ὑγιαίνω
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
Thgn.255, etc.: A fut. ὑγιᾰνῶ Hp.Insomn.93, Arist.Metaph.1032b18: aor. ὑγίᾱνα D.54.1, Ion. ὑγίηνα Hp.Nat.Puer. 20, Epid.2.2.4. [ῠ, but ῡ in augmented tenses, Com.Adesp.115]:—to be sound, be healthy, or be in health, Thgn. l.c., Scol.8, Hdt.1.153, Hp.Nat.Mul.12 (but ἐκφυγγάνει cod.C, Littré), Ar.Av.605 (anap.); opp. νοσεῖν, κάμνειν, Pl.Grg. 495e, 505a; ὑγιάνας καὶ σωθείς D.54.1; part. ὑγιαίνων, = ὑγιής, δυνάμενος, Lys. 24.13; ὀφθαλμοὶὑγιαίνοντες X.Oec.10.6: of things, ὑγιαίνων καὶ τεταγμένος βίος healthy, Plu.2.5a, cf. 43b; ὄψα τῶν λιτῶν καὶ ὑ. ib.66of: generally, to be in a certain state of health, ὑ. νοσηρότερον and ὑγιεινότερον Hp.Aph. 6.2.
2 to be sound of mind, Ar.Nu.1275, Av.1214, Pl.Tht.190c, Men. Pk.220, etc.; in full, τὰς φρένας ὑ. Hdt.3.33.
3 of soundness in political or religious matters, especially in part., τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος Id.7.157; οἱ ὑγιαίνοντες = the judicious, the sensible, opp. turbulent agitators, Plb.28.17.12; ὑγιαίνουσα διδασκαλία 1 Ep.Ti.1.10; ὑγιαίνουσα ἀριστοκρατία Plu.Dio 12; δόξαι περὶ θεῶν ὑ. Id.2.20f, etc.
4 ὑγίαινε, like χαῖρε, a form of taking leave, farewell, Ar.Ra.165, Ec.477; found on tombstones, CIG3706 (Cyzicus), IG14.2526, al. (Lugdunum), BMus.Inscr.1123a (inc. loc.); but σὺ δ' ὑγίαινέ μοι salutation at meeting, Achae.44, cf. Alex.297; freq. in letters, Μνησίεργος ἐπέστειλε τοῖς οἴκοι χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν SIG1259 (Athens, iv B. C.); σεαυτοῦ ἐπιμελοῦ ἵν' ὑγιαίνῃς POxy.745.10 (i B. C./i A. D.).
II Causal, = ὑγιάζω, Dicaearch. 2.11:—Pass., f.l. in Hp.de Arte 4.5.
German (Pape)
[Seite 1170] gesund sein; Gegensatz νοσεῖν, Plat. Gorg. 495 e; κάμνω, 505 a; ὑγιάνας καὶ σωθείς, Dem. 54, 1; u. übertr., bei Verstande sein, gescheidt sein, Theogn. 255; vgl. Ar. Nubb. 1257 Av. 1214 Plut. 364; τὰς φρένας ὑγιαίνειν, Her. 3, 33, vgl. τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος 7, 157; οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῖ τε καὶ μαίνεται, Plat. Lys. 205 a, u. öfter; Pol. setzt οἱ ὑγιαίνοντες entgegen den κινηταὶ καὶ καχέκται, 28, 15, 12; ὅλως οὐδ' ὑγιαινόντων ἀνθρώπων ἐστὶ τοιαῦτα γράφειν, Dem. 23, 118; – ὑγίαινε ist wie χαῖρε eine mündliche u. schriftliche Grußformel, bes. Abends gebraucht, Thom. Mag.; u. beim Abschiede, gehab dich wohl, lebe wohl, Ar. Ran. 165 Eccl. 477.
French (Bailly abrégé)
f. ὑγιανῶ, ao. ὑγίανα, pf. inus.
Pass. f. ὑγιασθήσομαι, ao. ὑγιάσθην et ὑγιάνθην, pf. inus.
1 se bien porter, être en bonne santé : ὑγίαινε portez-vous bien ! formule de salutation, surt. d'adieu ; τὸ ὑγιαῖνον HDT l'état sain, le bon état (politique ou religieux d'un pays) ; fig. avoir l'esprit sain, être dans son bon sens;
2 revenir à la santé, se rétablir.
Étymologie: ὑγιής.
