ἄφωνος
English (LSJ)
ἄφωνον, (φωνή)
A voiceless, dumb, Thgn.669, Hdt.1.85, D.18.191; ῥήτωρ Antiph.196.14; κακὸν ἄ. Com.Adesp.8 D.; stronger than ἄναυδος (q.v.), Hp.Epid. 3.17.γ; εἴδωλα 1 Ep.Cor.12.2; unable to speak, of a child, Sapph.118: c.gen., ἄφωνον τῆσδε τῆς ἀρᾶς = unable to utter it, S.OC865. Adv. ἀφώνως = without speaking ib.131 (lyr.): neuter plural as adverb ἄφωνα = without speaking, ἄφωνα σημανοῦσιν... ὡς... A.Pers.819.
2 with a poor voice, τραγῳδός D.T.631.21.
3 intestate, Tab.Heracl.1.151.
4 ἄφωνα (sc. γράμματα, στοιχεῖα) consonants, ἄφωνα καὶ φωνοῦντα (fort. ἄφωνα φωνήεντα) E.Fr.578.2; τοῖς ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἄ. Pl.Cra.393e; τὸ σῖγμα τῶν ἀ. ἐστί Id.Tht.203b: but especially of mutes, τὰ ἄφθογγα καὶ ἄφωνα Id.Phlb.18c, cf. Cra.424c; opp. ἡμίφωνα, Arist. Po.1456b28, cf. Phld.Po.2.16, Herc.994.28, D.H.Comp.14, D.T.631.20, S.E.M.1.102.
Spanish (DGE)
-ον
I 1callado, silencioso παρθηνικαί Pi.P.9.98, cf. S.Ai.171, de personajes en el teatro ἄ. ἐκ Τεγέας εἰς Μυσίαν Arist.Po.1460a32, cf. Alex.178, ἄ. δικαστὴς ... οὐκ ἄν ποτε δ' ἱκανὸς γένοιτο Pl.Lg.766d, ὑπὸ λύπης I.AI 6.337, cf. Charito 1.1.14, ὡς μὴ ... ἄ. εἴην ... ὥσπερ κωμικὸν δορυφόρημα κεχηνὼς σιωπῇ παραφεροίμην Luc.Hist.Cons.4, ἀφώνου ... ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καθημένου D.18.191, cf. 25.47, ἕστασαν ἄφωνοι πάντες Plb.20.10.9, ἀφωνότατον ἐκάθισε τὸν πολυφωνότατον χρησμολόγον Anon.Mirac.Thecl.1.16
•reducido al silencio, silenciado ἄ. χρημοσύνῃ mudo por la necesidad Thgn.669, cf. S.OC 865, Plu.2.59f, δικαστήρια φαῦλα καὶ ἄφωνα Pl.Lg.876b, cf. Ath.213d, ῥήξει αὐτοὺς ἀφώνους LXX Sap.4.19
•fig. γράμμασιν τελευτᾶν ἀφώνους generaciones que desaparecen sin expresarse por escrito Pl.Ti.23c.
2 mudo patológicamente παῖς ἄ. Hdt.1.84 (bis), IG 4.951.41 (Epidauro IV a.C.), medic. como síntoma grave al que le sobreviene un ataque epiléptico, Hp.Morb.Sacr.7.1, cf. Epid.1.26.1, Coac.1, εἴθ' ἦν ἄφωνον σπέρμα ... βροτῶν en rel. c. los abusos de la retórica, E.Fr.987, cf. Ar.Nu.1320, πῶς γὰρ γένοιτ' ἂν ... ῥήτωρ ἄ.; Antiph.196.2, διὰ τὴν θείαν ἐνέργειαν ἄ. LXX 2Ma.3.29.
