σανίς

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνῐ́ς Medium diacritics: σανίς Low diacritics: σανίς Capitals: ΣΑΝΙΣ
Transliteration A: sanís Transliteration B: sanis Transliteration C: sanis Beta Code: sani/s

English (LSJ)

σανίδος, ἡ,
A board, plank, timber, σ. πτελεΐνη IG12.313.133, cf. 22.1672.168, Plb.1.22.9, AP9.269 (Antip. Thess.), Act.Ap.27.44, etc.; σ. ἄξοος Call.Fr.105:—hence anything made thereof,
1 door, Hom. always in plural, folding doors, Il.12.453,461, Od.22.128, etc.; κολληταὶ σανίδες Il.9.583; σ. πυκινῶς ἀραρυῖαι, δικλίδες Od.2.344, cf. Il.21.535; πύλῃσιν ἐπικεκλιμέναι σανίδες. 12.121: rarely in sg., E.Or.1221.
2 wooden platform, scaffold, or stage, ἐφ' ὑψηλῆς σανίδος Od.21.51.
3 wooden floor, esp. ship's deck, E.Hel.1556, Archimel. ap. Ath.5.209c, Luc.JTr.48.
4 bench, seat, SIG244B61 (Delph., iv B.C.), Herod.7.5.
5 lid of box, v.l. in LXX 4 Ki.12.9.
6 in plural, wooden tablets for writing on, E.Alc.967 (lyr.): esp.at Athens and elsewhere, tablets covered with gypsum, on which were written all sorts of public notices, esp. the causes for hearing in the courts of law, Ar.V.349,848; laws to be proposed, Decr. ap. And.1.84; laws corrected by the Thesmothetae, Aeschin.3.39; lists of officers, Lys.26.10; accounts, IG12.374.190; names of debtors, D.25.70 (in sg.), Isoc.15.237: sg. also in SIG 975.30 (Delos, iii B.C.); at Rome, of the tables on which the laws were written, D.C.42.32.
b pl., painted panels, pictures, SIG 977a10 (Delos, ii B.C.).
7 plank to which offenders were bound or plank to which offenders were nailed, ζῶντα πρὸς σανίδα διεπασσάλευσαν (v.l. προσδιεπασσάλευσαν) Hdt.7.33; σανίδι προσπασσαλεύσαντες Id.9.120, cf. Cratin.341; ἐν τῇ σ. δῆσαι, πρὸς τῇ σ. δεῖν Ar.Th.931,940; σανίσι προσδῆσαι Duris 67 J.

German (Pape)

[Seite 861] ίδος, ἡ, das Brett, u. alles aus Brettern Gemachte; – a) die Thür; bei Hom. immer im plur., die Thürflügel, Thorflügel, οὐδὲ πύλῃσιν εὗρ' ἐπικεκλιμένας σανίδας, Il. 12, 121. 453. 461 Od. 22, 128. 13, 42; κολληταί, Il. 9, 583; σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι, δικλίδες, Od. 2, 344; σανίδα παίσασα, Eur. Or. 1221. – b) ein Bretterverschlag od. eine Brettererhöhung, eine Bühne, ὑψηλὴ σανίς, Od. 21, 51. – c) Bretterdecke, Diele od. Boden, Getäfel. Auch Verdeck auf dem Schiffe, Eur. Hel. 1556. – d) In Athen die Schranken des Gerichts, Barren, wie es Ar. Vesp. 348, οὕτω κιττῶ διὰ τῶν σανίδων περιελθεῖν, zu nehmen scheint, Schol. ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἐςελθεῖν; od. wie ib. 848: φέρε νυν, ἐνέγκω τὰς σανίδας καὶ τὰς γραφάς, mit Gyps überzogene hölzerne Tafeln, auf denen die vor Gericht angebrachten Klagen bekannt gemacht wurden, nach Schol. zur ersten Stelle περιέχουσαι τὰ ὀνόματα τῶν εἰσαχθησομένων εἰς τὸ δικαστήριον, ποῖον δεήσει πρῶτον εἰσαχθῆναι καὶ κατὰ τάξιν, u. zur zweiten ἐν αἷς ἔγραφον τὴν μακρὰν ἢ τὴν βραχεῖαν τῆς δίκης; so bei den Rednern, Andoc. 1, 83, Lys. 26, 10; ἡ σανὶς ἡ παρὰ τῇ θεῷ κειμένη, Dem. 25, 70; vgl. bes. Isocr. 15, 237: ἐν γὰρ ταῖς σανίσι ταῖς ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκτιθεμέναις ἀναγκαῖόν ἐστιν, ἐν μὲν ταῖς ὑπὸ τῶν θεσμοθετῶν ἀμ φ οτέρους ἐνεῖναι τούς τε τὴν πόλιν ἀδικοῦντας καὶ τοὺς συκοφαντοῦντας, ἐν δὲ ταῖς τῶν ἕνδεκα τούς τε κακουργοῦντας καὶ τοὺς τούτοις ἐφεστῶτας κ. τ. λ., wonach also auch wohl die Namen der Verurtheilten so bekannt gemacht wurden. S. auch σανίδιον. – e) ein Strafholz, an welches die Verbrecher angebunden, auch wie an ein Kreuz angenagelt wurden; Her. 7, 33. 9, 120; δῆσον αὐτόν, ὦ τοξότ', ἐν τῇ σανίδι, Ar. Th. 931, vgl. 940. 1003, Plut. Pericl. 28.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
ais, planche ; toute construction en planches :
1 porte ; touj. αἱ σανίδες dans Hom., battants de portes;
2 échafaudage, plateforme en bois;
3 αἱ σανίδες pont de navire;
4 planche pour écrire ; αἱ σανίδες planche ou écriteau de bois pour afficher certains avis (listes, lois, décrets, arrêts, etc.);
5 poteau où l'on attachait les condamnés.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σανίς -ίδος, ἡ plank plank; NT Act. Ap. 27.44; van een schandpaal:; Hdt. 9.120.4; van een loopplank:. Eur. Hel. 1556. plank, bord (om op te schrijven):. τοὔνομα ἐν ταῖς σανίσιν ἐνεγέγραπτο de naam stond op de schrijfborden Lys. 26.10. van planken gemaakt podium:; ἡ δ’ ἄρ’ ὑψηλῆς σανίδος βῆ zij besteeg het hoge podium Od. 21.51; op een schip: plankier, dek. Luc. 21.48. plur. deurvleugels:. σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι hecht getimmerde deurvleugels Od. 2.344.

