προσεύχομαι

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεύχομαι Medium diacritics: προσεύχομαι Low diacritics: προσεύχομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: proseúchomai Transliteration B: proseuchomai Transliteration C: proseychomai Beta Code: proseu/xomai

English (LSJ)

A fut. προσεύξομαι A.Ag.317:—offer prayers or offer vows, θεοῖς A. l.c., cf. E.Hipp.116, al., etc.; τῷ ἡλίῳ Pl.Smp. 220d; θεῷ π. σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Id.Criti.106a, cf. X.Cyr.2.1.1.
2 c. acc., π. τὸν θεόν address him in prayer, Ar.Pl.958, cf. E.Tr.887.
3 abs., offer prayers, worship, Hdt.1.48, A.Pr.937, S.Ant.1337, etc.; π. γλώσσῃ, πνεύματι, νοΐ, 1 Ep.Cor.14.14,15.
II c. acc. rei, pray for a thing, νίκην πολέμου X.HG3.2.22: c.inf., ἕλκειν τὸ βέδυ π. Philyll.20; ζῆσαι προσεύχου pray for life, Epigr.Gr.1040.11 (Adada): followed by τοῦ c. inf., Ep.Jac.5.17; π. ἵνα... περί τινων ὅπως, Ev.Matt.24.20, Act.Ap. 8.15.

German (Pape)

[Seite 763] dep. med., zu einer Gottheit beten, bitten, flehen, geloben, θεῷ, Aesch. Ag. 308, wie Eur. Andr. 1118; τοῖς ἀγάλμασιν, Hipp. 116, u. öfter; τῷ θεῷ προσεύχομαι σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι, Plat. Critia. 106 a; προσευχώμεθα αὐτοῖν ἐκφανῆναι, Euthyd. 288 c, u. öfter; Xen. Cyr. 3, 3, 57; auch νίκην, um Sieg, Hell. 3, 2, 22; ohne einen solchen Zusatz, anbeten, verehren, Aesch. Prom. 939; Soph. Ant. 1318; Her. 1, 48; bei Ar. Plut. 958 auch τὸν θεόν.

French (Bailly abrégé)

1 adresser une prière τῷ θεῷ ou τὸν θεόν à la divinité ; avec un inf. : demander aux dieux de ; abs. adorer, prier;
2 demander par une prière, acc..
Étymologie: πρός, εὔχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εύχομαι bidden (tot), met dat.:; προσευξόμεσθα τοῖσι σοῖς ἀγάλμασιν wij zullen tot uw beeld onze gebeden richten Eur. Hipp. 116; bidden om; met acc..; προσεύχεσθαι νίκην πολέμου bidden om een overwinning in de oorlog Xen. Hell. 3.2.22; met ὅπως + conj..; προσηύξαντο... ὅπως λάβωσιν πνεῦμα ἅγιον zij baden om de heilige geest te ontvangen NT Act. Ap. 8.15; met dat. en inf..; προσευξάμενοι θεοῖς... εὐμενεῖς πέμπειν σφᾶς na gebeden te hebben tot de goden om hen welwillend te begeleiden Xen. Cyr. 2.1.1; met ἵνα μή + conj..; προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν... σαββάτῳ bidt dat uw vlucht niet op sabbat valt NT Mt. 24.20; met τοῦ μή en inf.. προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι hij bad dat het niet zou regenen NT Iac. 5.17.

Russian (Dvoretsky)

προσεύχομαι:
1 (тж. προσευχῇ π. NT) обращаться с молитвой, молить(ся) (τῷ θεῷ Aesch. и τὸν θεόν Arph.; προσευξάμενοι θεοῖς εὐμενεῖς πέμπειν σφᾶς Xen.);
2 просить в молитвах, выпрашивать (νίκην Xen.; μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν NT).

English (Strong)

from πρός and εὔχομαι; to pray to God, i.e. supplicate, worship: pray (X earnestly, for), make prayer.

