γέρας
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
αος (in Prose
A -ως X.Ages.1.5, Luc. Tyr.9), τό: nom. pl. γέρα, apoc. for γέραα, Il.2.237, 9.334, Od.4.66; γέρᾱ E.Ph.874; γέρεα Hdt.2.168, SIG1037 (Milet.); γέρη ib.1025 (Cos); γέρᾱτα IG14.1389i29: gen. pl. γερῶν Th.3.58, etc.; Ep. dat. γεράεσσι Hes.Th. 449, Theoc.17.109:—gift of honour, μοῖραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων Od.11.534; τὸ γὰρ γέρας ἐστι θανόντων = for this is the privilege of the dead / the last honours of the dead, Il.16.457; privilege, prerogative conferred on kings or nobles, γ. θ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν Od.7.150, cf. Il.20.182; τὰς ἀγγελίας ἐσφέρειν ἐδίδου γ. Hdt. 1.114, etc.; πρότερον δὲ ἦσαν ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι Th. 1.13; τιμαὶ καὶ ἔπαινοι καὶ γ. Pl.R. 516c; γ. καὶ ἆθλα ib.460b; freq. of priests (cf. 3), Aeschin.3.18; δαίμοσιν νέμει γέρα ἄλλοισιν ἄλλα A.Pr.231; so later, γ. ἀλειτουργησίας PFlor.382.3 (iii A. D.).
2 generally, gift, present, Od.20.297, etc.
3 esp. perquisite received by priests at sacrifices, τὰ δέρματα καὶ τὰ ἄλλα γέρεα SIG1037 (Milet., iv/iii B. C.); γέρη λαμβάνει τὸ δέρμα καὶ τὸ σκέλος ib.1025.22 (Cos, iv/iii B. C.); ὁ πριάμενος τῶν γερῶν λήψεται τὰς γενομένας καρπείας PEleph.14.13 (iii B. C.).
4 reward, POxy.1408.16 (iii A. D.). (If akin to γέρων, prop. privilege of age.)
Spanish (DGE)
(γέρᾰς) -ως, τό
• Morfología: [gen. γέραως PSI XVII Congr.23.2.2 (I a.C.), γέρατος Hdn.Gr.2.772; plu. nom. γέρᾰ Il.9.334, Od.4.66, γέρᾱ S.El.443, E.Ph.874, γέρεα Hdt.2.168, Sokolowski 46.1, 4 (Mileto IV/III a.C.), γέρη IC 37.22 (IV a.C.), γέραα Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155A.29; gen. γεράων Hes.Th.393, γερῶν Th.3.58, γερέων IG 12(2).484.21 (Mitilene III d.C.); dat. γεράεσσι Hes.Th.449, Theoc.17.109]
1 don o porción de honor que se reserva en el banquete para pers. c. cierta dignidad τά ῥά οἱ γέρα πάρθεσαν αὐτῷ Od.4.66, cf. h.Herm.129, irón. ὄφρα καὶ αὐτὸς ... λοετροχόῳ δώῃ γ. Od.20.297, o para los dioses τὸ γὰρ λάχομεν γ. ἡμεῖς Il.4.49
•de donde ofrenda de primicias en los sacrificios a los dioses, Theoc.l.c.
•lote de homenaje, galardón, distinción que se concede a reyes, guerreros en el reparto del botín de guerra ἄλλα δ' ἀριστήεσσι δίδου γέρα Il.9.334, οὔ τοι ... Πρίαμος γ. ἐν χερὶ θήσει Il.20.182, μοῖραν καὶ γ. ἐσθλὸν ἔχων Od.11.534, o se entrega como vasallaje γ. θ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν Od.7.150.
