bithynia), Sammelb.4753.2, etc.
II of states, qualities, etc., μ. λέχος E.Or.1208; μακαριωτέρα πόλις Id.Tr.365; μακαριώταται τύχαι ib.328 (lyr.); βίος Cratin.238, cf. Pl.R.561d; τοῖς θεοῖς ἅπας ὁ βίος μ. Arist.EN1178b26; μ. διάθεσις Phld.Mort. 18; μ. ἐστιν ἡ τραγῳδία ποίημα Antiph. 191.1; τὸ μακάριον = bliss, Arist.EN1099 b2.
III Adv. μακαρίως E.Hel.909, Ar.Pl.629, Arist.Pol.1324a24, etc.: Sup. μακαριώτατα Pl.Lg.733e.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 heureux, bienheureux ; ὦ μακάριε σὺ τά τε ἄλλα καί, etc. XÉN bienheureux que tu es, surtout de ce que, etc.
2 riche, opulent;
Cp. μακαριώτερος, Sp. μακαριώτατος.
Étymologie: μάκαρ.

German (Pape)

auch πάσης μακαρίου σπουδῆς ἄξιον, Plat. Legg. VII.803c, in Prosa übliche Form für μάκαρ, schon Pind. P. 5.46; ὅ γ' εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδαίμων, Plat. Rep. I.354a und öfter; ἡ μακαρία ζωή, Legg. IV.713c; auch ὡς ἡδὺ καὶ μακάριον τὸ κτῆμα, ausgezeichnet schön oder reich, Rep. VI.496c; Gegensatz ἄθλιος, IX.571a; öfter als schmeichelnde Anrede, ὦ μακάριε, mein Lieber, Bester, z.B. Prot. 309c; auch ein gen. tritt dazu, ὦ μακάριοι σφὼ τῆς θαυμαστῆς φύσεως, glücklich ihr um der wundervollen Natur willen, Euthyd. 303c, wie Ar. Vesp. 1292, ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος, vgl. 1512; auch ὦ μακάριε σὺ τά τε ἄλλα καί, Xen. Cyr. 8.3.39. – Auch von den Toten, den Seligen, Plat. Legg. XII.947d und Sp.
• Adv., Eur. Hel. 915 Ar. Plut. 629 und sonst.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκάριος: (κᾰ)
1 блаженный, счастливый (ὁ βίος Arst.; λέχος Eur.; οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι NT): μ. τινος Arph. счастливый в чем-л.;
2 благоденствующий, богатый (πόλις Polyb.): οἱ μακάριοι ἄνδρες Plat. почтенные люди; (в обращении) ὦ μακάριε! Plat. милый ты мой!;
3 euphemism ставший блаженным, т. е. почивший, покойный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκάριος: [κᾰ], -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Πλάτ. Νόμ. 803C· συγκριτικ. -ώτερος, ὑπερθετικ. -ώτατος Εὐρ. Τρῳ. 365. 328· - τύπος ταυτόσημος τῷ μάκαρ, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἀλλὰ καὶ παρὰ ποιηταῖς, οἷον παρὰ Πινδ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ.· 1) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνδρῶν, ὡς τὸ μάκαρ ΙΙ, ὡς καὶ νῦν, ἄξιος μακαρισμοῦ, «καλότυχος», Πινδ. Π. 5. 61, Εὐρ. Ὀρ. 86, κτλ.