χρῄζω

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῄζω Medium diacritics: χρῄζω Low diacritics: χρήζω Capitals: ΧΡΗΖΩ
Transliteration A: chrḗizō Transliteration B: chrēzō Transliteration C: chrizo Beta Code: xrh/|zw

English (LSJ)

Thgn.958, A.Pr.376, Ar.Nu.891 (anap.), Th.3.109, etc.; in Att. hardly found exc. in pres. and impf. (but v. infr. ΙΙ): Ep. and Ion. χρηΐζω, as always in Hom., and Hdt.1.41, 5.19, 30, 9.87; written χρηιίζω, SIG57.41 (Milet., v B. C.); also χρεΐζω, Herod.7.64; Dor. χρῄζω SIG56.23 (Argos, v B. C.); also χρήζω ib.1006.3 (Cos, iii B. C.); χρείζω ib.953.27 (Calymna, ii B. C.): sicil. Dor. χρῄσδω Theoc.8.11; Megar.Dor. χρῄδδω Ar.Ach.734: fut.
A χρῄσω Ti.Locr.99a, Ion. χρηΐσω Hdt.7.38: aor. Ion. χρηΐσαι prob. Id.5.65; part. χρηΐσας ib.20, 7.38: (χρή):—want, lack, have need of, c. gen., χρηΐζοντα . . ἰητῆρος Il.11.835; εἴρετο . . ὅττευ χρηΐζων ἱκόμην Od.17.121, cf. 558; οὐδ' ἐμοῦ διδασκάλου χρῄζεις A.Pr.376; δύο χρῄσει [μεσοτάτων] Ti.Locr. l. c.: abs. in part. χρηΐζων = needy, poor, Od.11.340, Hes.Op.351.
2 desire, long for, crave, χρηΐζειν ἀπεόντος ib.367; τοῦτον ὦν δοκέω . . ποιήσειν ὧν ἂν χρηΐζωμεν Hdt.5.30; χρημάτων χ. Id.9.87; βορᾶς A.Ch.530; τοῦ μακροῦ χ. βίου Soph.Aj.473: rarely c. acc., πᾶν μᾶλλον δοκέων μιν χρηΐσειν ἢ τὸ ἐδεήθη Hdt.7.38; ὥστ' ἄλλα χρῄζειν S.OT595, cf. E.Supp.123; an inf. may freq. be supplied, φράζε . . ὅ τι χρῄζεις (sc. φράζειν) Ar.Nu.359, cf. 453 (both anap.); ἴθ' ὅποι χρῄζεις (sc. ἰέναι) ib.891(anap.), cf. Th.751, A.Pr. 928, S.OT365; τί δῆτα χρῄζεις; ib.622, OC643.
b c. acc. pers. et inf., ask or desire that one should do a thing, Hdt.1.41, 112, 152, al.; so c. gen. pers. et inf., desire of one to do, Id.5.19,65, 9.55; in Trag., c. inf. only, desire to do a thing, A.Pr.235, 285, al., S.OT 91, E.Hec.347, etc.: rare in Prose, Th.3.109, X.Cyr.1.6.15.
c c. dupl. gen. pers. et rei, τῶνδε ἐγὼ ὑμέων χρηΐζων συνέλεξα hdt.7.53.
d χρῄζειν παρά τινος c. inf., Ps.-Hdt.Vit.Hom.17.
3 part. χρῄζων is used abs. for εἰ χρῄζει, if one will, if one chooses, Thgn. 958, A.Ch.340 (anap.); ἄλλα φανεῖ χρῄζων (sc. Ἑρμῆς) if propitious, ib. [815] (lyr.); ἢν τὸν θεὸν χρῄζοντ' ἔχῃ E.Supp.597; ποταγγελλέτω ὁ χρῄζων, = ὁ βουλόμενος, IG12(1).677.34 (Ialysus); also τὸ χρῇζον = your solicitation, E.IA 1017.
II Pass., χρησθείς is f.l. in S.Ant.24.
χρῄζω,
A = χράω (B) A. 1, deliver an oracle, foretell, only in E.Hel.516 (lyr.; leg. χρήσασ').