Russian (Dvoretsky)

σᾰνίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 доска Anth.;
2 створка (дверей или ворот), тж. (преимущ. pl.) дверь, ворота: σανίδες εὖ ἀραρυῖαι Hom. крепко сколоченные ворота;
3 подмостки, помост, полка (ὑψηλὴ σ. Hom.);
4 досчатый настил, палуба (sc. τοῦ σκάφους Luc.): σανίδα προσβῆναι κάτα Eur. ступить на палубу;
5 (преимущ. pl.) дощечки для записей (покрывавшиеся обычно гипсом или воском), таблицы Eur., Arph., Lys., Isocr., Aeschin., Dem.;
6 позорный столб (πρὸς σανίδα προσπασσαλεύειν τινά Her.): ἐν или πρὸς τῇ σανίδι δεῖν Arph. и σανίδι προσδεῖν Plut. привязывать к позорному столбу.

English (Autenrieth)

ίδος: board, plank; pl., esp. the wings of folding-doors, doors; scaffolding, stage, Od. 21.51.

English (Strong)

of uncertain affinity; a plank: board.

English (Thayer)

σανίδος, ἡ, a board, a plank: Homer down; the Sept., Ezekiel 27:5.)

Greek Monolingual

η / σανίς, -ίδος, ΝΜΑ
μακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλα
νεοελλ.
1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος
2. φρ. α) «σανίδα σωτηρίας» — έσχατο μέσο σωτηρίας ή αντιμετώπισης μιας δύσκολης κατάστασης
β) «του χρειάζεται βρεγμένη σανίδα» — η συμπεριφορά του και οι ενέργειές του είναι τόσο άσχημες ώστε απαιτείται να υποστεί ξυλοδαρμό για να συνετιστεί
μσν.-αρχ.
στον πληθ. αἱ σανίδες
ξύλινες πινακίδες για γράψιμο
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) καθετί που είναι κατασκευασμένο από σανίδες, όπως: α) θύρα («κολλητὰς σανίδας» — πτυσσόμενες πόρτες, Ομ. Ιλ.)
β) ξύλινο ικρίωμα ή εξέδρα
γ) ξύλινο πάτωμα και, ιδίως, κατάστρωμα πλοίου
δ) εδώλιο, θρανίο
ε) κάλυμμα
στ) ξύλο στο οποίο δένονταν ή καρφώνονταν σαν σε σταυρό οι κατάδικοι («σανίδα προσπασσαλεύσαντες ἀνεκρέμασαν», Ηρόδ.)
ζ) στον πληθ.
i) ξύλινες πινακίδες καλυμμένες με γύψο στις οποίες γράφονταν κάθε είδους δημόσιες ανακοινώσεις, όπως νόμοι που επρόκειτο να προταθούν για ψήφιση, νόμοι που διορθώθηκαν από τους θεσμοσθέτες, κατάλογοι αρχόντων, λογαριασμοί διαχείρισης, ονόματα οφειλετών, υποθέσεις που επρόκειτο να εκδικαστούν στο δικαστήριο, καθώς και οι αποφάσεις τών δικαστηρίων ii) ζωγραφικοί πίνακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. δοκίς, σελίς)].