3 de anim. privado de su voz propia ἄφωνα ποιοῦντα por medio de mutilaciones, Aen.Tact.23.2, por motivos mágicos o misteriosos κύνας ... ἀφώνο[υς ἵσ] τησι PMag.1.117, cf. Ael.NA 5.9, LXX Is.53.7, como característica de ciertos anim. τῶν ζῴων τὰ μὲν ἄφωνα τὰ δὲ φωνήεντα Arist.HA 488a32, cf. 593b10, ἰχθύες Arist.de An.421a4, de un burro ἄ. ἐν ἀνθρώπου φωνῇ 2Ep.Petr.2.16.
4 de inanimados mudo, carente de voz ἄ. ἔοισα de una estela votiva AP 6.269.1 (Sapph.), cf. 7.47, GVI 1184.1 (Sebastópolis II/III d.C.), ἐς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας φεύγεις de las paredes, E.Hipp.1076, εἴδωλα 1Ep.Cor.12.2.
5 con poca o mala voz, afónico τραγῳδός D.T.631.21.
6 que no ha emitido su última voluntad, intestado, TEracl.1.151.
II 1incomprensible, sin sentido ἐκ Δελφῶν δ' ἔχων ἥκει τι κακὸν ἄφωνον viene de Delfos con algo malo e incomprensible Pl.Com.212, τοσαῦτα ... γένη φωνῶν εἰσιν ἐν κόσμῳ, καὶ οὐδὲν ἄφωνον tantas clases de lenguas hay en el mundo y ninguna sin sentido, 1Ep.Cor.14.10.
2 impronunciable sin ayuda de vocal, subst. τὸ ἄφωνον consonante ἄφωνα καὶ φωνήεντα E.Fr.578.2, cf. Pl.Cra.393e, Arist.Metaph.1041b17, Mu.396b18, HA 535a32, Phld.Po.A.32.10, Plu.2.613e, τὸ σῖγμα τῶν ἀφώνων ἐστί Pl.Tht.203b
•muda, oclusiva como una tercera clase, Pl.Cra.424c, Phlb.18cbis, Arist.Po.1456b28, Diog.Bab.Stoic.3.213, D.T.631.21, D.H.Comp.14.3, cf. 22, S.E.M.1.102, op. τὸ ὑγρόν Heph.1.3.
III adv. ἀφώνως = sin voz S.OC 131.
German (Pape)
[Seite 416] (φωνή), 1) sprachlos, stumm, Pind. P. 9, 101; Aesch. P. 815 u. Folgde; auch in Prosa von Her. 1, 85 an nicht selten. In tabula Heracl. = ohne Testament. – 2) τὰ ἄφωνα, sc. γράμματα, die stummen Buchstaben, Consonanten, Plat. Theaet. 203 b; den φωνήεντα, Vocalen entgeggstzt Crat. 893 d. – Adv. ἀφώνως, stumm, Soph. O. C. 131.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans voix, muet, silencieux : ἄφωνος ἀρᾶς SOPH incapable de prononcer une imprécation ; adv. • ἄφωνα ESCHL sans parler ; t. de gramm. τὰ ἄφωνα (γράμματα) les consonnes, particul. les occlusives;
NT: dépourvu de sens.