· μ. τε καὶ εὐδαίμων Πλάτ. Πολ. 354Α· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὁλοκλήρως εὐτυχοῦς (ὅστις καλεῖται εὐδαίμων) παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10. 14 καὶ 16· συχν. ἐν φράσεσιν οἵα ἡ ἑξῆς: μακάριος ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει Μένανδ. ἐν «Δημιουργῷ» 2, πρβλ. ἐν Μονοστ. 357, 114· - ἐπὶ προσφωνήσεων, ὦ μακάριε, ὡς τὸ ὦ θαυμάσιε, Πλάτ. Πρωτ. 309C, Πολ. 432D, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως μετὰ γεν., ὦ μ. τῆς τύχης, ὦ μακάριε διὰ τὴν τύχην σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 186, τῆς εὐπαιδίας Σφ. 1512, Πλάτ. Εὐθύδ. 303C· οὕτως, ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος Ἀριστοφ. Σφ. 1292· ὡσαύτως, ὦ μ. σὺ τά τε ἄλλα καί... Ξεν. Κύρ. 8. 3, 39. 2) συχνὸν παρὰ Πλάτωνι, οἱ μακάριοι, ὡς τὸ οἱ ὄλβιοι, οἱ χαρίεντες, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ κάλλιον πεπαιδευμένοι, Πλάτ. Πολ. 335Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5, 3, Πολιτικ. 7. 1, 4, κ. ἀλλ.· κινδυνεύω σοι δοκεῖν μ. τις εἶναι Πλάτ. Μένων 71Α· τοὺς μ. καλουμένους ὁρῶ πονοῦντας ἡμῖν ἐμφερῆ Μένανδ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1. 6· μακαριωτάτην... πόλιν Καπύην Πολύβ. 3. 91, 6. 3) ἐπὶ τῶν νεκρῶν ὡς τὸ μακαρίτης, Πλάτ. Νόμ. 947D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445α. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καταστάσεων, ἰδιοτήτων, καὶ τῶν ὁμοίων, μ. λέχος Εὐρ. Ὀρ. 1208· μακαριώταται τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 327· μακάριος ἦν ὁ πρὸ τοῦ βίος Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 1, Πλάτ.· τοῖς θεοῖς ἅπαςβίος μ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 8· μ. ἐστὶν ἡ τραγῳδία ποίημα Ἀντιφ. ἐν «Ποιήσει» 1· τὸ μακάριον = εὐδαιμονία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 16. ΙΙΙ. Ἐπίρ. -ίως, Εὐρ. Ἑλ., 909, Ἀριστοφ. Πλ. 629· ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Νόμ. 733Ε· - τὸ ὑπερθετ. μακαριώτατος ἦτο τίτλος ἐπισκοπικός, Ἀθανάσ. Ι. 353Β, 377Α, Βασίλ. IV, 980Α, Σύνοδ. Καρθ. 1251C, Ἐφέσου 1073C, κλ.· προσέτι τίτλος τοῦ αὐτοκράτορος, Ἰουλιαν. 379Α, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 156, 7., 187, 4, κτλ. [Νῦν ὁ τίτλος: μακαριώτατος ἀπονέμεται μόνον εἰς τοὺς Πατριάρχας Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας καὶ Ἀλεξανδρείας καὶ εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου].