Greek Monotonic

σᾰνίς: -ίδος, ἡ,
I. σανίδα, σανίδι, σε Ανθ. κ.λπ.
II. οτιδήποτε είναι κατασκευασμένο από σανίδες·
1. πόρτα, στον πληθ. πτυσσόμενη, δίφυλλη πόρτα, Λατ. fores, σε Όμηρ.· σπανίως στον ενικ., σε Ευρ.
2. ξύλινο πάτωμα, ικρίωμα, σκηνή θεάτρου, θεατρικό σανίδι, σε Ομήρ. Οδ.· κατάστρωμα πλοίου, σε Ευρ.
3. στον πληθ., ξύλινες πινακίδες (πίνακες) πάνω στις οποίες έγραφαν, στον ίδ.· στην Αθήνα, πινακίδες, οι κατάλογοι όπου αναγράφονταν οι δημόσιες ανακοινώσεις, σε Αριστοφ. κ.λπ.
4. σανίδα στην οποία δένονταν ή και σταυρώνονταν οι κατάδικοι· ομοίως πιθ. σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίς: -ίδος. ἡ, «σανίδα», «σανίδι’, Ἀνθ. Π. 9. 269, Πολύβ. 1. 22, 9, κτλ.· σ. ἄξοος Καλλ. Ἀποσπ. 105· - ἐντεῦθεν, πᾶν πρᾶγμα ἐκ σανίδος πεποιημένον, 1) θύρα, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε δίφυλλος, Λατ. fores, Ἰλ. Μ. 453, 461, Ὀδ. Χ. 128, κτλ.· κολληταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344, πρβλ. Χ. 128, Ἰλ. Φ. 535· σ. πύλῃσιν ἐπικεκλιμέναι Ἰλ. Μ. 121· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, Εὐρ. Ὀρ. 1221. 2) ξύλινον ἰκρίωμα ἢ πάτωμα ἐν εἴδει σκηνῆς, ἐφ’ ὑψηλῆς σ. Ὀδ. Φ. 51. 3) ξύλινον πάτωμα, μάλιστα κατάστρωμα πλοίου, Εὐρ. Ἑλ. 1556, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 48, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15, 3. 4) ἐν τῷ πληθ., ξύλιναι πινακίδες πρὸς γραφήν, Εὐρ. Ἄλκ. 968· μάλιστα ἐν Ἀθήναις, πίνακες κεκαλυμμένοι μὲ γύψον (ὡς τὸ Λατ. album), ἐφ’ ὧν ἐγράφοντο παντὸς εἴδους δημόσιαι γνωστοποιήσεις, μάλιστα δὲ αἱ πρὸς ἐκδίκασιν ὑποθέσεις ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἀριστοφ. Σφ. 349, 848· οἱ μέλλοντες νὰ προταθῶσι νόμοι, Ἀνδοκ. 11. 28· οἱ ὑπὸ τῶν θεσμοθετῶν διορθωθέντες νόμοι, Αἰσχίν. 59. 11· κατάλογοι ἀρχόντων, Λυσί. 176. 9· ὀνόματα ὀφειλετῶν, Δημ. 791. 11 (ἔνθα κεῖται τὸ ἑνικόν)· πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 253. Οὕτως ἐν Ρώμῃ ἐκαλοῦντο οἱ πίνακες ἐφ’ ὧν ἦσαν γεγραμμένοι οἱ νόμοι, Δίων Κ. 42. 32. 5) ἡ σανὶς ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐδένοντο οἱ κατάδικοι ἢ καὶ προσηλοῦντο ἐνίοτε ὡς εἰς σταυρόν, πρὸς σανίδα προσπασσαλεύειν τινὰ Ἡρόδ. 7. 33., 9. 120· ἐν καὶ πρὸς τῇ σ. δεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 931, 940 (ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει τὸν Κρατῖν.)· σανίδι προσδεῖν Πλουτ. Περικλ. 28. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανίς· θύρα. λεύκωμα, ἐν ᾧ αἱ γραφαὶ ἐγράφοντο πρὸς τοὺς κακούργους».