Russian (Dvoretsky)
ὑγιαίνω: (ῠ) (fut. ὑγιᾰνῶ, aor. ὑγίᾱνα)
1 быть здоровым Her., Plat.: ὑγιάνας καὶ σωθείς Dem. здоровый и невредимый; ὑγιαίνων Lys., Xen., Plut. здравый; ὑγίαινε! Arph. будь здоров!, прощай! или Luc. здравствуй!;
2 (тж. ὑ. τὰς φρένας Her. или τὴν διάνοιαν Plut.) быть душевно здоровым: ὑγιαίνεις μέν; Arph. да ты в своем уме?;
3 перен. быть здоровым, нормальным (ὑγιαίνων βίος, πολιτεία ὑγιαίνουσα Plut.);
4 быть здравым, рассудительным, разумным, трезвым: ὑγιαίνουσαι περί τι δόξαι Plut. здравые мнения о чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγιαίνω: μελλ. ᾰνῶ Ἱππ. 380. 30, Ξεν., κλπ.· ἀόρ. ὑγίᾱνα Δημ. 1256. 5, Ἰωνικ. ὑγίηνα Ἱππ. - Παθ., ἀόρ. ὑγιάνθην Ἱππ. 3. 43, κτλ. [ῠ, ἀλλὰ ῡ ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 327]. Ὡς καὶ νῦν, εἶμαι ὑγιής, εἶμαι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν μου, Λατ. bene valere, Σκόλ. 13 (παρὰ τῷ Bgk. σ. 874), Ἡρόδ. 1. 153, Ἱππ. 567. 13, Ἀριστοφ. Ὄρν. 605· ἀντίθετον τῷ νοσεῖν, κάμνειν, Πλάτ. Γοργ. 495Ε, 505Α· ὑγιάνας καὶ σωθεὶς Δημ. 1256. 5· μετοχ. ὑγιαίνων, = ὑγιής, δυνάμενος, Λυσί. 169. 25· ὑγιαίνοντες ὀφθαλμοὶ Ξεν. Οἰκ. 10 6· - ἐπὶ πραγμάτων, ὑγιαίνων καὶ τεταγμένος βίος, ὑγιεινός, ὑγιής, Πλούτ. 2. 5Α, πρβλ. 43Β· ὄψα λιτὰ καὶ ὑγ. αὐτόθι 660F· - ὡσαύτως καθόλου, διατελῶ ἔν τινι καταστάσει ὑγείας, ὑγ. νοσηρότερον καὶ ὑγιεινότερον Ἱππ. Ἀφ. 1256. 2) εἶμαι ὑγιὴς τὸν νοῦν, Θέογν. 255, Ἀριστοφ. Νεφ. 1275, Ὄρν. 1214. Πλάτ., κλπ.· πλῆρες, τὰς φρένας ὑγ. Ἡρόδ. 3. 33. 3) ἐπὶ ὑγιοῦς ἢ ὀρθῆς κρίσεως ἐν πράγμασι πολιτικοῖς ἢ θρησκευτικοῖς, τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος ὁ αὐτ. 7. 157· οἱ ὑγιαίνοντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς στασιάζοντας καὶ ταραξίας, Πολύβ. 28. 15, 12· ὑγιαίνουσα ἀριστοκρατία Πλούτ. 2. 12· ὑγ. περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι ὁ αὐτ., κλπ. 4) ὑγίαινε, ὡς τὸ χαῖρε, συνήθης τύπος ἀποχαιρετισμοῦ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γειά σου», Λατ. va e, Ἀριστοφ. Βάτρ. 165, Ἐκκλ. 477· συχν. ἐπὶ ἐπιταφίων πλακῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3706, 5179, κ. ἀλλ. - ἀλλά, σὺ δ’ ὑγίαινέ μοι, χαιρετισμὸς ἐν συναντήσει, Ἀχαιὸς ἐν Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσαγορ. Πταίσμ. 6. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, = ὑγιάζω, Δικαίαρχ. σ. 30 Huds. - Παθ., Ἱππ. (ἴδε ἀνωτ.), πρβλ. ἐξυγιαίνω.
English (Abbott-Smith)
ὑγιαίνω (< ὑγιής), [in LXX chiefly for שָׁלוֹם, and freq. in To;]
to be sound, healthy, in good health: Lk 5:31 7:10 15:27, III Jo 2. In Past. Epp. (as also in cl.) metaph., ὑ. ἐν τ. πίστει, Tit 1:13; τ. πίστει, τ. ἀγάπῃ, τ. ὑπομονῇ, Tit 2:2; ἡ ὑγιαίνουσα διδασκαλία, I Ti 1:10, II Ti 4:3, Tit 1:9 2:1; λόγοι ὑγιαίνοντες, I Ti 6:3, II Ti 1:13.†
English (Strong)
from ὑγιής; to have sound health, i.e. be well (in body); figuratively, to be uncorrupt (true in doctrine): be in health, (be safe and) sound, (be) whole(-some).