2 honor, prerrogativa, privilegio del que goza la divinidad τὸν δ' ... τιμῆς καὶ γεράων ἐπιβησέμεν Hes.Th.396, πᾶσι μετ' ἀθανάτοισι τετίμηται γεράεσσι ref. Hécate, Hes.Th.349, cf. 393, εὐθὺς δαίμοσιν νέμει γέρα ἄλλοισιν A.Pr.229, θεὸς ἂν μόνος τοῦτ' ἔχοι γέρας Simon.37.14, cf. A.R.1.615, Theoc.22.223
•o el debido a alguien por su dignidad o condición γέρα πατρὶ ... διδόντες E.l.c., γέρα τὰ νομιζόμενα por parte del pueblo colonizado, Th.1.25, ὃ γ. παρὰ θεῶν ἔχουσιν ἀνθρώποις διδόναι Pl.Phdr.259b, cf. LXX Nu.18.8, I.AI 1.14, BI 1.423, ἱαραφύλαξ γερέων IG l.c., ἦσαν ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι Th.1.13, τοῦ καλλίστου γέρως ἀξιωθῆναι Agesilao, X.Ages.1.5, ἀτίμους γερῶν ὧν νῦν ἴσχουσι Th.3.58, cf. Hdt.1.114, πατρῷον ... γ. Ar.Ra.1146, γ. ἐκτήσαντο D.9.74, cf. Arist.Rh.1361a35, τὸ δὲ γ. ἆθλον ἀρετῆς εὐεργετικῆς Chrysipp.Stoic.3.149, βροτοῖς γ. Cleanth.Stoic.1.123, cf. Marc.Sid.l.c., Orph.H.87.12, IEphesos 10.18 (III d.C.), Pamprepius 3.103
•del debido a los ancianos πρεσβύτερος δὲ ὁ τιμῆς καὶ γέρως καὶ πρεσβείων ἐπάξιος ὤν Ph.1.178
•concedido al pueblo δήμῳ μὲν γὰρ ἔδωκα τόσον γ. Sol.5.1, τιμαὶ δὲ καὶ ἔπαινοι ... καὶ γέρα Pl.R.516c, γ. ἀλιτουργησίας PFlor.382.3 (III d.C.)
•del honor que se debe a los muertos, en el sent. de honras fúnebres τὸ γὰρ γ. ἐστὶ θανόντων Il.16.457, cf. S.l.c., IKnidos 303.15 (I a.C.), GVI 279 (Frigia II/III d.C.).
3 recompensa, premio ἐν πολέμῳ ἢ ἄλλοθί που γέρα δοτέον καὶ ἆθλα Pl.R.460b, ἐξαίρετόν ἐστιν ὥσπερ γ. τοῖς τριταγωνισταῖς D.19.247, ἐπιχείρησις ... γέρως ἀναξία Luc.Tyr.9, τοῖς συλληψομένοις ὑμῖν γέρα προτιθέντα POxy.1408.16 (III d.C.).
4 esp. ganancia, gajes, regalía que recibían los sacerdotes en los sacrificios γέρη δὲ λαμβάνει τὸ δέρμα καὶ τὸ σκέλος IC l.c., cf. Th.1.25, X.Lac.15.3, Sokolowski l.c., PEleph.14.13 (III a.C.)
•prebenda βαστοφορικοῦ (sic) γέραως PSI l.c.
• Etimología: De *gerHu̯2- ‘madurar’, ‘envejecer’ en grado P/ø que c. otros vocalismos ha dado gr. γραῦς, γέρων, ai. járant y cuyo sent. originario estaría ligado a la noción de ‘viejo’, ‘parte de honor reservada al anciano’.