German (Pape)

[Seite 1373] bei den Att. nur im praes. u. impf. gebr., ep. u. ion. χρηΐζω, doch bei Her. gew. χρῄζω od. χρήζω geschrieben, dor. χρῄσδω, Theocr. 8, 11, und χρῄδδω, Ar. Ach. 699, – brauchen, nöthig haben, bedürfen; c. gen., Il. 11, 835 Od. 17, 121. 558; Her. 5, 30; οὐδ' ἐμοῦ διδασκάλου χρῄζεις Aesch. Prom. 374; Ch. 523; im part. ohne Casus, dürftig, arm, Od. 11, 340; Hes. O. 353; – wonach verlangen, sich wonach sehnen, τινός, Hes. O. 369; dah. fordern, verlangen, wünschen, mit dem bloßen infin., Her. 1, 152. 4, 83. 8, 58 u. oft, wie Tragg., τοὺς σοὺς δὲ πόνους χρῄζω διὰ παντὸς ἀκοῦσαι Aesch. Prom. 283; Soph. öfter, der auch χρῃσθεὶς σὺν δίκῃ – δικαίᾳ καὶ νόμῳ vrbdt, Ant. 24 (d. i. nach dem Schol. παραγγελθείς, Andere erkl. es = χρησάμενος); mit gen. der Person, von der man Etwas erbittet, u. dem infin., Her. 5, 19. 65. 9, 55; auch mit doppeltem gen. der Person u. der Sache, 7, 53; selten c. accus. der Sache, 7, 38; mit acc. c. inf., 1, 41. 9, 110; παρά τινος, vit. Hom. 17; σύ θην ἃ χρῄζεις, ταῦτ' ἐπιγλωσσᾷ Διός Aesch. Prom. 928; φράζε, ὅ, τι χρῄζεις Ar. Nubb. 358; ὅ, τι χρῄζεις, ποίει Th. 751; – μὴ ἔχρῃζες θανεῖν, wie μὴ ὤφελες, du solltest nicht gestorben sein, d. i. o wärest du doch nicht gestorben, Soph. O. C. 1713; – seltner in att. Prosa; Tim. Locr. 99 a; Thuc. 3, 109; τέως ἂν χρησθῇ Dem. 21, 16; τινός, Xen. Cyr. 1, 6,15. 2, 1,18. 4, 5,22; Sp., wie Luc. paras. 2 u. Plut. öfter. – Ohne Casus, wie χράω, ein Orakel erteilen, prophezeien, Aesch. Ch. 802 Eur. Hel. 523.

French (Bailly abrégé)

1impf. ἔχρῃζον, f. χρῄσω, ao. ἔχρῃσα, pf. inus.
I. manquer de, avoir besoin, gén. ; avec un inf., avoir besoin de ; abs. au part. pauvre, indigent;
II. demander, solliciter, désirer :
1 avec un rég. de ch. au gén. : τινός, qch ; ou à l'acc. avec un pron. neutre ou un adj. : ὅσον γε χρῄζεις SOPH tout ce que tu veux ; de même, avec inf. ou prop. inf.;
2 avec un rég. de pers. au gén. suivi d'un inf. : ἐχρήϊζε τῶν Ἀθηναίων προσχωρῆσαι HDT il priait les Athéniens de se rapprocher ; avec un gén. de pers. et un gén. de ch. : τῶν δ' ἐγὼ ὑμέων χρηΐζων συνέλεξα (ὑμᾶς) HDT voici ce que je désire de vous et pourquoi je vous ai réunis ; abs. au part. χρῄζων, litt. désirant, voulant ; bienveillant, favorable ; τὸ χρῄζον EUR le désir, l'objet d'une demande.
Étymologie: χρεία.
2seul. prés. et impf.
rendre un oracle.
Étymologie: χράω.

Russian (Dvoretsky)

χρῄζω:
I эп.-ион. χρηΐζω, дор. χρῄσδω, мегар. χρῄδδω
1 иметь нужду, нуждаться (τινός Hom. etc.): ὁ χρηίζων Hom. нуждающийся;
2 желать, хотеть, требовать (τινός Hom. etc., реже τι Her., Soph., Eur.): χ. τὰ σὺν κέρδει καλά Soph. желать того, что и почетно и выгодно; ὅσια χ. Eur. требовать справедливого; δρώντων ὅ τι χρῄζουσιν Arph. пусть делают, что хотят; χ. τινός τινος Her. требовать чего-л. от кого-л.; χ. ὑγιαίνειν Xen. хотеть быть здоровым; τὸ χρῇζον Eur. предмет желаний, желаемое;
3 быть благосклонным: ἢν μὴ τὸν θεὸν χρῄζοντ᾽ ἔχῃ Eur. если ты не заручишься благосклонностью бога.
II (только praes. и impf.) Trag. = χράω III.

