φαντάζω
English (LSJ)
(φαίνω)
A make visible, present to the eye or present to the mind, τι Alex.Aphr.Pr.2.18, Hsch.: but, φαντάζω τὴν αἴσθησιν, deceive, Callistr. Stat.14:—Med., with aor. Pass., place before one's mind, picture an object to oneself, imagine, τι Longin.15.2, 8, M.Ant.10.28, Porph. Sent.33, Iamb.Myst.3.20, Chor.p.16 B.; χωρίον Id.Milt.29 F.-R.; κύνα ἐν ὕδατι Hp.Ep. 19 (Hermes 43.68); περί τῆς φύσεως Him.Or.14.24; fancy, imagine, ὅτι.. Arr.Epict.1.5.6; ὄναρ ἐφαντάσθην Hp.Ep.15; τοῖς μηδὲ φαντασθεῖσιν ὡς καλόν.. Plot.1.6.4; c. acc. et. inf., Polem. Phgn.36, Iamb.Myst.2.10.
II in early writers only in Pass., fut. φαντασθήσομαι Pl.Smp. 211a: aor. ἐφαντάσθην Id.Phlb.51a:—become visible, appear, σφι Hdt.4.124; ὄνειρον φαντάζεταί μοι Id.7.15; μηδὲ φαντάζου δόμων πάροιθε E.Andr.876, cf. Ph.93; φ. ἄλλοτε ἐν ἄλλαις ἰδέαις Pl.R. 380d; also, to be heard, μυκαὶ σηκοῖς ἔνι φ. A.R. 4.1285; φοβερὸν ἦν τὸ φανταζόμενον Ep.Hebr.12.21.
b to be terrified by visions or be terrified by phantasms, PMag.Lond.121.888.
2 make a show, Hdt.7.10. ε'.
3 φαντάζεσθαί τινι make oneself like someone, take his form, φανταζόμενος.. γυναικί A.Ag.1500 (anap.).
4 appear so and so, to be imagined, Pl.Hp.Ma.300c; ἡδοναὶ φαντασθεῖσαι Id.Phlb.51a; τῷ νοηθῆναι ἢ φαντασθῆναι Arist.de An.433b12.
5 com. for συκοφαντεῖσθαι, to be informed against, Ar.Ach.823 (Megar. φαντάδδομαι).
German (Pape)
[Seite 1254] 1) sichtbar, offenbar machen, zeigen, anzeigen, gew. mit dem Nebenbegriffe der öfter wiederholten Handlung; später auch darstellen, vorstellen. – Pass. sich sehen lassen, wie φαίνομαι, μή τις πολιτῶν ἐν τρίβῳ φαντάζεται Eur. Phoen. 93; μηδὲ φαντάζου δόμων πάροιθε Andr. 877; ὄνειρον φαντάζεταί μοι Her. 7, 15; ἀφανισθέντων τούτων ὡς οὐκέτι ἐφαντάζοντό σφιν 4, 124; Plat. Soph. 216 c u. oft. Bes. auch sich im Staate prunkend sehen lassen, sich zur Schau stellen, brüsten, Her. 7, 10, 5. – 2) φαντάζεσθαί τινι, Einem ähnlich sein, Aesch. Ag. 1481. – 3) bei Ar. Ach. 788 für συκοφαντεῖσθαι gebraucht. – Med. φαντάζεσθαί τι, sich Etwas vorstellen od. einbilden.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
Pass. f. φαντασθήσομαι, ao. ἐφαντάσθην, pf. inus.
dénoncer;
Moy. φαντάζομαι (seul. prés. et ao. au sens Moy.);
1 se montrer, apparaître d'ord. en parl. de visions ou de phénomènes extraordinaires : météores, comètes, etc.
2 faire de l'étalage, se glorifier;
3 se montrer sous les traits de : γυναικί ESCHL d'une femme;
NT: faire apparaître, rendre visible, exposer à la vue, montrer.