German (Pape)
[Seite 485] αος, τό, verwandt γέρων, γεραιός, vgl. auch γῆρας; plur. γέρᾰ Hom., γέρεα Ion., γέρα Att.; Ehrengabe; Hom. oft, aber nur in den Formen γέρας, oft, und γέρᾰ plur. Iliad. 2, 237. 9, 334 Odyss. 4, 66. Gewöhnlich ist γέρας bei Hom. die Ehrengabe, welche ein Fürst, ein Anführer, von der Kriegsbeute außer dem gewöhnlichen, gleichen Anteile, der μοῖρα empfing: Odyss. 11, 534 ἀλλ' ὅτε δὴ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν, μοῖραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν ἀσκηθής, vgl. Iliad. 9, 367. 1, 118 sqq. Odyss. 7, 10. Weil ein solches γέρας allein den Fürsten zukam, als Anführern, heißt die Königswürde selbst geradezu γέρας: Odyss. 15, 522 καὶ γὰρ πολλὸν ἄριστος ἀνήρ, μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν, vgl. Iliad. 20, 182 Odyss. 11, 175. So nicht nur vom eigentlichen Könige, sondern auch von den zwölf vornehmen Phäaken Odyss. 7, 150 τούσδε τε δαιτυμόνας, τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος κτήματ' ἐνὶ μεγάροισι, γέρας θ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν. Ferner sind die Opfer ein γέρας der Götter, Iliad. 4, 49; sich des Kämpfens zu enthalten und auf das Ratgeben zu beschränken ist ein γέρας der Alten, Iliad. 4, 323; ein feierliches Begräbniß und ein Grabdenkmal ist ein γέρας der Gestorbenen, Iliad. 16, 457; sich zum Zeichen der Trauer das Haar zu scheeren und Thränen zu vergießen ist das einzige γέρας der elenden Sterblichen, Odyss. 4, 197; dem verkleideten Odysseus schleudert Ktesippos, Einer der Freier, Odyss. 20, 297 einen Ochsenfuß zu, ἀλλ' ἄγε οἱ καὶ ἐγὼ δῶ ξείνιον, ὄφρα καὶ αὐτὸς ἠὲ λοετροχόῳ δώῃ γέρας ἠέ τῳ ἄλλῳ δμώων; die Rede wird vs. 293 mit der Bemerkung eingeleitet, daß der Bettler eine μοῖρα ἴση am Gastmahle schon längst habe; Gegensatz ist dann das ξείνιον. Das besondere gute Stück, was ein vorzüglich zu ehrender Tischgenosse vor dem gleichen Anteil an der Mahlzeit voraus empfängt, heißt ein γέρας des Empfängers Odyss. 4, 66, καί σφιν νῶτα βοὸς παρὰ πίονα θῆκεν ὄπτ' ἐν χερσὶν ἑλών, τά ῥά οἱ γέρα πάρθεσαν αὐτῷ, plur. Homerisch statt des sing. γέρας, wie νῶτα statt νῶτον. – Eben so Folgende: Pind., Tragg.; Thuc. 1, 13 πρότερον δ' ἦσαν ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι; τὰ τῶν προγόνων, τῶν βασιλήων, Her. 4, 162. 6, 57 u. öfter; Ar. Ran. 1148; ἱερά, Priesterwürde, Dion. Hal. 1, 48. Auch Plat. öfter, καὶ τιμαί Rep. VII, 516 c; καὶ ἆθλα V, 460 b; übh. Geschenk, παρὰ θεῶν, Μουσῶν, Phaedr. 259 b c.
French (Bailly abrégé)
αος-ως (τό) :
1 présent offert comme marque d'honneur;
2 marque d'honneur, particul. honneurs rendus à un mort;
3 prérogative, privilège honorifique ; ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι THC avec des prérogatives déterminées.
Étymologie: cf. zend gar « dignité ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γέρας -αος, contr. -ως, τό [~ γέρων nom. acc. plur. γέραα, contr. γέρα̅, ep. γέρᾰ of γέρᾱ, Ion. γέρεα, contr. γέρη, gen. γερῶν, dat. γέρασι, ep. γεράεσσι
1. eergeschenk:; γέρας ἐσθλὸν ἔχων met een kostbaar eergeschenk Od. 11.534; geschenk:; διδόναι γέρας een geschenk geven Od. 20.297; eerbewijs,. τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων want dat is het eerbewijs voor de doden Il. 16.675.
2. erepositie, privilege:. γέρας θ’ ὅ τι δῆμος ἔδωκεν de positie die het volk hem heeft gegeven Od. 7.150; οὐ … Πρίαμος γέρας ἐν χερὶ θήσει Priamus zal zijn erepositie niet in jouw handen leggen Il. 20.182; τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ γερόντων dat is immers het voorrecht van de ouderen Il. 4.323.