Greek (Liddell-Scott)

χρῄζω: μέλλ. χρῄσω Τίμ. Λοκρ. 99Α· ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. σχεδὸν ἄχρηστον πλὴν ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ)· Ἐπίκ. καὶ Ἴων. χρηίζω, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὀμ., κατὰ δὲ Βέκκ. καὶ Δινδ. καὶ παρ’ Ἡροδ., εἰ καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις φέρονται ἀμφότεροι οἱ τύποι· Δωρ. χρῄσδω Θεόκρ. 8. 11· κατὰ τὴν Δωρικὴν τῶν Μεγαρέων διάλεκτον, χρῄδδω Ἀριστοφ. Ἀχ. 734· - μέλλ. χρῄσσω, Ἰων. χρηίσω Τίμ. Λοκρ. 994, Ἡρόδ. 7. 38· - ἀόρ. Ἰων. χρηίσαι, χρηίσας, ὁ αὐτ. 5. 65, 20· (χράω (Β).) Ἔχω χρείαν, ἔχω ἔλλειψίν τινος, «χρειάζομαι», μετὰ γεν., χρηίζοντα .. ἱητῆρος Ἰλ. Λ. 835· εἴρετο .. ὅττευ χρηίζων ἱκόμην Ὀδ. Π. 121, 558· οὐδ’ ἐμοῦ διδασκάλου χρῄζεις Αἰσχύλ. Πρ. 374· - ἀπόλ. ἐν τῇ μετοχ. χρηίζων, εἰς ἀνάγκας εὑρισκόμενος, ἐνδεής, πένης, πτωχός, Ὀδ. Λ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 349. 2) ἐπιθυμῶ, ἐπιζητῶ τι, σφόδρα, ἐπιθυμῶ, χρηίζειν ἀπεόντος αὐτόθι 365 τοῦτον ὦν δοκέω .. ποιήσειν ὦν ἄν χρηίζωμεν Ἡρόδ. 5. 30· χρημάτων χρ. ὁ αὐτ. 9. 87· χρ. βορᾶς Αἰσχύλ. Χο. 530· τοῦ μακροῦ χρ. βίου Σοφ. Αἴ. 473· - σπανίως μετ’αἰτ. πράγμ., πᾶν μάλλον δοκέων μιν χρηίσειν ἤ τὸ ἐδεήθη Ἡρόδ. 7. 38· ὥστ’ ἄλλα χρῄζειν Σοφ. Ο. Κ. 5..5, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 123· - ἐν τοῖς πλείστοις παραδείγμασι δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρέμφατον, φράζ’ ὅ τι χρῄζεις (ἐξυπακ. ἰέναι) αὐτόθι 891, πρβλ. Θεσμ. 751, Αἰσχύλ. Πρ. 928, Σοφ. Ο. Τ. 365, 622, Ο. Κ. 643. β) μετ’ αἰτ. προσώπου καὶ πράγμ., ζητῶ, παρακαλῶ, ἢ ἐπιθυμῶ νὰ πράξῃ τίς τι, Ἡρόδ. 1. 41, 1...2, 152, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ μετὰ γεν. προσώπου καὶ ἀπαρ., παρακαλῶ, δέομαί τινος ὅπως πράξῃ τι, ὁ αὐτ. 5. 19, 65., 9. 55· παρ’ Ἀττ., μετ. ἀπαρεμ. μόνον, ἐπιθυμῶ, ζητῶ νὰ πράξω τι, θέλω, Αἰσχύλ. Πρ. 233, 283, κ. ἀλλ.· Σοφ. Ο. Τ. 91, Εὐρ. Ἑκ. 347, κλπ.· ἀλλὰ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, οἶον Θουκ. 3. 109, Ξεν Κύρ. Παιδ. 1. 6, 15, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1. 21. γ) μετὰ διπλῆς γεν. προσώπου καὶ πράγμ., τῶν δὲ ἐγὼ ὑμέων χρηίζων συνέλεξα Ἡρόδ. 7. 53· οὕτω, χρῄζειν παρά τινος Βίος Ὀμήρου 17. 3) ὤμοι μὴ γᾶς ἐπὶ ξένας θανεῖν ἔχρῃζες ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1713, ἑρμηνεύεται, εἴθε νὰ μὴ εἶχες ἐπιθυμήσῃ νὰ ἀποθάνῃς ..., - ὅπερ ἀσύνηθες· πρβλ. ἐπωφέλησα ἀντὶ ὤφελον (ἀνωτ. 541)· - ὁ Δινδ. καὶ ὁ Wander ἀπορρίπτουσι τὸν στίχον ὡς παρεμβληθέντα ἐκ τοῦ στίχ. 1705. - Ὁ Jebb ἀπέβαλε τὸ μή, καὶ ἐξέδωκεν: ὤμοι, γᾶς ἐπὶ ξένας θανεῖν ἔχρῃζες, ἀλλ’ ἔρημος ἔθανες ὧδε μοι, ἀλλοίμονον, ἐπεθύμεις νὰ ἀποθάνεις ἐν ξένῃ γῇ, ἀλλ’ ἀπέθανες ἄνευ ἐπιταφίων ἐναγισμάτων παρ’ ἐμοῦ. 4) ἡ μετοχὴ χρῄζων εἶναι ἐν χρήσει ἀπολ. ἀντῖ τοῦ εἰ χρῄζει, ἐάν τις θέλῃ, ἐάν τις ἐπιθυμῇ ἢ προκρίνῃ Θέογν. 952, Αἰσχύλ. Χο. 340· ἄλλα φανεῖ χρῄζων (ἐξυπακ. Ἑρμῆς), ἐὰν εἶναι εὐμενής, αὐτόθι 815· εἰ θεὸν χρῄζοντ’ ἔχει Εὐρ. Ἰκ. 597· - ὡσαύτως, τὸ χρῇζον, ἡ παράκλησίς σου, Εὐρ. Ι. Α. 1017· πρβλ. Jelf. Gr. Gr. 436 Obs. 4. ΙΙ. Παθ. χρῃσθείς, ὡς ὁ Ἕρμανν. ἀναγινώσκει. ἐν Σοφ. Ἀντ. 21 ἴσως εἶναι χρησθείς, παθ. ἀορ. τοῦ χράω (Γ). Α, διδαχθείς, πληροφορηθείς, (ὡς διὰ χρησμοῦ)· ἀλλ’ ἡ λέξις δυσκόλως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὀρθῶς εχουσα· ὁ Campbell προτείνει προθείς, ὁ δὲ Donaldson προσθείς. - Πρβλ. χρηίσκομαι. - Ὁ Jebb ἐξέδωκε: σὺν δίκης χρήσει δικαίᾳ καὶ νόμου ἔνθα ἴδε μακρὰν σημείωσιν αὐτοῦ.