Étymologie: ἀ, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
ἄφωνος: немой, беззвучный, безгласный, безмолвный Her., Dem., Arst., Plut.: ἄ. τινος Soph. неспособный произнести что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ στερούμενος φωνῆς, ἄλαλος, βωβός, σιωπῶν, Θέογν. 669, Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Δημ. 292. 6· ῥήτωρ Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 14· ἐντονώτερον τοῦ ἄναυδος (ὅ ἴδε), Ἱππ. Ἐπιδημ. το Γ΄, 1098· μετὰ γεν., ἄφ. τῆσδε τῆς ἀρᾶς, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 865: ― Ἐπίρρ. -νως, αὐτόθι 131· ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄφωνα σημανοῦσιν… ὡς… Αἰσχύλ. Πέρσ. 819. 2) ἄφωνα (ἐνν. γράμματα), τὰ σύμφωνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ φωνοῦντα ἤ φωνήεντα· ― ἄφωνα καὶ φωνοῦντα Εὐρ. Ἀποσπ. 582· τοῖς… ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Πλάτ. Κρατ. 393D· ἀλλ’ ἐν Φιλήβῳ 18C, ὁ Πλάτ. φαίνεται διαιρῶν τὰ σύμφωνα εἰς ἄφωνα καὶ ἄφθογγα· ἄφθογγα δὲ εἶναι τὰ παρ’ ἡμῖν ἄφωνα, καὶ ἄφωνα τὰ παρ’ ἡμῖν ἡμίφωνα (φωνήεντα μὲν οὔ, οὐ μέντοι γε ἄφθογγα), πρβλ. Κρατ. 424C· οὕτως ὁ Ἀριστ. (Ποιητ. 20, 3) διαιρεῖ τὰ γράμματα εἰς φωνήεντα, ἡμίφωνα καὶ ἄφωνα, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· βραδύτερον ἐπεκράτησεν ὡς τὸ γενικὸν ὄνομα γιὰ τὰ μὴ φωνήεντα ἡ λέξις σύμφωνα
English (Slater)
ᾰφωνος, -ον in silence, silent ἄφωνοί θ' ὣς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (P. 9.98)
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and φωνή; voiceless, i.e. mute (by nature or choice); figuratively, unmeaning: dumb, without signification.
English (Thayer)
ἁφῶν (φωνή), voiceless, dumb; without the faculty of speech; used of idols, τοσαῦτα γένη φωνῶν καί οὐδέν αὐτῶν (L T Tr WH omit αὐτῶν) ἄφωνον, i. e. there is no language destitute of the power of language (R. V. text no kind (of voice) is without signification) (cf. the phrases βίος ἀβίωτος a life unworthy of the name of life, χάρις ἄχαρις). used of one that is patiently silent or dumb: ἀμνός, Pindar, Aeschylus down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφωνος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει φωνή, άλαλος
2. αυτός που δεν βγάζει φωνή, που σωπαίνει
3. γραμμ. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άφωνα
τα κλειστά σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ, θ, χ
αρχ.
1. (για πρόσωπα) ο ανίκανος να μιλήσει ή να προφέρει κάτι
2. αυτός που έχει αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φωνος < φωνή (πρβλ. αγριόφωνος, βαρβαρόφωνος, ημίφωνος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἄφωνος: -ον (φωνή)·
1. άφωνος, άναυδος, άλαλος, σιωπηλός, σε Θέογν., Ηρόδ., Δημ.· με γεν., ἄφωνος ἀρᾶς, ανίκανος να προφέρει κατάρα, σε Σοφ.· επίρρ. -νως, χωρίς κουβέντα, άφωνα, στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.
2. ἄφωνα (ενν. γράμματα), τα σύμφωνα, αντίθ. προς το φωνοῦντα ή φωνήεντα (φωνήεντα), σε Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
φωνή
1. voiceless, speechless, dumb, silent, Theogn., Hdt., Dem.: c. gen., ἄφωνος ἀρᾶς unable to utter a curse, Soph.:—adv. -νως, without speaking, Dem.; neut. pl. as adv., Aesch.
2. ἄφωνα (sc. γράμματα), consonants, opp. to φωνοῦντα or φωνήεντα (vowels), Eur., Plat.
