εὐτράπελος

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰπελος Medium diacritics: εὐτράπελος Low diacritics: ευτράπελος Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΛΟΣ
Transliteration A: eutrápelos Transliteration B: eutrapelos Transliteration C: eftrapelos Beta Code: eu)tra/pelos

English (LSJ)

εὐτράπελον, (τρέπω)
A easily turning or changing, of the Athenians, Ael.VH5.13; nimble, of apes, Id.NA5.26; in earlier Gr. always metaph., λόγος εὐ. a dexterous, ready plea, Ar.V.469 (lyr.). Adv. εὐτραπέλως = dexterously, readily, without awkwardness, Th.2.41.
2 of persons, ready with an answer or repartee, witty, Arist.EN1108a24, 1128a10; εὐ. παρὰ τὰς συνουσίας Plb.23.5.7; τίτθη εὐ. Jul.Or.7.227a: Sup., Plb.9.23.3.
b in bad sense, jesting, ribald, Isoc.7.49; εὐτράπελόν ἐστι c. acc. et inf., it is ludicrous that... Plu.2.1062b.
3 tricky, dishonest, v.l. in Pi.P.4.105; εὐ. κέρδη time-serving arts, of flatterers, ib.1.92.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui se tourne facilement :
I. souple, agile;
II. fig. 1 versatile;
2 souple d'esprit ; prompt aux réparties, d'humeur enjouée, qui plaisante agréablement ; en mauv. part moqueur, railleur : εὐτράπελόν ἐστι avec l'inf. PLUT c'est une moquerie de….
Étymologie: εὖ, τρέπω.

German (Pape)

der sich leicht wendet, gewandt, neben εὔτρεπτος Poll. 6.121; nach B.A. 92 ἐπὶ τοῦ εὖ τρεπομένου πρὸς πάντα καὶ ἐπὶ τοῦ εὐστρόφου; wie vom Tänzer, Poll. 4.96; vom Affen, ἡ φύσις ποικίλον τε καὶ εὐτράπελόν ἐστιν Ael. H.A. 5.26; überhaupt veränderlich, von den Athenern, εὐτρ. καὶ ἐπιτήδειοι πρὸς τὰς μεταβολάς V.H. 5.13. – Bes. aber von einem Menschen, der sich in die Umstände zu fügen, mit Andern sein umzugehen versteht, bes. auch artige und seine Scherze macht, nach Arist. Eth. 2.7.13 περὶ τὸ ἡδὺ ἐν παιδιᾷ, in der Mitte stehend zwischen dem βωμολόχος und dem ἀγροῖκος, vgl. ib. 4.8 οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται οἷον εὔτροποι, wo er aber auch hinzusetzt, daß man es aus Liebe zum Scherz nicht immer so genau nehme und die βωμολόχοι, Possenreißer, auch so nenne; Pind. sagt εὐτράπελα κέρδη, von den auf eigenen Gewinn bedachten Schmeichelreden der Hofleute, P. 1.92, und ähnl. ἔπος εὐτράπελον, 4.105, schmeichlerisch und täuschend; mehr tadelnd ist es auch bei Isocr., der verbindet τοὺς εὐτραπέλους καὶ σκώπτειν δυναμένους οὓς νῦν εὐφυεῖς προσαγορεύουσιν, ἐκεῖνοι δυστυχεῖς ἐνόμιζον, 7.49, wie λόγος εὐτρ. Ar. Vesp. 469; παρὰ τὰς συνουσίας εὐτρ. Pol. 24.5.7, vgl. 9.23.3; εὐτράπελόν ἐστι, c. inf., es ist albern, Plut. adv. stoic. 9.
• Adv., geschickt, gewandt, τὸν αὐτὸν ἄνδρα ἐπὶ πλεῖστ' ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ' ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὐταρκὲς παρέχεσθαι Thuc. 2.41, Schol. εὐκινήτως, ἐνδεξίως.

Russian (Dvoretsky)

