μονογενής
English (LSJ)
μονογενές, Ep. and Ion. μουνογενής, (γένος)
A the only member of a kin or the only member of a kind: hence, generally, only, single, παῖς Hes.Op.376, Hdt.7.221, cf. Ev.Jo.1.14, Ant.Lib.32.1; of Hecate, Hes. Th.426.
2 unique, of τὸ ὄν, Parm. 8.4; εἷς ὅδε μ. οὐρανὸς γεγονώς Pl.Ti.31b, cf. Procl.Inst.22; θεὸς ὁ μονογενής Sammelb.4324.15.
3 μονογενὲς αἷμα = one and the same blood, dub. l. in E. Hel.1685.
4 Gramm., having one form for all genders, A.D.Adv. 145.18.
5 name of the foot, Heph.3.3.
II Adv. μονογενῶς = only, uniquely, φέρεται μονογενῶς ἐν ἑνὶ τόπῳ = grows only in one place, Peripl.M.Rubr.56, cf. 11.
2 in a unique manner, Aët. 15.13,14.
German (Pape)
[Seite 202] ές, einzeln, allein geboren, oder einziger Sohn, ion. u. ep. μουνογενής; Hes. O. 378 Th. 426. 448; παῖς, Her. 7, 221; μονογενὲς τέκνον πατρί, Aesch. Ag. 872; μονογενοῦς ἀφ' αἵ. ματος, Eur. Hel. 1701; θυγάτηρ, Plat. Critia. 113 d; δίδυμον φυτεύσας τὴν τῶν βασιλέων γένεσιν ἐκ μονογενοῦς, Legg. III, 691 d; Sp. oft. – Bei den Gramm. von einem Geschlecht, Schol. Dion. Gr. p. 944.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
engendré seul, unique enfant.
Étymologie: μόνος, γένος.
Russian (Dvoretsky)
μονογενής: ион. μουνογενής 2
1 единородный, единственный (παῖς Her.; τέκνον Aesch.; θυγάτηρ Plat.);
2 грам. имеющий одну лишь родовую форму (напр. ἐγώ).
Greek (Liddell-Scott)
μονογενής: -ές, Ἐπικ. καὶ Ἰων. μουνογ-· ὡς καὶ νῦν, παῖς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 374, Θέογ. 426, Ἡρόδ. 7. 221, κτλ.· μ. αἷμα, ἓν καὶ τὸ αὐτὸ αἷμα, Εὐρ. Ἑλ. 1685. ― Ἐπίρρ. -νῶς, γίνεται μονογενῶς ὁ λίβανος, αὐτοφυῶς, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. 149, 173, ἔκδ. Βlanc.
Spanish
English (Strong)
from μόνος and γίνομαι; only-born, i.e. sole: only (begotten, child).
English (Thayer)
μονογενές (μόνος and γένος) (Cicero, unigena; Vulg. (in Luke unicus, elsewhere) and in ecclesiastical writings unigenitus), single of its kind, only (A. V. only-begotten); used of only sons or daughters (viewed in relation to their parents), Hesiod theog. 426,448; Herodotus 7,221; Plato, Critias 113d.; Josephus, Antiquities 1,13, 1; 2,7, 4; μονογενές τέκνον πατρί, Aeschylus Ag. 898. So in the Scriptures: μονογενῆ εἶναι τίνι (to be one's only son or daughter), John, pp. 162ff). Hence, the expression ὁ μονογενής υἱός τοῦ Θεοῦ and υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ μονογονης, μονογενής παρά πατρός, Green, pp. 48f)), used of Christ, denotes the only son of God or one who in the sense in which he himself is the son of God has no brethren. He is so spoken of by John not because ὁ λόγος which was ἐνσαρκωθεις in him was eternally generated by God the Father (the orthodox interpretation), or came forth from the being of God just before the beginning of the world (Subordinationism), but because by the incarnation (ἐνσαρκωσις) of the λόγος in him he is of nature or essentially Son of God, and so in a very different sense from that in which men are made by him τέκνα τοῦ Θεοῦ (ὁ ἱυος τοῦ Θεοῦ is given only to the historic Christ so called, neither the Logos alone, nor Jesus alone, but ὁ λόγος ὁ ἐνσαρκωθεις or Jesus through the λόγος united with God, is ὁ μονογενής υἱός τοῦ Θεοῦ. The reading μονογενής Θεός (without the article before μονογενής) in μονογενής Θεός in Scripture and Tradition in his Two Dissertations" Camb. and Lond. 1876), and seems not improbable to Harnack (in the Theol. Lit.-Zeit. for 1876, p. 541ff) (and Weiss (in Meyer 6te Aufl. at the passage)), but is foreign to John's mode of thought and speech (1 John 4:9), dissonant and harsh — appears to owe its origin to a dogmatic zeal which broke out soon after the early days of the church; (see articles on the reading by Prof. Abbot in the Bib. Sacr. for Oct. 1861and in the Unitarian Rev. for June 1875 (in the latter copious references to other discussions of the same passage are given); see also Prof. Drummond in the Theol. Rev. for Oct. 1871). Further, see Grimm, Exgt. Hdbch. on Sap., p. 152 f; (Westcott as above).