English (Thayer)

deponent middle; imperfect προσηυχομην; future προσεύξομαι; 1st aorist προσηυξάμην; (on the augment see WH s Appendix, p. 162; cf. Tdf. Proleg., p. 121); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for הִתְפַּלֵּל; to offer prayers, to pray (everywhere of prayers to the gods, or to God (cf. δέησις, at the end)): absolutely, L T WH omit; Tr brackets the clause); 14:(32), 39; L brackets WH reject the passage); λέγων and direct discourse, containing the words of the prayer, προσεύχεσθαι with a dative indicating the manner or instrument, Winer's Grammar, § 31,7d.); Winer's Grammar, 279f (262 f)); μακρά, to make long prayers, ἐν πνεύματι (see πνεῦμα, 4a., p. 522{a} middle), ἐν πνεύματι ἁγίῳ, προσευχή (see προσευχή, 1at the end), προσεύχεσθαι with the accusative of a thing, Winer's Grammar, § 41b. 4b.; Buttmann, § 139,61c.); ἐπί τινα, over one, i. e. with hands extended over him, Winer's Grammar, 408 (381) n.); namely, ἐπί τινα, Winer's Grammar, § 52,4, 14): περί with the genitive of a person, R G T WH text); ὑπέρ with the genitive of a person, T WH Tr marginal reading περί (see περί, the passage cited γ. also ὑπέρ, I:6); L Tr WH marginal reading (see references as above), 9); προσεύχεσθαι followed by ἵνα, with the design of, Winer's Grammar, 460 (428)); the thing prayed for is indicated by a following ἵνα (see ἵνα, II:2b.): ἵνα is more common regarded as giving the aim of the twofold command preceding); τοῦτο ἵνα, περί τίνος ἵνα, ὑπέρ τίνος ἵνα, ὑπέρ τίνος ὅπως, L WH text Tr marginal reading; περί τίνος ὁππος, ὅπως (which see II:2) Seems to indicate not so much the contents of the prayer as its end and aim); followed by an infinitive belonging to the subject, τοῦ with the infinitive, James 5:17.

Greek Monolingual

ΝΜΑ εὔχομαι
κάνω προσευχή, απευθύνομαι νοερά, με λόγια ή με άσμα προς τον θεό, τους θεούς ή γενικά τις υπερφυσικές δυνάμεις, εκφράζω προς τον θεό ή τους θεούς ή προς τις υπερφυσικές δυνάμεις παράκληση, ευχαριστία ή δοξολογία (α. «προσεύχεται καθημερινά» β. «καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο», ΚΔ
γ. «θεοῖς μὲν αὖθις... προσεύξομαι», Αισχύλ.)
αρχ.
1. προσφωνώ στην προσευχή μου («ἵνα προσεύξῃ τὸν θεόν», Αριστοφ.)
2. λατρεύω, τιμώ («σέβου, προσεύχου, θῶπτε τὸν κρατούντ' ἀεὶ», Αισχύλ.)
3. παρακαλώ να επιτευχθεί κάτι («προσεύχεσθαι νίκην πολέμου», Ξεν.).

Greek Monotonic

προσεύχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ.,
I. 1. προσφέρω ικεσίες ή τάματα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
2. με αιτ., προσεύχομαι τὸν θεόν, τον προσφωνώ σε προσευχή, σε Αριστοφ.
3. απόλ., προσφέρω προσευχές, λατρεύω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. προσεύχομαί τι, προσεύχομαι για κάποιο πράγμα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προσεύχομαι: μέλλ. -ξομαι· ἀποθ.˙ ― ὡς καὶ νῦν, παρακαλῶ προσευχόμενος, τῷ θεῷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 317, Εὐρ., κτλ.˙ τῷ ἡλίῳ Πλουτ. Συμπ. 220D· πρ. τῷ θεῷ σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Πλάτ. Κριτί. 136 Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1. 2) μετ’ αἰτ., πρὸς τὸν θεόν, προσφωνῶ ἐν προσευχῇ, προσεύχομαι πρός…, Ἀριστοφ. Πλ. 958, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 887. 3) ἀποθ., κάμνω προσευχήν, λατρεύω, Ἡρόδ. 1. 48, Αἰσχύλ. Πρ. 937, Σοφ. Ἀντ. 1337, κτλ. ΙΙ. πρ. τι, προσεύχομαι, παρακαλῶ ὑπέρ τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22˙ μετ’ ἀπαρ., ζῆσαι προσεύχου, ὑπὲρ τῆς ζωῆς σου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. Kaib. 1040. 11.

