στρεβλόω

English (LSJ)

A fut. στρεβλώσω Plu.Phoc.35: aor. ἐστρέβλωσα Din.1.63:—twist or strain tight, ὄνοισι ξυλίνοισι τὰ ὅπλα drawing the cables taut with windlasses (cf. στρέβλη 1), Hdt.7.36; screw up the strings of an instrument, τὰς χορδὰς ἐπὶ τῶν κολλόπων στρεβλοῦν Pl.R. 531b.
II twist or wrench a dislocated limb, with a view to setting it, στρεβλόω τὸν πόδα Hdt.3.129; also of wrestlers, Philostr.Im.2.6, cf. 1.6 (Pass.):—Med., ἐς τοὐπίσω τὰς χεῖρας σ. Alciphr.3.43:—Pass., στρεβλωθῆναι = acquire a squint, Herod.Med. in Rh.Mus.58.78; ἐσχηκότες στρεβλουμένους τοὺς ὀφθαλμούς ibid.
2 stretch on the wheel or stretch on the rack, to rack, torture, applied to slaves for the purpose of extracting evidence, Ar.Nu.620, Ra.620, Antipho 5.32, Herod.2.89; στρεβλοῦν.. τοῦτον ὡς κατάσκοπον Antiph.277:—Pass., ἐπὶ τροχοῦ στρεβλούμενος = tortured on the rack Ar.Lys.846, Pl.875; ἀπέθανε στρεβλωθείς = he died under torture Lys.13.54, cf. And.1.44, Gal.6.312: fut. Med. στρεβλώσομαι in pass. sense, Pl.R. 361e.
3 metaph., pervert or distort words, 2 Ep.Pet. 3.16:—Pass., LXX 2 Ki.22.27.

German (Pape)

[Seite 953] mit der στρέβλη drehen, winden, schrauben, anspannen, z. B. Taue mit Winden drehen, ὅπλα ὄνοισι ξυλίνοισι στρεβλοῦν, Her. 7, 36; auch die Saiten eines Instruments mit den Wirbeln spannen, Plat. Rep. VII. 531 b, ἐπὶ τῶν κολλόπων τὰς χορδάς. – Beg. auf ein Folterwerkzeug spannen, auf dem durch Schrauben alle Glieder ausgereckt u. ausgerenkt werden, foltern, wie es bei peinlichen Untersuchungen, bes. der Sklaven üblich war, τοὺς μὲν στρεβλῶν, τοὺς δ' ἄγχων, Ar. Equ. 772; στρεβσοῦτε καὶ δικάζετε, Nubb. 610; Ran. 618 vrbdt tr μαστνγῶν, δέρων, στρεβλῶν; στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τροχοῦ, auf dem Folterrade, Lys. 846 Plut. 875, wie Dem. 29, 40; oft bei den Rednern, Andoc. 5, 32 Din. 1, 63 Lys. 13, 54 Dem. 29, 12; μαστιγώσεται, στρεβλώσεται, pass., Plat. Rep. II, 361 e, vgl. X, 613 c; Sp., wie Pol., oft; τὰς χεῖρας ἐς τούπίσω ἐστρεβλούμεθα, Alcilphr. 3, 43. – Auch vom Wundarzte, στρεβλοῦν πόδα, den ausgerenkten Fuß drehen und renken, um ihn einzurichten, στρεβλοῦντες καὶ βιώμενοι τὸν πόδα κακὸν μέζω ἐργάζοντο, Her. 3, 129. – Von den Ringern, welche ihren Gegnern die Glieder verdrehen und ausrenken, s. Jac. Philostr. imagg. 435. – Pass. verdreht werden, στρεβλοῦσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, schielen, Alex. Aphrod.

French (Bailly abrégé)

στρεβλῶ :
f. στρεβλώσω, ao. ἐστρέβλωσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐστρεβλώθην, pf. ἐστρέβλωμαι;
1 tordre (un câble, une corde d'instrument, etc.);
2 tordre sur un chevalet, sur un instrument de supplice, torturer;
3 tordre un membre déboîté pour le rajuster.
Étymologie: στρεβλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεβλόω [στρεβλός] met acc. van zaken van kabels, touwen, snaren aandraaien, straktrekken (met een lier of (stem)schroef). van de behandeling van een verstuikte voet (terug)draaien. Hdt. 3.129.2. van woorden verdraaien. met acc. van persoon folteren, martelen (op de pijnbank):. ἀπέθανε στρεβλωθείς hij stierf aan zijn folteringen Lys. 13.54.

Russian (Dvoretsky)

στρεβλόω:
1 накручивать, навивать: σ. τὰ ὅπλα ὄνοισι ξυλίνοισι Her. накручивать канаты деревянными воротами;
2 натягивать (τὰς χορδάς Plut.);
3 (о вывихнутом члене), вправлять (τὸν πόδα Her.);
4 раетягивать на дыбе, пытать (τινα Arph., Lys.): στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τροχοῦ Arph. подвергаться колесованию;
5 извращать, превратно толковать (τι NT).

English (Strong)

from a derivative of στρέφω; to wrench, i.e. (specially), to torture (by the rack), but only figuratively, to pervert: wrest.