English (Slater)

μᾰκᾰρῐος
 nbsp;  1 blessed μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ of the charioteer, Karrhotos (P. 5.46)

English (Strong)

a prolonged form of the poetical makar (meaning the same); supremely blessed; by extension, fortunate, well off: blessed, happy(X -ier).

English (Thayer)

μακαρία, μακάριον (poetic μάκαρ) (from Pindar, Plato down), blessed, happy: joined to names of God, μακαρες Θεοί in Homer and Hesiod); ἐλπίς, ἡγοῦμαι τινα μακάριον, μακαραριος ἐν τίνι, μακάριος ὁ etc. (Hebrew פְּ אַשְׁרֵי, Prayer of Manasseh, who etc. (Winer's Grammar, 551 (512 f)): ὅς with a finite verb, μακάριοι ... ὅτι, ἐάν, Schmidt, chapter 187,7.)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM μακάριος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) μάκαρ
1. αυτός που απολαμβάνει ευτυχία και γαλήνη, ευτυχής, καλότυχος (α. «σὺ δ' εἶ μακαρία μακάριός θ' ὁ σὸς πόσις», Ευρ.
β. «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι», ΚΔ)
2. (για νεκρό) αυτός που βρήκε τη μακαριότητα, ο μακαρίτης
3. (στον υπερθ.) μακαριότατος και μακαριώτατος, -η, -ο(ν)
τίτλος αυτοκράτορα, επισκόπου ή ανώτατου κληρικού
νεοελλ.
1. πράος, γαλήνιος, ήρεμος
2. αδιάφορος, αμέριμνος
3. (στον υπερθ.) τίτλος τών πατριαρχών, εκτός από τον οικουμενικό, και τών αρχιεπισκόπων Κύπρου και Αθηνών
μσν.
φρ. «μακάριος ὕπνος» — ο θάνατος
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μακάριον
ευδαιμονία, ευτυχία
αρχ.
1. αυτός που βρήκε δικαίωση με τον θάνατο
2. (το αρσ. ως κλητ. προσφώνηση) μακάριε
φίλτατε, αγαπητέ
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ μακάριοι
οι πλούσιοι.
επίρρ...
μακαρίως (Α μακαρίως)
με μακάριο τρόπο
νεοελλ.
με ευχαρίστηση.

Greek Monotonic

μᾰκάριος: [κᾰ], -α, -ον και -ος, -ον, εκτεταμ. τύπος του μάκαρ·
I. 1. λέγεται για ανθρώπους, καλότυχος, ευτυχισμένος, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· σε προσφωνήσεις, ὦ μακάριε, όπως ὦ θαυμάσιε, καλέ μου κύριε, αγαπητέ μου κύριε, σε Πλάτ.· με γεν., ὦ μακάριε τῆς τύχης, ευτυχισμένε εσύ για το καλό σου ριζικό!, σε Αριστοφ.
2. οἱ μακάριοι, όπως οἱ ὄλβιοι, οι πλούσιοι και πιο μορφωμένοι, σε Πλάτ., Αριστοφ.
II. επίρρ. -ίως, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

μᾰκᾰ́ριος, η, ον longer form of μάκαρ
1. of men, blessed, happy, Pind., Eur., etc.:—in addresses, ὦ μακάριε, like ὦ θαυμάσιε, my good sir, my dear sir, Plat.:—c. gen., ὦ μ. τῆς τύχης happy you for your good fortune! Ar.
2. οἱ μακάριοι, like οἱ ὄλβιοι, the rich and better educated, Plat., Arist.
II. adv. -ίως, Eur., Ar.

Chinese

原文音譯:mak£rioj 馬卡里哦士
詞類次數:形容詞(50)
原文字根:有福 相當於: (אֶשֶׁר‎ / אַשְׁרֵי‎)
字義溯源:極其蒙褔的*,蒙福的,更有福,有福的,幸福的,喜樂的,可稱頌的,萬幸。我們都很羨慕主耶穌在山所列舉那九種有福的人( 太5:3-11)。其實,所有罪過得赦免的人都是有福的( 羅5:7,8)
同源字:1) (μακαρίζω)稱為有福 2) (μακάριος)極其蒙福的 3) (μακαρισμός)祝福比較: (εὐλογητός)=可稱項的
出現次數:總共(50);太(13);路(15);約(2);徒(2);羅(3);林前(1);提前(2);多(1);雅(2);彼前(2);啓(7)
譯字彙編
1) 有福了(23) 太5:3; 太5:4; 太5:5; 太5:6; 太5:7; 太5:8; 太5:9; 太5:10; 太5:11; 路11:27; 路12:37; 路12:38; 路14:13; 路14:15; 路23:29; 約13:17; 約20:29; 啓14:13; 啓16:15; 啓19:9; 啓20:6; 啓22:7; 啓22:14;
2) 是有福的(7) 太13:16; 羅4:7; 羅4:8; 雅1:12; 彼前3:14; 彼前4:14; 啓1:3;
3) 有福的(5) 太11:6; 太16:17; 路1:45; 路10:23; 雅1:25;
4) 有福了!(4) 路6:20; 路6:21; 路6:21; 路6:22;
5) 就有福了(3) 太24:46; 路12:43; 羅14:22;
6) 可稱頌的(2) 提前1:11; 提前6:15;
7) 蒙福的(1) 多2:13;
8) 更有福(1) 林前7:40;
9) 福了(1) 路7:23;
10) 有福(1) 路11:28;
11) 福(1) 徒20:35;
12) 萬幸(1) 徒26:2