English (Thayer)
(ὑγιής); from Herodotus down; to be sound, to be well, to be in good health: properly, ὑγιαίνειν ἐν τῇ πίστει (Buttmann, § 133,19) is used of one whose Christian opinions are free from any admixture of error, τῇ πίστει, τῇ ἀγάπη, τῇ ὑπομονή, (cf. Buttmann, as above), of one who keeps these graces sound and strong, ἡ ὑγιαίνουσα διδασκαλία, the sound i. e. true and incorrupt doctrine, λόγοι ὑγιαίνοντες (Philo de Abrah. § 38), ὑγιαινουσαι περί θεῶν δόξαι καί ἀληθεῖς, Plutarch, de aud. poet. c. 4).
Greek Monolingual
ὑγιαίνω, ΝΜΑ ὑγιής
1. είμαι υγιής, χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική λειτουργία τών διαφόρων μερών του σώματός μου, είμαι γερός
2. (το β' εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β' πληθ. προστ.) υγίαινε και υγιαίνετε
προσφώνηση από κάποιον που πίνει στην υγεία κάποιου άλλου ή αποχαιρετιστήρια φράση
αρχ.
1. είμαι υγιής στο μυαλό, έχω σώας τας φρένας («οὐχ ὑγιαίνει, ἀλλὰ ληρεῖ τε και μαίνεται», Πλάτ.)
2. (κατ επέκτ.) κρίνω σωστά μια κατάσταση ή ένα ζήτημα που άπτεται κυρίως της πολιτικής ή της θρησκευτικής ζωής (α. «οἱ ὑγιαίνοντες» — οι πολίτες που συμμορφώνονται στους κανονισμούς μιας πολιτείας, σε αντιδιαστολή προς τους ταραξίες και τους επαναστάτες, Πλούτ.
β. «ὑγιαίνουσαι περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι», Πλούτ.)
3. (για καταστάσεις, φαινόμενα) είμαι υγιεινός («ὑγιαίνων και τεταγμένος βίος», Πλούτ.)
4. (μτβ.) θεραπεύω, ὑγιάζω
5. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως επίθ.) ὑγιαίνων
ο υγιής
6. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑγιαῑνον
το υγιές τμήμα ενός συνόλου («τὸ δὲ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος ἦ ὀλίγον...», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ὑγιαίνω: [ῠ] (ὑγιής), μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ὑγίᾱνα, Ιων. ὑγίηνα — Παθ., αόρ. αʹ ὑγιάνθην,
1. είμαι υγιής, γίνομαι καλά στην υγεία μου, Λατ. bene valere, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. είμαι υγιής στα μυαλά, σε Θέογν., Αριστοφ. κ.λπ.· τὰς φρένας ὑγιαίνω, σε Ηρόδ.
3. λέγεται για ορθή, υγιή πολιτική ή θρησκευτική κρίση, τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑγιής
1. to be sound, healthy or in health, Lat. bene valere, Hdt., Ar., etc.
2. to be sound of mind, Theogn., Ar., etc.; τὰς φρένας ὑγ. Hdt.
3. of soundness in political or religious opinion, τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος Hdt.
ὑ˘γιαίνω, ὑγιής
1. to be sound, healthy or in health, Lat. bene valere, Hdt., Ar., etc.
2. to be sound of mind, Theogn., Ar., etc.; τὰς φρένας ὑγ. Hdt.
3. of soundness in political or religious opinion, τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος Hdt.
Chinese
原文音譯:Øgia⋯nw 虛居埃挪
詞類次數:動詞(12)
原文字根:健全的 相當於: (בֶּטַח) (שָׁלֹום)
字義溯源:完好的健康,健壯,健全,好了,正確,純正,無災無病,無病的,顯示健康的;源自(ὑγιής)=健康的),而 (ὑγιής)出自(αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)*=生長)
出現次數:總共(12);路(3);提前(2);提後(2);多(4);約叄(1)
譯字彙編:
1) 純正的(3) 提前6:3; 提後4:3; 多2:1;
2) 純正(3) 提前1:10; 提後1:13; 多1:9;
3) 健壯(1) 約叄1:2;
4) 他們⋯得以純正(1) 多1:13;
5) 都要純正(1) 多2:2;
6) 已經好了(1) 路7:10;
7) 無病的人(1) 路5:31;
8) 無災無病的(1) 路15:27