English (Thayer)

στρέβλω; (στρεβλός (from στρέφω) twisted, Latin tortuosus; hence, στρέβλη, feminine, an instrument of torture); to twist, turn awry (Herodotus); to torture, put to the rack (Aristophanes, Plato, Demosthenes, Polybius, Josephus, to pervert, of one who wrests or tortures language to a false sense, 2 Peter 3:16.

Greek Monotonic

στρεβλόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐστρέβλωσα (στρεβλός
I. συστρέφω, κάμπτω ή πιέζω με δύναμη, συνθλίβω· στρεβλόω τὰ ὅπλα ὄνοισι, τραβώ τα καλώδια με το τυλιγάδι ώστε να τεντωθούν, σε Ηρόδ.· τεντώνω τις χορδές εγχόρδου μουσικού οργάνου, σε Πλάτ.
II. 1. συστρέφω ή στρέφω βίαια ένα εξαρθρωμένο μέλος, προκειμένου να το επαναφέρω στη θέση του, σε Ηρόδ.
2. τεντώνω το σώμα στον τροχό (όργανο βασανισμού), ή σε οδοντωτή γραμμή που υποδέχεται τους οδόντες του τροχού, συνθλίβω, εξαρθρώνω, βασανίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τροχοῦ, στον ίδ.
3. μεταφ., διαστρεβλώνω ή αλλάζω εσκεμμένα τα λόγια κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Greek Monolingual

στρεβλῶ, στρεβλόω, ΝΑ στρεβλός
1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.)
2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)
νεοελλ.
κάνω κάτι στρεβλό, το στραβώνω, παραμορφώνω
αρχ.
1. στρέφω κοχλία ή τροχό ή εκτείνω, τεντώνω κάτι περιστρέφοντας τη στρέβλη
2. (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) εκτείνω με περιστροφή τών κοχλιών
3. (για χειρούργο) συστρέφω με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο μέλος για να το ανατάξω, να το επαναφέρω στη θέση του
4. παθ. στρεβλοῦμαι, -όομαι
(για τα μάτια) αλληθωρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλόω: μέλλ. -ώσω, Πλουτ. Φωκ. 35· ἀόρ. ἐστρέβλωσα Δείναρχ. 98. 14. Συστρέφω ἢ ἐκτείνω ἰσχυρῶς, τὰ ὅπλα ὄνοισι ξυλίνοισι, ἕλκοντες τὰ καλῴδια διὰ ξυλίνων ὄνων ἢ κυλίνδρων μετὰ μοχλῶν (πρβλ. στρέβλη), Ἡρόδ. 7. 36· ἐκτείνω τὰς χορδὰς μουσικοῦ ὀργάνου, ἐπὶ τῶν κολλόπων στρεβλοῦν τὰς χορδὰς Πλάτ. Πολ. 531Β. ΙΙ. συστρέφω ἢ βιαίως τινάσσω ἐξηρθρωμένον μέλος ὅπως ἐπαναφέρω αὐτὸ εἰς τὴν θέσιν του, στρ. τὸν πόδα Ἡρόδ. 3. 129· ὡσαύτως ἐπὶ παλαιστῶν, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. σελ. 435. -Μέσ., ἐς τοὐπίσω τὰς χεῖρας στρ. Ἀλκίφρ. 3. 43· - Παθ., στρεβλοῦσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, διαστρέφω τοὺς ὀφθαλμούς, βλέπω διαστρόφως, εἶμαι παραβλώψ, «ἀλλοίθωρος», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Ἀφρ. 2) ἐκτείνω τὸ σῶμα ἐπὶ τοῦ τροχοῦ ἢ τοῦ βασανιστηρίου, τεντώνω, ἐξαρθρῶ, στρεβλώνω, βασανίζω· ἐγίνετο δὲ τοῦτο εἰς τοὺς δούλους ὅπως ἐξαναγκάσωσιν αὐτοὺς εἰς μαρτυρίαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 620, Βάτρ. 620, Ἀντιφῶν 133. 17. -Παθητ., στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τροχοῦ Ἀριστ. Λυσ. 846, Πλ. 875· στρεβλωθεὶς ἀπέθανε Λυσίας 134. 40, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 2. - Ὁ Πλάτων ὡσαύτως ἔχει τὸν μέσον μέλλ. στρεβλώσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Πολ. 361Ε. 3) μεταφορ., διαστρέφω, μεταστρέφω, μεταβάλλω τοὺς λόγους, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 16. -Παθητ., Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 27).

Middle Liddell

στρεβλόω, στρεβλός
I. to twist or strain tight, στρ. τὰ ὅπλα ὄνοισι to draw the cables taut with windlasses, Hdt.: to screw up the strings of an instrument, Plat.
II. to twist or wrench a dislocated limb, with a view to setting it, Hdt.
2. to stretch on the wheel or rack, to rack, torture, Ar.:—Pass., στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τροχοῦ Ar.
3. metaph. to pervert or distort words, NTest.

Chinese

原文音譯:streblÒw 士特雷不羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:轉 相當於: (פָּתַל‎ / תָּפַל‎)
字義溯源:猛扭,強解,曲解,折磨,受苦;源自(στρέφω)=扭轉),而 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動), (τροπή)又出自(τρέμω)X*=轉)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 曲解(1) 彼後3:16