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ μονογενής, Α ιων. τ. μουνογενής, -ές, Μ θηλ. και μονογενή)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που δεν έχει αδέλφια, μοναχοπαίδι (α. «μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.
β. «ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
2. γραμμ. αυτός που έχει έναν μόνο τύπο και για τα τρία γένη
νεοελλ.
βοτ. (για άνθος) αυτός που έχει μόνο στήμονες ή μόνο ύπερο
αρχ.
1. αυτός που είναι μόνος στο είδος του, μοναδικός
2. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, ο συγγενής («γεγῶτ ἀδελφῆς μονογενοῦς ἀφ' αἵματος», Ευρ.)
3. (στη μετρική) ονομασία πόδα ο οποίος αποτελείται από τρεις μακρές συλλαβές και μία βραχεία, δηλ. ---υ.
επίρρ...
μονογενῶς (Α)
1. αυτός που φύεται σε έναν μόνο τύπο
2. κατά έναν μόνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γενής (< γένος)].
Greek Monotonic
μονογενής: -ές (γίγνομαι), Επικ. και Ιων. μουνο-γενής, -ές, μοναχοπαίδι, μοναδικός, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· μονογενὲς αἷμα, ένα και το αυτό αίμα, σε Ευρ.
Middle Liddell
μονο-γενής, επιξ ανδ Ionic μουνο-γενής, ές γίγνομαι
only-begotten, single, Hes., Hdt., etc.; μ. αἷμα one and the same blood, Eur.
Chinese
原文音譯:monogen»j 摩挪給尼士
詞類次數:形容詞(9)
原文字根:獨一-成為 相當於: (יָחִיד) (רַק)
字義溯源:獨生,獨,獨一,獨生子;由(μόνος)*=僅存的)與(γίνομαι)*=成為)組成。這字9次使用中,路加福音3次說到世人的獨生子女( 路7:12; 8:42; 9:38);約翰福音4次說到神的獨生子( 約1:14,18; 3:16,18);希伯來書1次說到亞伯拉罕的獨生子以撒( 來11:17);約翰在他的書信中再提到神的獨生子( 約壹4:9)
出現次數:總共(9);路(3);約(4);來(1);約壹(1)
譯字彙編:
1) 獨生(5) 路7:12; 路8:42; 約3:16; 約3:18; 約壹4:9;
2) 獨生子(3) 路9:38; 約1:18; 來11:17;
3) 獨生子的(1) 約1:14
Mantoulidis Etymological
Σύνθετο ἀπό τό μόνος + γένος τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη μόνος.