Étymologie: φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
φαντάζω: μέλλ. -άσω, (φαίνω)· ― κάμνω τι φανερόν, παρουσιάζω τι εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ εἰς τὸν νοῦν, δεικνύω, τι Ἀλέξ. Ἀφρ., Εὐστ.· ἀλλά, φ. τὴν αἴσθησιν, ἀπατῶ, Καλλιστρ. Ἔκφρ. 12. ― Μέσ., μετ’ ἀόρ. παθ., παριστάνω τι εἰς τὸν νοῦν μου, φαντάζομαι, τι Λογγῖν. 15. 2 καὶ 8· περί τινος Ἱμέρ.· παριστάνω τι, Λιβάν. 4. 512. ΙΙ παρὰ τοῖς δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ., μέλλ. φαντασθήσομαι. Πλάτ. Συμπ. 211Α· ἀόρ. ἐφαντάσθην ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 51Α· ― ὡς τὸ φαίνομαι, γίνομαι ὁρατός, φαίνομαι, τινι Ἡρόδ. 4. 124· ὄνειρον φαντάζεταί τινι ὁ αὐτ 7. 15· μηδὲ φαντάζου δόμων πάροιθε Εὐρ. Ἀνδρ. 876, πρβλ. Φοιν. 93· φ. ἄλλοτε ἐν ἄλλαις ἰδέαις Πλάτ. Πολ. 380D· ὡσαύτως, γίνομαι ἀκουστός, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1285. 2) ἐπιδεικνύομαι, ὑπερηφανεύομαι Λατ. secostentare, Ἡρόδ. 7. 10, 5. 3) φαντάζεσθαί τινι, γίνεσθαι ὅμοιον πρός τινα, λαμβάνειν τὸ σχῆμά τινος ἢ τὴν μορφήν, φανταζόμενος... γυναικὶ (ὡς τὸ Ὁμηρικὸν εἰδόμενος, ἴδε εἴδω Α ΙΙ. 3), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1500. 4) φαίνομαι ποιός τις, νομίζομαι, γίνομαι ἀντιληπτὸς διὰ τῆς φαντασίας, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 300C· ἡδοναὶ φαντασθεῖσαι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβω 51Α· τῷ νοηθῆναι ἢ φαντασθῆναι Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 10, 7. 5) κωμικῶς ἀντὶ συκοφαντεῖσθαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 823.
Spanish
aparecerse, hacerse visible, estar aterrorizado por visiones
English (Strong)
from a derivative of φαίνω; to make apparent, i.e. (passively) to appear (neuter participle as noun, a spectacle): sight.
English (Thayer)
(φαίνω); present passive participle φανταζόμενος; from Aeschylus and Herodotus down; to cause to appear, make visible, expose to view, show: τό φανταζόμενον, the appearance, sight, Hebrews 12:21.
Greek Monolingual
ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν
1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ.
β. «φαντάζειν ἅπαντας τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς τῷ μεγέθει τῶν γιγνομένων», θεοδώρ.)
2. μέσ. φαντάζομαι
α) νομίζω, υποθέτω (α. «τ' ωραίο νησί... φαντάζομαι πως φεύγει κι αρμενίζει», Γρυπ.
β. «εἰκότως φαντάζονται τοιούτου υἱοῦ ἀεὶ μὴ εἶναι τὸν θεὸν πατέρα», Αθανάσ.)
β) πλάθω ή αναπαριστώ κάτι με τη φαντασία μου (α. «δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα είναι ο κόσμος αν συνεχιστεί η καταστροφή του περιβάλλοντος» β. «ἐνταῡθ' ὁ ποιητής αὐτὸς εἶδεν Ἐρινύας, ὃ δ' ἐφαντάσθη, μικροῦ δεῖν θεάσασθαι καὶ τοὺς ἀκούοντας ἠνάγκασεν», Λογγίν.)
νεοελλ.
1. κατέχομαι από φανταστικές παραστάσεις, από φαντάσματα
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φαντασμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, καυχησιάρης
β) μεγαλομανής
αρχ.
1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω
2. εξαπατώ, ξεγελώ
3. (μέσ. και παθ.) α) γίνομαι ορατός, γίνομαι αντιληπτός
β) παίρνω τη μορφή κάποιου, γίνομαι όμοιος με αυτόν («φανταζόμενος δὲ γυναικὶ νεκροῦ τοῦδ'... ὁ παλαιὸς ἀλάστωρ», Αισχύλ.)
γ) επαίρομαι, περηφανεύομαι
δ) σχηματίζομαι, πλάθομαι με τη φαντασία
ε) τρομοκρατούμαι από φανταστικές παραστάσεις, φαντάσματα
στ) (στην κωμωδία) συκοφαντούμαι
4. φρ. «μεγάλα φαντάζομαι περί τινος» — έχω μεγάλη ιδέα για κάποιον ή για κάτι (Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαντ- τών παραγώγων και σύνθ. του ρ. φαίνω (πρβλ. φαντός, -φάντης, φάντωρ)].
Chinese
原文音譯:fant£zw 潘他索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:顯出(化)
字義溯源:顯示出來,所見,所顯現的,出現;源自(φαίνω)=發光), (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 所顯現的(1) 來12:21
Léxico de magia
1 en v. med. aparecerse, hacerse visible Hécate λέγε ἐπὶ τριόδου καὶ στραφεὶς φεῦγε· φαντάζεται γὰρ ἐν τούτοις dilo en una encrucijada y, dándote la vuelta, huye: pues en estos lugares se aparece P LXX 16 2 en v. med. estar aterrorizado por visiones ἄξαι αὐτὴν τῶν τριχῶν, τῶν ποδῶν, φοβουμένη, φανταζομένη que la traiga de los cabellos, de los pies, asustada, aterrorizada por visiones P VII 888