English (Woodhouse)

happy, prosperous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

happy

Afrikaans: bly, gelukkig; Albanian: i lumtur, i kënaqur, gëzuar; Arabic: سَعِيد‎, فَرِح‎; Egyptian Arabic: مبسوط‎, سعيد‎, فرحان‎, منشكح‎; Hijazi Arabic: مبسوط‎, فَرْحان‎; Armenian: երջանիկ, ուրախ; Aromanian: ambar, hãrios; Asturian: feliz, contentu, gayoleru, gayasperu; Azerbaijani: xoşbəxt, məsud, bəxtiyar, səadətli, şən; Bashkir: бәхетле; Basque: pozik; Belarusian: шчаслі́вы, радасны; Bengali: খুশি; Bikol Central: maugma; Bulgarian: щастлив, радостен; Burmese: ရွှင်ပျ, ပျော်; Catalan: feliç, content, alegre; Chamicuro: pya'kijnani; Chechen: реза; Chinese Cantonese: 高興/高兴; Mandarin: 高興/高兴, 愉快, 快樂/快乐, 幸福; Min Nan: 歡喜/欢喜, 快樂/快乐; Cornish: lowen; Czech: šťastný, radostný; Dalmatian: alegr; Danish: glad, lykkelig; Dutch: gelukkig, blij; Esperanto: feliĉa; Estonian: õnnelik; Faroese: glaður; Fijian: marau; Finnish: onnellinen, iloinen, tyytyväinen; French: heureux, heureuse, content, contente, bienheureux, bienheureuse; Friulian: feliç; Galician: feliz, ledo; Georgian: ბედნიერი; German: zufrieden, fröhlich, froh, freudig; Greek: ευχαριστημένος, χαρούμενος; Ancient Greek: ἀσινής, εὐαίων, εὐδαίμων, εὐήμερος, εὔποτμος, εὔσοος, εὔσους, εὐτυχής, εὔφρων, ἐΰφρων, μάκαρ, μακάριος, ὄλβιος, χρηστός; Haitian Creole: kontan; Hawaiian: hauʻoli; Hebrew: מאושר‎, שָׂמֵחַ‎; Hindi: सुखी, ख़ुश, प्रसन्न; Hungarian: boldog; Icelandic: hamingjusamur; Ido: felica; Indonesian: senang; Irish: áthasach, sona; Italian: felice, lieto, contento; Japanese: 幸せな, 幸福な, 嬉しい; Kaingang: mrir; Kazakh: бақытты, аруақты, базарлы; Khmer: រីករាយ; Korean: 행복하다, 기뻐하다, 기쁘다; Kurdish Central Kurdish: دڵ خۆش‎, خەنی‎; Kyrgyz: бактылуу; Lao: ກະຈົວະກະຈວກ, ກະເຈາະກະຈອກ; Latgalian: laimeigs; Latin: laetus, beatus; Latvian: laimīgs, priecīgs; Ligurian: feliçe; Lithuanian: laimingas; Lombard: felice; Louisiana Creole French: gé, èrè, konten; Luxembourgish: glécklech; Macedonian: среќен, радосен; Malay: bahagia, gembira; Malayalam: സന്തോഷിപ്പിക്കുന്ന; Maltese: kuntenti, ferħan; Manx: maynrey; Mazanderani: خار‎; Middle English: wynne; Mizo: hlim; Mongolian: азтай, баяртай, жаргалтай; Norman: heûtheux; North Frisian: bliir; Norwegian: glad, lykkelig; Occitan: urós, joiós, gaujós, content; Old English: blīþe; Persian: شاد‎, خوش‎, خوشحال‎, خرم‎; Piedmontese: felice; Plautdietsch: froo, freelich, schaftich; Polish: szczęśliwy, radosny; Portuguese: feliz; Quechua: kusi, kusisqa; Rohingya: kúci; Romani: baxtalo, baxtali, baxtale; Romanian: fericit, bucuros; Romansch: legher, alleger, cuntent, cuntaint, ventiraivel; Russian: счастливый, радостный; Sanskrit: सुखिन्, प्रसन्न; Scots: blithe; Scottish Gaelic: sona, toilichte, àghmhor; Serbo-Croatian Cyrillic: срећан, сретан; Roman: srećan, sretan; Shor: ырыстығ; Sicilian: filici; Slovak: šťastný, radostný, rád, rada; Slovene: srečen; Spanish: feliz, alegre, contento, satisfecho; Swedish: glad, lycklig; Tagalog: masaya; Tajik: хушбахт, хушҳол; Tatar: бәхетле; Telugu: ప్రశాంతం, ప్రసన్నత; Thai: มีความสุข, ดีใจ; Tocharian B: sākre; Tongan: fiefia; Turkish: mutlu; Turkmen: hoşbagt; Ukrainian: щасливий, радісний; Urdu: خوش‎, سکھی‎, پرسن‎; Uzbek: baxtiyor, baxtli, xushhol, xursand; Vietnamese: mừng, vui, hạnh phúc; Volapük: fredik; Welsh: dedwydd, hapus; West Frisian: bliid; Westrobothnian: gleij, glivrut, fägjän, frȯijen; Yiddish: פֿריילעך‎, גליקלעך‎, באַגליקט‎; Yucatec Maya: kiimak ool