Russian (Dvoretsky)
γέρας: αος, стяж. ως τό (nom. pl. ион. γέρεα - стяж. γέρᾱ, эп. γέρᾰ; dat. pl. γέρασι - эп. γεράεσσι)
1 почетный дар (о лучшей части добычи, преподносившейся предводителям до общего дележа) Hom., Plut.;
2 жертвенное подношение, жертва Hom.;
3 дар, подарок, награда, Hom., Plat.;
4 преимущественное право, особая почесть (γερόντων Hom.; τὰ τῶν προγόνων и τῶν βασιλέων γέρεα Her.): ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι Thuc. с точно определенными привилегиями; τὸ γ. θανόντων Hom. последние почести умершим; θεῶν γέρα συλῶν Aesch. отняв у богов права.
Frisk Etymological English
αος or ως
Grammatical information: n.
Meaning: gift of honour (Il.); orig. old age, s. γῆρας.
Dialectal forms: Myc. kera /geras/.
Compounds: Komp. ἀγέραστος = without gift of honour (Il.)
Derivatives: γεραιός old (Il., accent as in παλαιός); γεράσμιος honouring, honoured, aged (h. Merc., vgl. Schwyzer 493 n. 10); denomin. γεράζω honour (EM). - Beside γέρας: γεραρός honourable (Il.; hardly old r-stem with Benveniste Origines 16; diff. Schwyzer 516), fem. γέραιρα (Il. v.l., s. Bechtel Lex.); γεραίρω = honour, distinguish (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [390] *ǵerh₂- old
Etymology: Cf. Skt. jarás- (f.?) old age. - Cognate γέρων, γῆρας, γραῦς, s. vv. S. also γεργέριμος.
Middle Liddell
a gift of honour, Hom.; τὸ γὰρ γέρας ἐστι θανόντων this is the last honour of the dead, Il.:—any privilege or prerogative conferred on kings or nobles, Hom., Hdt., etc.
English (Autenrieth)
αος, pl. γέρα: gift of honor, honor, prerogative; nobles and esp. the king received γέρα from the commonalty, γέρας θ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν, Od. 7.150; of the kingly office itself, Il. 20.182, Od. 11.175; of offerings to the gods, and burial honors of the dead, τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.
English (Slater)
γέρας (γέρας nom., acc.)
1 honour
a (Ῥόδον) ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι (v.l. μέρος) (O. 7.68) νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών (O. 8.65) ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. γέρας, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί) (P. 5.18) εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (i. e. νίκαν) (P. 5.124) ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (sc. Μολοσσίᾳ ἐμβασιλεύειν) (N. 7.40) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (N. 7.101) ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (i. e. ὕμνον) (I. 1.14) ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (i. e. γεραίρεται) (I. 5.33) “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (Hermann: γέρας post Αἰακίδᾳ habet codex: i. e. the honour of marriage to Thetis) (I. 8.38) Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5. 3. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν μοναρχεῖν Ἄργει θέμενος οἰωνοπόλον γέρας (Pae. 4.30)
b specifically, prize Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο (O. 2.49) μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν (O. 8.11) ἀρισθάρματον γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας (P. 8.78) μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται (N. 8.25)
Greek Monolingual
το (AM γέρας)
1. αριστείο, βραβείο, έπαθλο
αρχ.
1. (για νεκρούς) η επιθανάτια τιμή
2. προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς
3. δώρο
4. η αμοιβή που έπαιρναν οι ιερείς στις θυσίες ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, ίσως δε και μυκηναϊκή. Συσχετίζεται προς τα γήρας, γέρων, γραυς, δεδομένου ότι αρχικά θα πρέπει να δήλωνε «το τιμητικό προνόμιο τών γερόντων» (πρβλ. την ομηρική φρ. «τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ γερόντων» και το παράγωγο γεραιός, που σημασιολογικά λειτουργεί ως επίθ. του γέρων). Το γέρας συνδέεται επίσης με το αρχ. ινδ. jarάs- «ηλικία» (με ανάλογο σχηματισμό προς το αιδώς)].