Léxico de magia
-ές 1 unigénito de divinidades εἰσάκουσόν μου, ὁ εἷς, μ. escúchame tú, el único, unigénito P IV 1586 ὁ μέγιστος δαίμων Ἰαὼ Σαβαώ ... ἐν τῷ οὐρανῷ θεὸς ὁ μ. el gran demon Iao Sabaot, en el cielo dios unigénito P XV 15 εὐχαριστῶ σοι, κύριε, ὅτι με ἔλυσεν τὸ ἅγιον πνεῦμα, τὸ μονογενές, τὸ ζῶν te doy gracias, señor, porque me ha liberado el sagrado espíritu, el unigénito, el que vive P XII 174 ref. a Jesucristo τὸν υἱὸν μονογενῆ περιβέβλημαι tengo por defensa al Hijo Unigénito C 5d 4 SM 26 2 2 fruto único de una planta una cebolla ἐντύγχανε κρατῶν κρόμμυον μονογενὲς αἰγύπτιον realiza la petición sosteniendo una cebolla egipcia, fruto único de su planta P IV 1341 στύρακος δραχμὰς βʹ, ζμύρνης δραχμὰς βʹ, κρόκου δραχμὰς βʹ ... μονογενὲς κρόμμυον· ταῦτα πάντα βάλε εἰς ὅλμον dos dracmas de estoraque, dos de mirra, dos de azafrán, una cebolla fruto único de su planta: echa todo esto en un mortero P IV 2462 un ajo ἀρτεμισία μονόκλων, ᾐρμένη ἀνατολῇ, κυνὸς οὐσία, σκόρδον μονογενές artemisa de un solo tallo, cogida al amanecer, entidad de un perro, un ajo fruto único P IV 2690 P IV 936
Translations
unique
Arabic: فَرِيد, فَذّ, وَحِيد; Armenian: եզակի, ունիկալ; Azerbaijani: unikal; Belarusian: унікальны, адзі́ны, непаўторны; Bulgarian: уникален, неповторим, единствен; Catalan: únic; Chinese Mandarin: 獨一無二, 独一无二, 唯一, 特異; Min Nan: 特異; Czech: jedinečný, unikátní; Danish: unik, enestående; Dutch: uniek; Esperanto: unika, ununura; Estonian: unikaalne, ainulaadne; Finnish: ainutlaatuinen; French: unique; Galician: único; Georgian: უნიკალური, განუმეორებელი, ერთადერთი, უბადლო, შეუდარებელი, უბადლო; German: einzigartig, unikal, einzig; Greek: μοναδικός; Ancient Greek: μοναχός; Hungarian: egyedi, egyedülálló; Ido: unika; Indonesian: unik; Irish: uathúil; Italian: unico, peculiare, speciale; Japanese: 唯一, 唯一無二, ユニーク; Kazakh: бірегей; Khmer: ពិសេស; Korean: 유일무이(唯一無二)하다, 유일(唯一)하다, 독특(獨特)하다, 희한(稀罕)하다; Kyrgyz: сейрек; Latin: unicus; Macedonian: уникатен; Maori: ahurei, tūhāhā; Norwegian Bokmål: unik; Old English: ænlic, anfeald, anfealdlic, an; Persian: یکتا, بیمانند, منحصربفرد; Polish: unikalny, niepowtarzalny, unikatowy, wyjątkowy; Portuguese: único; Romanian: unic; Russian: уникальный, исключительный, единственный, неповторимый; Scottish Gaelic: àraidh, air leth; Serbo-Croatian Cyrillic: једѝнствен; Roman: jedìnstven; Sindhi: منفرد; Slovak: jedinečný, unikátny; Slovene: edinstven; Spanish: único, señero; Swedish: unik, enastående; Tajik: беҳамто, ягона, беназир, нодир; Turkish: benzersiz, eşsiz, özgün, ünik; Ukrainian: унікальний, єдиний, неповторний; Uzbek: noyob, nodir; Vietnamese: duy nhất, độc nhất, độc nhất vô nhị, có một không hai; Welsh: unigryw
single
Arabic: أَحَادِيّ; Bulgarian: единствен; Catalan: sol, únic; Chinese Cantonese: 單, 单, 單獨, 单独; Mandarin: 單, 单, 單獨, 单独; Corsican: solu, singulu; Czech: samotný, jednotlivý; Finnish: yksi, yksittäinen; French: seul; Friulian: sengul; Galician: só, soa; German: einzeln, einzig, allein; Ancient Greek: μόνος, ἁπλόος; Hebrew: יָחִיד; Hindi: अकेला; Irish: aonarach, aonartha, aonarúil; Italian: singolo, solo; Japanese: 一倍, 一重; Latin: singulus, singula, singulum; Malay: bujang; Old English: ānlīepe; Old Prussian: aīnunts; Persian: یک, یکدونه, یک دانه; Polish: jeden, pojedynczy; Portuguese: único, particular, solitário; Romanian: singur; Russian: один, одна, единственный; Santali: ᱮᱠᱚ; Serbo-Croatian: sam; Spanish: solo, único; Swedish: enda, enstaka; Thai: เดียว; Tocharian B: ṣeske, ṣemeske; Tok Pisin: wanpela, wanpis; Turkish: tek, yegâne