προσκόπτω

English (LSJ)

A strike one thing against another, πρὸς λίθον τὸν πόδα LXX Ps.90(91).12; προσκόπτω τὸν δάκτυλόν που Ar.V.275 (lyr).
b intr., stumble or strike against, τινι X.Eq.7.6, Alex.81, Arist.Pr.882b18, GC 326a27, etc.; προσκόπτω τῷ ὀφθαλμῷ (sc. ῥίζῃ κυάμου) Thphr. HP 4.8.8; of liquid, to be checked by striking against, c. dat., Plu.Lyc.9; πνεῦμα προσκόπτον broken, interrupted breathing, Hp.Aph.4.68.
2 προσκόπτειν τῷ ἄξονι encounter friction at the axle, Arist.Mech.852a32.
II metaph., = προσκρούω III, offend, Posidipp.36; τοῖς πολλοῖς Plb.5.49.5; οὐ μόνον δυσαρεστήσειν ἀλλὰ καὶ προσκόπτειν ἔμελλε προφανῶς, of an open breach, Id.7.5.6.
2 take offence at, ἵνα μή μοι προσκόψῃς PCair.Zen.463.11 (iii B.C.); τῇ βαρύτητί τινος Plb.1.31.7, cf. Carneisc.Herc. 1027.14; θεοὺς προσκόψαντάς τισι D.S.13.59; of things, προσκόψαντα τῷ ζῆν = disgusted with life, Id.4.61:—Pass., δῆμος προσκεκομμένος αὐτῷ διά τι being offended with him, App.BC2.27, cf. Phld.Piet.30, M.Ant.9.3.

German (Pape)

[Seite 770] 1) anschlagen, anstoßen, bes. mit dem Fuße, προσέκοψεν τῷ σκότῳ τὸν δάκτυλόν που, Ar. Vesp. 275; μὴ προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα, Matth. 4, 6; einen Fehltritt thun, offendere, Nicarch. 22 (XI, 1); Xen. de re equ. 7, 6. – 2) übtr., anstoßen, fehlen, beleidigen, προσέκοπτε τοῖς πολλοῖς, ἐλύπει δὲ καὶ τὸν Ἀντίοχον, Pol. 5, 49, 5; stärker als δυσαρεστέω, 7, 5, 6; ein Ärgernis an Einem od. Etwas nehmen, unwillig sein, τινί, über Etwas, 1, 31, 7 u. öfter, u. Sp., wie Plut.; τῷ ζῆν, des Lebens überdrüssig sein, D. Sic. 4, 63; so auch im pass., M. Ant. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

pf. προσκέκοφα;
1 tr. heurter contre : δάκτυλον AR se heurter ou se blesser le doigt;
2 intr. se heurter contre, τινι.
Étymologie: πρός, κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κόπτω met acc. stoten (tegen); met bep. v. plaats. προσέκοψ (ε)... τὸν δάκτυλόν που hij stootte zijn teen ergens tegen Aristoph. Ve. 275. intrans. stoten, stokken:; τὸ πνεῦμα προσκόπτον, κακόν als de adem stokt, is dat een slecht teken Hp. Aph. 4.68; struikelen:; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει als iemand bij daglicht rondloopt, struikelt hij niet NT Io. 11.9; blijven hangen, achterblijven:. τοῦ θολεροῦ προσκόπτοντος ἐντός het troebele bezinksel bleef erin achter (in de beker) Plut. Lyc. 9.8.

Russian (Dvoretsky)

προσκόπτω: (pf. προσκέκοφα)
1 ударять, ушибать (τὸν δάκτυλον Arph.; οἱ ἄνεμοι προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ NT);
2 (тж. π. τὸν πόδα NT) ударяться, спотыкаться (τινί Xen.; πρὸς λίθον NT);
3 наносить обиду, оскорблять (τινί Polyb.);
4 оскорбляться, быть задетым (τῇ βαρύτητί τινος Polyb.);
5 быть огорченным: π. τῷ ζῆν Diod. возыметь отвращение к жизни, т. е. впасть в полное отчаяние.

English (Strong)

from πρός and κόπτω; to strike at, i.e. surge against (as water); specially, to stub on, i.e. trip up (literally or figuratively): beat upon, dash, stumble (at).

English (Thayer)