Chinese
原文音譯:¥fwnoj 阿-賀挪士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:不-聲音
字義溯源:無聲的,緘默的,不能說話的,啞吧,無意思的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=無)與(φωνή)*=聲音)組成
出現次數:總共(4);徒(1);林前(2);彼後(1)
譯字彙編:
1) 不會說話的(1) 彼後2:16;
2) 是無意思的(1) 林前14:10;
3) 啞吧(1) 林前12:2;
4) 無聲(1) 徒8:32
Translations
mute
Arabic: أَخْرَس, أَبْكَم; Egyptian Arabic: أخرس; Aragonese: mudo; Armenian: համր, լալ; Aromanian: mut; Asturian: mudu; Azerbaijani: lal; Basque: mutu; Bau Bidayuh: bebe'; Belarusian: нямы; Bulgarian: ням; Burmese: အ; Catalan: mut; Chamicuro: majnachalelo; Chinese Cantonese: 啞, 哑; Mandarin: 啞巴, 哑巴, 啞, 哑; Czech: němý; Danish: stum, umælende; Dutch: stom; Faroese: málleysur, dumbur; Finnish: mykkä; French: muet, assourdi; Friulian: mut; Galician: mudo; German: stumm; Low German: dumm; Gothic: 𐌳𐌿𐌼𐌱𐍃; Greek: άλαλος; Ancient Greek: ἄλαλος, ἐνεός, ἄναυδος, ἄφωνος; Greenlandic: oqajuitsoq; Haitian Creole: bèbè; Hebrew: אילם; Hindi: गूंगा, मूक; Hungarian: néma; Icelandic: mállaus; Indonesian: bisu; Ingrian: mükkä; Irish: balbh; Italian: muto; Japanese: 黙々, 唖の, 口の利けない; Javanese: bisu; Kurdish Northern Kurdish: lal; Latgalian: māms; Latin: mutus, infans; Latvian: mēms; Luxembourgish: stomm; Macedonian: нем; Malay: bisu, kelu, gagu, tunawicara; Manchu: ᡥᡝᠯᡝ; Maori: wahangū; Middle English: dumb, muet; Norman: muet; Northern Sami: gielaheapme; Norwegian: stum; Occitan: mut; Old English: dumb; Oriya: ମୂକ; Persian: لال, گنگ; Polish: niemy; Portuguese: mudo; Quechua: amu; Romanian: mut; Russian: немой, бессловесный; Sanskrit: मूक; Sardinian: mudu, mutu; Scottish Gaelic: balbh; Serbo-Croatian Cyrillic: не̑м, није̑м, му̏тав; Roman: nȇm, nijȇm, mȕtav; Slovak: nemý, nehovoriaci; Slovene: nem; Sorbian Lower Sorbian: nimy; Spanish: mudo; Swedish: stum; Tagalog: pipi; Tajik: лол; Thai: เงียบ; Turkish: dilsiz; Ukrainian: німий; Uzbek: lol; Vietnamese: câm; Votic: ńemoi; Walloon: mouwea, mouwale; Welsh: mud; Zazaki: lal
unspeakable
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని
speechless
Afrikaans: spraakloos, sprakeloos; Bulgarian: занемял, безмълвен; Catalan: bocabadat, emmudit; Chinese Mandarin: 無言, 无言, 無語, 无语, 沈默, 沉默; Danish: mundlam, målløs; Dutch: sprakeloos; Esperanto: senparola; Finnish: sanaton; French: sans voix; German: sprachlos, fassungslos, stumm; Gothic: 𐌳𐌿𐌼𐌱𐍃; Greek: άναυδος, άφωνος, ενεός; Ancient Greek: ἀβακής, ἄβως, ἀγέγωνος, ἄλαλος, ἄλογος, ἀναύδατος, ἀναυδής, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεπής, ἄνεως, ἄοπος, ἀπόπληκτος, ἀπόφθεγκτος, ἄστομος, ἀφθεγγής, ἄφθεγκτος, ἄφθογγος, ἀφώνητος, ἄφωνος, ἐμπεπληγμένος, ἐνεός, ἐννεός; Hungarian: szótlan, eláll(t) a szava, meg se tud mukkanni; Icelandic: orðlaus; Indonesian: kelu, kaku lidah; Italian: senza parole, ammutolito; Latin: elinguis; Norwegian Bokmål: målløs, mållaus; Nynorsk: mållaus; Polish: oniemiały, milczący; Portuguese: sem palavras, atónito, atônito, perplexo, estarrecido; Russian: онемелый, онемевший, безмолвный; Sanskrit: मूक; Spanish: sin palabras, sin habla, atónito, perplejo, mudo, corchado; Swedish: mållös; Telugu: నోరులేని; Thai: หมดคำพูด, พูดไม่ออก