Greek Monotonic
γέρᾰς: -αος, -ως, τό, ονομ. πληθ. γέρᾰ, κατ' αποκοπή αντί γέραα· Αττ. γέρᾱ, Ιων. γέρεα· δώρο τιμής που ελάμβαναν οι αρχηγοί πριν από τη διανομή της λείας, σε Όμηρ.· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων, αυτό είναι η τελευταία τιμή προς τους νεκρούς, σε Ομήρ. Ιλ.· κάθε είδους προνόμιο ή δικαίωμα που απονέμεται στους βασιλείς και στους ευγενείς ως πράξη τιμής, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
γέρᾰς: -αος, ως, τό· ὀνομ. πληθ. γέρᾰ, κατ’ ἀποκοπὴν ἀντὶ γέραα, Ἰλ. Β. 237, Θ. 334, Ὀδ. Δ. 66· ἀλλ’ Ἀττ. γέρᾱ. συνῃρ., Πόρσ. Φοιν. 888· γέρεα Ἡρόδ. 2. 168· τύπος τις γέρᾱτα ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1046. 29· Ἐπ. δοτ. γεράεσσιν αὐτόθι 857·- δῶρον τιμῆς, ὁποῖον οἱ ἀρχηγοὶ ἐλάμβανον ἐκ τῆς λείας πρὶν αὕτη διανεμηθῇ, λίαν συχν. παρ’ Ὁμήρῳ· γέρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μοῖρα, Ὀδ. Λ. 534· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων, ἐπὶ τῶν τελευταίων τιμῶν τῶν νεκρῶν, Ἰλ. II. 457· - πᾶν δικαίωμα ἢ προνόμιον ἀποδιδόμενον ἐξαιρετικῶς εἰς βασιλεῖς ἢ εὐγενεῖς ὡς τιμή· γέρας θ’ ὅτι δῆμος ἔδωκεν Ὀδ. Η. 150· πρβλ. Ἰλ. Υ. 182, Ἡρόδ. 1. 114, κτλ.· πρότερον δὲ ἦσαν ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι Θουκ. 1. 13· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἀρχή, Αἰσχίν. 56. 21· οὕτω, δαίμοσιν νέμει γέρα ἄλλοισιν ἄλλα Αἰσχίν. Πρ. 229, πρβλ. 83, 107, 439. 2) καθόλου, δῶρον, Ὀδ. Υ. 297, κτλ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὰ Ζενδ. gar (dignitas), garanh (renverentia).)
Frisk Etymology German
γέρας: -αος oder -ως
{géras}
Grammar: n.
Meaning: Ehre, Ehrengabe, Belohnung (seit Il.); urspr. Bedeutung Alter, s. γῆρας.
Derivative: Ableitungen: γεραιός alt (seit Il., vorw. poet., vgl. Wackernagel Unt. 208f.; Akzent wie παλαιός) mit γεραιότης (Pap.); γεράσμιος ehrenvoll, ehrwürdig (poet. seit h. Merc., vgl. Schwyzer 493 A. 10); Komp. ἀγέραστος ohne Ehrengabe (poet. seit Il.); denominatives Verb γεράζω ehren (EM). — Neben γέρας steht, wahrscheinlich von einem alten r-Stamm (Benveniste Origines 16; anders Schwyzer 516 nach J. Schmidt), γεραρός ehrwürdig (poet. seit Il., späte Prosa), später auch = γεραιός (A. in lyr. usw.), fem. γέραιρα (Il. v.l. u. a., s. Bechtel Lex. m. Lit.); davon γεραίρω ehren, auszeichnen (seit Il.).
Etymology: Eine nahe Entsprechung von γέρας liegt vor in aind. jarás- (f.?) Alter (Bildung wie αἰδώς); ein r-Stamm könnte in lat. glārea Kies eingehen, falls aus *grārea zu grānum usw., vgl. W.-Hofmann s. v. — Verwandte sind γέρων, γῆρας, γραῦς, s. dd. Vgl. auch γεργέριμος.
Page 1,299
English (Woodhouse)
guerdon, prerogative, privilege
Mantoulidis Etymological
(=βραβεῖο). Σχετίζεται μέ τό γέρων. Ρίζα γερ-. Δές γιά παράγωγα στό γεραίρω.