Spanish

vaticinar

English (Strong)

from χρεία; to make (i.e. have) necessity, i.e. be in want of: (have) need.

English (Thayer)

(χρή); from Homer down; to have need of, to be in want of: with a genitive of the object (Winer's Grammar, § 30,8a.), 2 Corinthians 3:1.

Greek Monolingual

χρῄζω, ΝΑ, και χρηϊίζω και επικ. και ιων. τ. χρηΐζω και δωρ. τ. χρῄσδω και δωρ. και μεγαρικός τ. χρῄδδω και χρείζω και σπάν. τ. χρήζω και σε επιγρ. χρηϊέζω Α
έχω χρεία, έχω ανάγκη, χρειάζομαι (α. «δε χρήζει του κύκλου τα στρατέματα», Ερωτόκρ. β. «χρηΐζοντα... ἰητῆρος», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (γενικά) επιθυμώ κάτι πολύ
2. (με αιτ. προσ.και αιτ. πράγμ.) παρακαλώ ή επιθυμώ να πράξει κάποιος κάτι
3. (με απρμφ.) θέλω να πράξω κάτι
4. (με γεν. προσ. και απρμφ.) παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι
5. (ποιητ.) δίνω χρησμό, χρησμοδοτώ
6. (το αρσ. μτχ. ενεστ.) ὁ χρηΐζων
α) (με σημ. επιθ.) φτωχός, ενδεής
β) (ως υποθ. μτχ.) i) εάν κάποιος θέλει
ii) (για θεό) εάν είναι ευμενής
7. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ χρῇζον
παράκληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρή + ρηματ. κατάλ. -ίζω, πιθ. κατά το χατ-ίζω. Ο τ. απαντά ήδη στον Όμηρο, επικράτησε, όμως, κυρίως στην ιωνική διάλ., ενώ στην τραγική ποίηση απαντά με σημ. «δίνω χρησμό»].