εὐτράπελος: (ᾰ)
1 ловкий, изворотливый (λόγος Arph.);
2 остроумный, тонкий (ἐν ταῖς διαγωγαῖς Arst.; εὐ. καὶ φιλάνθρωπος Polyb.);
3 насмешливый (εὐ. καὶ σκώπτειν δυνάμενος Isocr.);
4 нелепый, вздорный Plut.;
5 хитрый, плутоватый (κέρδη Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτράπελος: -ον, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος ἢ μεταβαλλόμενος, ἀγχίστροφος, ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13· εὐκίνητος, ἐλαφρός, ἐπὶ τῶν πιθήκων, ὁ αὐτ. π. Ζ. 5. 26· λόγος εὐτρ., δεξιός, ἕτοιμος λόγος πρὸς ὑπεράσπισιν, Ἀριστοφ. Σφ. 469· - Ἐπίρρ. -λως, δεξιῶς, ἑτοίμως, ἄνευ σκαιότητος ἢ δυσκολίας, Θουκ. 2. 41. 2) ἕτοιμος πρὸς ἀπάντησιν, εὐφυής, ὀξύς, ζωηρός, Λατ. urbanus, facetus, lepitus, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13 (ἔνθαεὐτραπελία εἶναι μέση μεταξὺ ἀγροικίας καὶ βωμολοχίας, πρβλ. 4. 8, 3)· εὐτρ. παρὰ τὰς συνουσίας Πολύβ. 24. 5, 7· ἀλλά, β) ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = βωμολόχος, σκωπτικός, φλύαρος, ἀχρειολόγος, ὡς Ἰσοκρ. 149D, πρβλ. εὐτραπελία ἐν Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4· εὐτράπελόν ἐστι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶναι γελοῖον ὅτι...., Πλούτ. 2. 1062Β. 2) δόλιος, πανοῦργος, ἔπος εὐτράπελον, «εὐτράπελον δέ, ἀπαίδευτον, αἰσχρόν, ὃ ἐκτρέψαιτο ἄν τις» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 186· μὴ δολωθῇς, ὦ φίλος, εὐτραπέλοις κέρδεσσ’, μὴ ἀπατηθῇς, ὦ φίλε (Ἰέρων), ὑπὸ τῆς ἀπατηλῆς κολακείας καὶ φιλοκερδείας τῶν αὐλικῶν κολάκων, αὐτόθι 1. 178.

English (Slater)

εὐτράπελος, v.l. (P. 1.92), (P. 4.105) v. ἐντράπελος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐτράπελος, -ον Μ και εὐτράπηλος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος
2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα»)
νεοελλ.
1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) φαιδρός, αστείος («ευτράπελο διήγημα»)
2. (το ουδ, ως ουσ.) τo εὐτράπελο
η φαιδρότητα, η γελοιότητα
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ., τὸ εὐτράπελον
η ευτραπελία
2. ευκίνητος, επιδέξιος
αρχ.
1. (για τους Αθηναίους) αυτός που τρέπεται εύκολα, που μεταβάλλεται εύκολα, ο αγχίστροφος
2. (για πιθήκους) ευκίνητος, ελαφρός
3. (με κακή σημ.) βωμολόχος, φλύαρος, σκωπτικός
4. δόλιος, πανούργος
5. φρ. α) «λόγος εὐτράπελος» — εύστροφος, αυτός που γίνεται με ετοιμότητα για υπεράσπιση ή δικαιολογία ενέργειας ή αποφάσεως
β) «εὐτράπελα κέρδη» — η απατηλή κολακεία που γίνεται από αγάπη για το κέρδος («μὴ δολωθῇς εὐτραπέλοις κέρδεσσι», Πίνδ.).
επίρρ...
εὐτραπέλως (Α)
επιδέξια, με ετοιμότητα, χωρίς δυσκολία ή σκαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αοριστικό θ. τραπ- του ρ. τρέπω + επίθημα -λο- (κατά τα ευπέμπε-λος, ευτρόχα-λος).
ΠΑΡ. ευτραπελία
αρχ.
ευτραπελεύομαι, ευτραπελίζομαι].

Greek Monotonic

εὐτράπελος: -ον (τρέπω),·
1. αυτός που εύκολα μεταστρέφεται ή αλλάζει, λόγος εὐτρ., επιδέξιος, δεξιοτεχνικός, αριστοτεχνικός, απολογητικός λόγος, απολογία, σε Αριστοφ.· επίρρ. -λως, με επιδεξιότητα, χωρίς αδεξιότητα ή δυσκολία, σε Θουκ. 2. α) έτοιμος προς απάντηση, ευφυής, πνευματώδης, Λατ. lepitus, σε Αριστ. β) με αρνητική σημασία, σκωπτικός, φλύαρος, αισχρός, πρόστυχος, σε Ισοκρ.
3. πανούργος, δόλιος, ανέντιμος, κακοήθης, σε Πίνδ.

Middle Liddell

εὐ-τράπελος, ον τρέπω
1. easily turning or changing, λόγος εὐτρ. a dexterous, ready plea, Ar.:—adv. -λως, dexterously, without awkwardness, Thuc.
2. ready with an answer, witty, Lat. lepidus, Arist.
b. in bad sense, jesting, ribald, Isocr.
3. tricky, dishonest, Pind.

Frisk Etymology German

εὐτράπελος: {eutrápelos}
Meaning: gewandt, witzig mit εὐτραπελία Gewandtheit, witziges Wesen (att. hell. u. spät);
Derivative: denominatives Verb εὐτραπελεύομαι gewandt, witzig sein (Plb., D. S.); auch -ίζομαι = lat. iocor (Dosith.) mit -ισμός (Et. Gud.).
Etymology: Eig. sich leicht wendend, Zusammenbildung aus εὖ und τραπεῖν, -έσθαι mittels des λο-Suffixes (Schwyzer 483f., Chantraine Formation 243). Vgl. εὐτρόχαλος und εὐπέμπελος.
Page 1,595

Mantoulidis Etymological

(=εὐκίνητος, ζωηρός). Ἀπό τό εὖ + τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.