Afrikaans: gelukkig; Arabic: مَحْظُوظ‎; Azerbaijani: bəxtli, bəxti gətirən, bəxtəvər; Bulgarian: удачен; Catalan: feliç, afortunat; Chinese Mandarin: 幸運的/幸运的; Czech: šťastný; Danish: heldig; Dutch: gelukkig; Esperanto: feliĉa; Estonian: õnnelik; Finnish: hyvä, onnekas, onnellinen; French: heureux, chanceux; Galician: afortunado; German: glücklich; Greek: ευτυχής, ευτυχισμένος; Ancient Greek: εὐτυχής; Hindi: ख़ुश, प्रसन्न; Hungarian: szerencsés; Icelandic: heppilegur; Ido: fortunoza; Indonesian: untung, mujur; Irish: séanmhar, sona, sonasach; Italian: fortunato; Japanese: 幸運な, 運のよい; Khmer: សប្បាយ; Korean: 운좋은; Kurdish Central Kurdish: بەختەوەر‎; Latin: felix; Lithuanian: laimingas; Luxembourgish: glécklech; Mizo: vannei; Norman: heûtheux; Norwegian: heldig; Occitan: urós, astruc, aürós, fortunat, fortunós, benastruc, benastrat, benaürat, satisfach; Old English: ġesǣliġ; Old Turkic: 𐰴𐰆𐱃𐰞𐰆𐰍‎; Ottoman Turkish: قوتلو‎; Polish: szczęśliwy; Portuguese: feliz; Romanian: norocos; Russian: удачный, счастливый; Serbo-Croatian Cyrillic: срећан, сретан; Roman: srećan, sretan; Slovak: šťastný; Slovene: srečen; Spanish: afortunado, feliz; Swedish: gynnsam, lyckad; Tagalog: masaya, suwerte; Telugu: అదృవ్ష్టవంతమైన; Turkish: şanslı, kutlu; Vietnamese: sướng, sung sướng, may, may mắn, hạnh phúc