Greek Monotonic

χρῄζω: Ιων. χρηΐζω· Δωρ. χρῄσδω, Μεγαρ. χρῄδδω· μέλ. χρῄσω, Ιων. απαρ. αορ. αʹ χρηΐσαι· χρησιμ. από Αττ. συγγραφείς μόνο σε ενεστ. και παρατ. χράω (Β) II]·
I. 1. έχω ανάγκη, χρεία, έλλειψη, έχω ανάγκη από, με γεν., σε Όμηρ., Αισχύλ.· απόλ. σε μτχ. χρηίζων, αυτός που έχει έλλειψη, ανάγκη, φτωχός, ενδεής, άπορος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
2. επιθυμώ, λαχταρώ, ζητώ· α) με γεν., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· σπάνια με αιτ. πράγμ., σε Ηρόδ., Σοφ.· συχνά το απαρ. παραλείπεται, φράζε ὅ τι χρῄζεις (ενν. φράζειν), σε Αριστοφ. κ.λπ. β) με αιτ. προσ. και απαρ., ζητώ ή επιθυμώ να κάνει κάποιος κάτι, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης, με γεν. προσ. και απαρ., επιθυμώ από κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· με απαρ. μόνο, επιθυμώ να κάνω κάτι, σε Τραγ. γ) με διπλή γεν., προσ. και πράγμ., τῶνδε ἐγὼ ὑμέων χρηΐζων συνέλεξα, σε Ηρόδ.
3. μὴ θανεῖν ἔχρῃζες (Σοφ. Οιδ. Κολ. 1713), μακάρι να μην επιθυμούσες να πεθάνεις, ασυνήθιστη σύνταξη, πρβλ. ἐπωφέλησα αντί ὤφελον (βλ. ανωτ. 541).
4. μτχ. χρῄζων, χρησιμ. απόλ. αντί εἰ χρῄζει, εάν κάποιος θέλει, εάν κάποιος επιλέγει, σε Θέογν., Αισχύλ.· επίσης, τὸ χρῇζον, η παράκλησή σου, σε Ευρ.

Middle Liddell

[χράω2] [used by Attic writers only in pres. and imperf.]
1. to need, want, lack, have need of, c. gen., Hom., Aesch.:—absol. in part. χρηίζων lacking, needy, poor, Od., Hes.
2. to desire, long for, ask for, c. gen., Hdt., Aesch.:— rarely c. acc. rei, Hdt., Soph.;—often an inf. must be supplied, φράζε ὅ τι χρῄζεις (sc. φράζειν) Ar., etc. b. c. acc. pers. et inf. to ask or desire that one should do a thing, Hdt.; so also c. gen. pers. et inf. to desire of one to do, Hdt.; c. inf. only, to desire to do a thing, Trag.
c. c. dupl. gen. pers. et rei, τῶνδε ἐγὼ ὑμέων χρηίζων συνέλεξα Hdt.
3. μὴ θανεῖν ἔχρῃζες (Soph. O. C. 1713) is explained, O that thou hadst not desired to die, —a very unusual construction; cf. ἐπωφέλησα for ὤφελον (supr. 541).
4. the part. χρῄζων is used absol. for εἰ χρῄζει, if one will, if one chooses, Theogn., Aesch.:—also, τὸ χρῇζον your solicitation, Eur.

Chinese

原文音譯:crÇzw 赫雷索
詞類次數:動詞(5)
原文字根:用的
字義溯源:需用,要用,用,有需要;源自(χρεία)=使用),而 (χρεία)又出自(χράομαι)*=對待,供應)
出現次數:總共(5);太(1);路(2);羅(1);林後(1)
譯字彙編
1) 她⋯有需要(1) 羅16:2;
2) 你們⋯需用的(1) 路12:30;
3) 要用(1) 林後3:1;
4) 他所需用的(1) 路11:8;
5) 你們所需用的(1) 太6:32

Mantoulidis Etymological

1 (=ἔχω ἀνάγκη). Ἀπό τό χρηία (=χρεία = ἀνάγκη) τοῦ χρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
2 (=δίνω χρησμό). Ἀπό τό χράω -χρήω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

vaticinar ὅτε χρῄζῃ, λαβὼν τὸν δακτύλιον δεῖξον τῇ Ἄρκτῳ cuando vayas a vaticinar, toma el anillo y muéstraselo a la Osa P VII 632

Lexicon Thucydideum

cupere, to desire, 3.109.2.