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: board, plank, wooden scaffold etc., pl. also tablets used for writing, writing board(s) (Att.), planks of a gate, wing of a door (ep.).
Derivatives: 1. Diminut. σανίδ-ιον n. (Att. etc.), σαν-ίσκη f. painting (Herod.); 2. σανίδ-ωμα n. planking (LXX, Thphr., Plb. etc.; Chantraine Form. 187); 3. -ώδης plank-like (late); 4. -όω provided with planks, -ωτός (hell. a. late).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like σελίς, δοκίς a. other technical words (Chantraine Form. 337); further unexplained. The formally obcious connection with σαίνω (Solmsen IF 30, 46 f.) depends of a s. v. rejected explanation of σαίνω. A thinkable but quite hypothetic basis *tu̯-n̥-id- [would have to be *tu̯n̥H-id-] might make connection with the family of τύλη, τύλος (s. v.) possible. -- Older proposals in Bq and WP. 1, 709 (rejected).

Middle Liddell

σᾰνίς, ίδος, ἡ,
I. a board, plank, Anth., etc.
II. anything made of planks:
1. a door, in plural folding doors, Lat. fores, Hom.:—rare in sg., Eur.
2. a wooden platform, scaffold or stage, Od.: a ship's deck, Eur.
3. in plural wooden tablets for writing on, Eur.:—at Athens, tablets on which were written public notices, Ar., etc.
4. a plank to which offenders were bound or nailed, Hdt.; so perhaps in Od. 22. 174.

Frisk Etymology German

σανίς: -ίδος
{sanís}
Grammar: f.
Meaning: Brett, Bohle, Brettergerüst, pl. auch ‘Bretter zum Schreiben, Schreibtafel(n)’ (att.), Torbohlen, Türflügel (ep.).
Derivative: Davon 1. die Deminutiva σανίδιον n. (att. usw.), σανίσκη f. Gemälde (Herod.); 2. σανίδωμα n. Bretterverkleidung (LXX, Thphr., Plb. usw.; Chantraine Form. 187); 3. -ώδης brettähnlich (sp.); 4. -όω ‘mit Brettern ver- sehen’, -ωτός (hell. u. sp.).
Etymology: Bildung wie σελίς, δοκίς u. andere technische Wörter (Chantraine Form. 337); sonst unerklärt. Die formal naheliegende Anknüpfung an σαίνω (Solmsen IF 30, 46 f.) ist von einer s. v. abgelehnten Erklärung von σαίνω abhängig. Eine an sich denkbare aber ganz hypothetische Grundform *tu̯--id- vermittelt Anschluß an die grosse Sippe von τύλη, τύλος (s. d.). — Ältere Deutungsvorschläge bei Bq und WP. 1, 709 (abgelehnt).
Page 2,676

Chinese

原文音譯:san⋯j 沙你士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:板
字義溯源:平板^,木板,板子,厚板
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 板子(1) 徒27:44

English (Woodhouse)

door, gangway, gangway for embarking or disembarking

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ίδος (=σανίδι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της.
Παράγωγα: σανίδιον, σανιδόω, σανιδώδης, σανίδωμα, σανιδωτός.

Translations

board

Albanian: dhogë; Arabic: لَوْحَة‎, خَشَبَة‎; Armenian: տախտակ; Azerbaijani: taxta, lövhə; Bashkir: таҡта; Belarusian: дошка; Bengali: তক্তা; Bulgarian: дъска; Burmese: ပျဉ်; Catalan: post, tauler; Cherokee: ᎠᏯᏖᎾ; Chinese Mandarin: 板, 板子; Czech: prkno, deska; Danish: bræt; Dutch: plank; Esperanto: tabulo; Estonian: tahvel; Finnish: lauta; French: planche; Galician: táboa, bordo; Georgian: ფიცარი; German: Brett; Alemannic German: Brittli; Greek: σανίδα; Ancient Greek: ἄβαξ, σανίς; Hebrew: לוּחַ‎; Hindi: तख़्ता, तख्ता, पट्ट; Hungarian: deszka, tábla, lap; Icelandic: borð; Irish: clár; Italian: asse, tavola; Japanese: 板; Kazakh: тақта; Khmer: ក្ដារ; Korean: 판자(板子); Kurdish Central Kurdish: تەختە‎; Northern Kurdish: texte; Kyrgyz: такта; Lao: ກະດານ; Latin: tabula; Latvian: dēlis; Lithuanian: lenta; Macedonian: даска; Malay: papan; Malayalam: പലക; Maori: papa, kōpapa; Middle English: bord, schyd, brede; Mongolian Cyrillic: банз; Moore: rao-peoko; Ngazidja Comorian: uɓao, ɓao; Northern Altai: банз; Norwegian Bokmål: bord, planke; Nynorsk: bord, planke; Occitan: pòst, taula, planca; Ojibwe: nabagisag; Old Church Slavonic Cyrillic: дъска; Old English: bord; Pashto: تخته‎; Persian: تخته‎; Plautdietsch: Brat; Polish: deska; Portuguese: tábua; Quechua: llapsa k'ulllu; Romanian: scândură; Russian: доска; Serbo-Croatian Cyrillic: да̀ска; Roman: dàska; Slovak: doska, panel; Slovene: deska; Southern Altai: такта; Spanish: tablero, tabla; Swahili: bao; Swedish: bräda, skiva; Tajik: тахта; Tatar: такта; Telugu: చెక్కబల్ల; Thai: กระดาน; Turkish: tahta; Turkmen: tagta; Ukrainian: дошка; Urdu: تختہ‎; Uyghur: تاختا‎; Uzbek: taxta; Vietnamese: bảng, ván, phiến; Welsh: bwrdd, astell; Yiddish: ברעט‎, טאָוול‎; Yup'ik: tuskaq