1st aorist προσεκοψα; to strike against (cf. πρός, IV:4): absolutely of those who strike against a stone or other obstacle in the path, to stumble, πρός λίθον τόν πόδα, to strike the foot against a stone, i. e. (dropping the figure) to meet with some harm, to rush upon, beat against, οἱ ἄνεμοι τῇ οἰκία, L marginal reading προσερρηξαν, see προσρήγνυμι). ἐν τίνι, to be made to stumble by a thing, i. e. metaphorically, to be induced to sin, Winer's Grammar, 583 (542); Buttmann, § 151,23d.). Since we are angry with an obstacle in our path which we have struck and hurt our foot against, one is tropically said προσκόπτειν, to stumble at, a person or thing which highly displeases him; thus the Jews are said προσκόψαι τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος, i. e. to have recoiled from Jesus as one who failed to meet their ideas of the Messiah (see πρόσκομμα), προσκόμματος ... τῷ λόγῳ, R. V. marginal reading) take προσκόμματος here absolutely, and make τῷ λόγῳ depend on ἀπειθοῦντες, which see in a.). (Examples of this and other figurative uses of the word by Polybius, Diodorus, M. Antoninus are cited by Passow (Liddell and Scott), under the word and Fritzsche, Ep. ad Romans, ii., p. 362f.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ κόπτω
προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτω
νεοελλ.
μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην ανεπάρκεια κεφαλαίων» β. «η προσπάθεια συμβιβασμού προσέκοψε στην αδιαλλαξία και τών δύο μερών»)
αρχ.
1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, προσκρούω
2. εμποδίζομαι («προσκόπτομεν τῷ ἀέρι», Αριστοτ.)
3. (κυρίως για υγρό) ανακόπτεται η ροή μου με την πτώση και πρόσκρουσή μου πάνω σε κάτι («καὶ τοῦ θολεροῦ προσκόπτοντος ἐντὸς καὶ προσισχομένου τοῖς ἄμβωσι», Πλούτ.)
4. προστρίβομαι («προσκόπτειν τῷ ἄξονι», Αριστοτ.)
5. έρχομαι σε σύγκρουση με κάποιον, γίνομαι δυσάρεστος και κακός («προσέκοπτε μὲν τοῖς πολλοῖς, ἐλύπει δὲ καὶ τὸν Ἀντίοχον», Πολ.)
6. προσβάλλομαι, πειράζομαι («τοὺς δὲ θεούς... προσκόψαντες τοῖς ἐνοικοῦσι», Διόδ.)
7. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) βαριέμαι, κουράζομαι, μπουχτίζω («προσκόπτειν τῷ ζεῖν» — έχω βαρεθεί τη ζωή, Διόδ.)
8. παθ. προσκόπτομαι
δυσαρεστούμαι, αγανακτώ εναντίον κάποιου («δῆμος προσκεκομμένος αὐτῷ», Αππ.)
9. φρ. «πνεῦμα προσκόπτον» — διακεκομμένη αναπνοή.

Greek Monotonic

προσκόπτω: μέλ. -ψω,
I. χτυπώ το ένα πάνω στο άλλο, τι πρός τι, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως, προσκόπτω τὸν δάκτυλόν που, σε Αριστ.
II. αμτβ., προσκρούω ή σκοντάφτω πάνω σε κάτι, τινί, σε Ξεν.· μεταφ., προσβάλλω, δυσαρεστώ κάποιον, τινί, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

προσκόπτω: μέλλ. -ψω, κτυπῶ τι πρὸς ἕτερον, Λατ. offendere, μή ποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 11, πρβλ. πρόσκομμα˙ οὕτω, προσέκοψ’ ἐν τῷ σκότῳ τὸν δάκτυλόν που Ἀριστοφ. Σφ. 275. β) ἀμεταβ., κτυπῶ ἐναντίον τινός, προσκρούω, προσπταίω, τινὶ Ξεν. Ἱππ. 7. 6, Ἄλεξις ἐν «Ἐπιστολῇ» 1˙ προσκόπτομεν τῷ ἀέρι Ἀριστ. Προβλ. 5. 17, Πλούτ., κλπ.˙ πνεῦμα προσκόπτον, διακοπτομένη ἀναπνοή, Ἱππ. Ἀφ. 1252. 2) προστρίβομαι, Ἀριστ. Μηχαν. 11. 1. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ προσκρούω ΙΙ, «πειράζω», τινὶ Πολύβ. 5, 49, 5˙ ἰσχυρότερον τοῦ δυσαρεστέω, ὁ αὐτ. 7. 5, 6. 2) δυσαρεστοῦμαι, προσβάλλομαι, «πειράζομαι», τῇ βαρύτητί τινος Πολύβ. 1. 31, 7˙ ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, πρ. τῷ ζῆν, ἔχω βαρεθῇ τὴν ζωήν μου, Διόδ. 4. 61˙ ― οὕτως ἐν τῷ παθ., δῆμος πρ. αὐτῷ, δυσηρεστημένος πρὸς αὐτόν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 27, πρβλ. Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 3.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to strike one thing against another, τι πρός τι NTest.; so, πρ. τὸν δακτυλ όν που Arist.
II. intr. to stumble or strike against, τινί Xen.:—metaph. to take offence at, τινί Polyb.

Chinese

原文音譯:proskÒptw 普羅士-可普拖
詞類次數:動詞(8)
原文字根:向著-打擊 相當於: (נָגַף‎)
字義溯源:絆跌,絆倒,跌倒,跌,打,碰,撞,動怒,拒絕;由(πρός)=向著)與(κόπτω)*=砍)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
同源字:1) (ἀπρόσκοπος)非侵犯的行動 2) (κόπτω)砍 3) (προσκοπή)絆腳的事物 4) (προσκόπτω)絆跌比較: (προσπίπτω)=向前俯伏
出現次數:總共(8);太(2);路(1);約(2);羅(2);彼前(1)
譯字彙編
1) 跌倒(2) 約11:9; 彼前2:8;
2) 他們跌(1) 羅9:32;
3) 絆倒(1) 羅14:21;
4) 就必跌倒(1) 約11:10;
5) 絆跌(1) 太4:6;
6) 碰(1) 路4:11;
7) 撞著(1) 太7:27

Mantoulidis Etymological

(=σκοντάφτω). Ἀπό τό πρός + κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.