Middle Liddell

fut. ξομαι
Dep.:
I. to offer prayers or vows, Aesch., Eur., etc.
2. c. acc., πρ. τὸν θεόν to address him in prayer, Ar.
3. absol. to offer prayers, to worship, Hdt., Aesch., etc.
II. πρ. τι to pray for a thing, Xen.

Chinese

原文音譯:proseÚcomai 普羅士-由何買
詞類次數:動詞(87)
原文字根:向著-好 有的
字義溯源:向神祈求,禱告,祈求,求,祈禱;由(πρός)=向著)與(εὔχομαι)*=願,望)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前)。關於禱告,祈求;無論是名詞(προσευχή)),或動詞(προσεύχομαι)),約翰福音一次都沒有用這兩個編號,但是有與禱告類似的話,如:舉目望天,求問,謝恩,等等。參讀 (βούλομαι)同義字參讀 (εὔχομαι)同源字
出現次數:總共(87);太(16);可(11);路(19);徒(16);羅(1);林前(8);弗(1);腓(1);西(3);帖前(2);帖後(2);提前(1);來(1);雅(4);猶(1)
譯字彙編
1) 禱告(53) 太6:5; 太6:6; 太14:23; 太19:13; 太23:14; 太26:36; 太26:41; 太26:42; 可1:35; 可6:46; 可11:25; 可14:35; 可14:38; 路1:10; 路5:16; 路6:12; 路6:28; 路9:18; 路9:28; 路9:29; 路11:1; 路11:1; 路18:1; 路18:10; 路18:11; 路20:47; 路22:41; 路22:46; 徒8:15; 徒9:40; 徒10:9; 徒10:30; 徒12:12; 徒13:3; 徒14:23; 徒16:25; 徒20:36; 徒21:5; 徒28:8; 羅8:26; 林前11:4; 林前11:5; 林前11:13; 林前14:14; 西1:3; 西1:9; 西4:3; 帖前5:17; 帖前5:25; 帖後3:1; 提前2:8; 雅5:14; 猶1:20;
2) 他⋯禱告(4) 太26:44; 可14:39; 路22:44; 雅5:18;
3) 禱告時(3) 路3:21; 徒11:5; 徒22:17;
4) 你們要⋯禱告(2) 太5:44; 來13:18;
5) 你們禱告(2) 太6:5; 太6:7;
6) 祈禱(2) 可13:33; 弗6:18;
7) 他就該禱告(1) 雅5:13;
8) 求(1) 雅5:17;
9) 作⋯禱告(1) 可12:40;
10) 要⋯禱告(1) 林前14:15;
11) 我們⋯禱告(1) 帖後1:11;
12) 我要⋯禱告(1) 林前14:15;
13) 我⋯禱告(1) 林前14:14;
14) 他們⋯禱告(1) 徒1:24;
15) 我禱告的(1) 腓1:9;
16) 禱告完了(1) 徒6:6;
17) 禱告著(1) 太26:39;
18) 你們當祈求(1) 太24:20;
19) 禱告:(1) 太6:9;
20) 你禱告(1) 太6:6;
21) 你們禱告的(1) 可11:24;
22) 你們應當祈求(1) 可13:18;
23) 他在禱告(1) 徒9:11;
24) 你們要禱告(1) 路22:40;
25) 你們若禱告(1) 路11:2;
26) 我禱告(1) 可14:32;
27) 就當祈求(1) 林前14:13