plank

Albanian: dhogë; Armenian: տախտակ; Belarusian: дошка, планка; Biatah Bidayuh: papan; Bulgarian: дъска, планка; Chinese Mandarin: 板, 板子, 木板; Czech: fošna, prkno, deska; Dutch: plank; Esperanto: tabulo; Estonian: laud; Finnish: lankku; French: planche; Galician: madeiro; Georgian: ფიცარი; German: Planke; Greek: σανίδα; Ancient Greek: σανίς; Hebrew: קֶרֶשׁ‎; Hungarian: deszka, palló; Ido: planko; Indonesian: papan; Irish: clár, planc, plainc; Italian: tavola, asse; Japanese: 厚板, 板; Javanese: blabak; Kashubian: dél; Khmer: ក្ដារ; Korean: 판자(板子); Latgalian: goldskaļs; Latin: tabula; Latvian: dēlis, galds; Lithuanian: lenta; Macedonian: штица; Malay: papan; Maori: papa rākau, paraki; Mongolian Cyrillic: самбар; Moore: rao-peoko; Norwegian Bokmål: planke; Nynorsk: planke; Ojibwe: nabagisag; Old Church Slavonic Cyrillic: дъска; Old Javanese: balabag; Polish: deska; Portuguese: tábua, prancha; Romanian: scândură; Russian: доска, планка; Serbo-Croatian Cyrillic: пла̑нка, фо̀сна, та̑лпа; Roman: plȃnka, fòsna, tȃlpa; Slovak: foršňa, doska; Slovene: deska, ploh; Spanish: tablón; Swedish: planka; Thai: กระดาน; Tibetan: པང་ལེབ; Tok Pisin: plangk; Ukrainian: дошка, планка; Welsh: astell, estyll; Yup'ik: tuskaq

scaffold

Albanian: skelë; Arabic: سِقَالَة‎, إِسْقَالَة‎; Azerbaijani: taxtabənd; Belarusian: будаўні́чыя лясы, рыштаванне; Bulgarian: скеле; Catalan: bastida; Cherokee: ᏗᏓᏛᏗ; Chinese Mandarin: 腳手架/脚手架; Czech: lešení; Danish: stillads; Dutch: stelling; Finnish: telineet; French: échafaudage, échafaud; Galician: estada, andavía, andamio, bailéo, taboado; Georgian: ხარაჩო; German: Gerüst, Baugerüst; Greek: σκαλωσιά; Ancient Greek: βάθρον, ἐσχαρεῖον, ἰκρίωμα, ἱμασσία, πῆγμα, σανίς; Hungarian: állványzat; Icelandic: vinnupallur, stillans, reisipallur; Ido: eshafodo; Indonesian: perancah; Irish: scafall; Italian: impalcatura, ponteggio; Japanese: 足場; Korean: 비계(飛階); Latin: pegma; Macedonian: скеле; Manx: scammalt; Maori: rangitupu, pouwhata; Norwegian Bokmål: stillas; Persian: داربست‎; Plautdietsch: Steilozh; Polish: rusztowanie; Portuguese: andaime; Romanian: schelărie; Russian: леса, подмостки; Serbo-Croatian Cyrillic: ске̏ла; Roman: skȅla; Slovak: lešenie; Slovene: oder; Spanish: andamio; Swedish: byggnadsställning; Tagalog: palapala; Turkish: iskele; Ukrainian: риштування; Welsh: sgaffald; Yiddish: רישטעוואַניע‎