ἐπιτυγχάνω

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτυγχάνω Medium diacritics: ἐπιτυγχάνω Low diacritics: επιτυγχάνω Capitals: ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: epitynchánō Transliteration B: epitynchanō Transliteration C: epitygchano Beta Code: e)pitugxa/nw

English (LSJ)

fut.
A ἐπιτεύξομαι Pl.R.431c: aor. 2 ἐπέτῠχον: pf. ἐπιτετύχηκα Arist.Oec.1352b5:—prop. hit the mark, ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, opp. ἀποτυγχάνω, Id.EN1106b33; οἱ πολλὰ βάλλοντες ἐπιτυγχάνουσι πολλάκις Plu.2.438a: hence,
II light upon or fall upon, meet with,
I c. dat. pers., Ar.Nu.195,535, Th.3.75; ἐ. γυναικὶ βιαζομένῃ Pl.Lg.874c: also c.dat.rei, ἐ. σορῷ Hdt.1.68; ναυσί Th.8.34; βιβλίῳ Luc.Dem.Enc. 27; ἐ.[ταῖς θύραις] ἀνεῳγμέναις to find them open, Pl.Smp.223b.
2 c.gen.pers., μετρίου ἀνδρός Ar.Pl.245, cf. Plu.Art.12: c.gen.rei, ἐ. ὁλκάδος ἀναγομένης Th.3.3; εὐώνων ἐπιτυγχάνω a low market, Arist.Oec. l.c.
3 rarely c.acc., τὰς ἁπλᾶς [ἐπιθυμίας] ἐν ὀλίγοις ἐπιτεύξῃ Pl. R.431c; ἅττ' ἂν ἐπιτύχῃς Eub.123.5.
4 abs., Ar.Ra.570, Th.6.38; mostly ὁ ἐπιτυχών = the first person one meets, any chance person, especially in plural, Hdt.2.2, Antipho 2.1.1: with neg., οὐδὲ φαύλων ἀνδρῶν οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Pl.Cra.390d; οὐ γὰρ οἶμαι τοῦ ἐπιτυχόντος εἶναι.. Id.Euthphr.4a; οὐ περὶ τοῦ ἐπιτυχόντος = on no common matter, Id.R.352d: without the Art., ἐπιτυχόντος ἀνθρώπου λόγος E.HF1248, cf. Phot.p.140R.(=gloss on Eup. 25D.).
III attain to, reach, gain one's end, c.gen.rei, X.Mem. 4.2.28, D.48.3; εὐχωλᾶς Inscr.Cypr.134 H.(iv B.C.); πολιτείας BGU 113.3 (ii A.D.), etc.; τοῦ καλῶς [μειγνύναι] Pl.Phlb.61d; ἐπιτυγχάνω τοῦ ἀγῶνος gain one's suit, D.48.30; profit by, benefit by, φιλανθρωπίας BGU 522.8 (ii A.D.): abs., οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν Ep.Jac.4.2.
2 c.part., succeed in doing, Hdt.8.101,103 (but ζητέων ἐπιτυγχάνειν find, light upon by searching, Hp. VM24): so c. inf., Luc.Nec.6; γαμβροῦ ὁ ἐπιτυχὼν εὗρεν υἱόν he who is lucky in his son-in-law, Democr.272.
3 c.dat.modi, to be lucky, successful in a thing, μάχῃ Aeschin.3.165: abs., to be successful, Pl.Men.97c, Th.3.42, Arist.Rh.1354a9; ἂν ἐπιτύχῃ = if she succeeds, Men.Epit.346; τἆλλα ἐ. X.HG4.5.19: also impers., αὐτῷ οὐδὲν ἐπετύγχανε Ant.Lib.41.6.
4 Pass., turn out well, αἱ ἐπιτετευγμέναι πράξεις successful, Plb.6.53.2, cf. Hipparch. ap. Stob.4.44.81, D.S.1.1, Plu.2.674a; φάρμακον ἐπιτετευγμένον proved remedy, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.403.
IV c.dat.pers., converse, talk with one, Pl.Lg.758c.

German (Pape)

[Seite 997] (s. τυγχάνω), auf Einen, auf Etwas zufällig treffen oder stoßen, ihm begegnen, τινί, von Menschen u. häufiger von Sachen; εἴσιθ' ἵνα μὴ κεῖνος ἡμῖν ἐπιτύχῃ Ar. Nubb. 195; ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ Her. 1, 68; Thuc. 3, 75; Lys. 13, 71; ἀνεῳγμέναις ταῖς θύραις Plat. Conv. 431 c; γαμετῇ γυναικὶ βιαζομένῃ Legg. IX, 874 c; κώμαις ἐπιτυχόντες Xen. An. 3, 4, 18; seltener c. gen., Plut. Artax. 12, c. accus., Plat. Rep. IV, 431 c; – absolut, ὁ ἐπιτυχών, der Einem gerade in den Wurf kommt, der Erste der Beste; dah. gemein, unbedeutend, πολλὰ καὶ σμικρὰ καὶ τοῦ ἐπιτυχόντος νομοθέτου γιγνόμενα Plat. Legg. VIII, 843 e; οὐ γὰρ οἶμαι τοῦ ἐπιτυχόντος εἶναι, es kann nicht Jeder, Euthyphr. 4 a; ο ὐδὲ φαύλων ἀνθρώπων οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Crat. 390 d; εἰκῇ λεγόμενα τοῖς ἐπιτυχοῦσιν ὀνόμασιν, mit Ausdrücken, die Einem gerade in den Mund kommen, ohne Auswahl. Vgl. noch Ar. Ran. 1375; Eur. Herc. Fur. 1248, wo es ohne Artikel steht; τὰ ἀνθρώπων τῶν ἐπιτυχόντων παιδία, die Kinder gemeiner Leute, Her. 2, 2; πόλεως τῆς ἐπιτυχούσης, Gegensatz ἐνδοξοτάτη, Xen. Ages. 1, 3. – Mit Jem. zusammenkommen, mit ihm sprechen, wie ἐντυγχάνω, Plat. Legg. VI, 758 c; Luc. Nigr. 2; τῷ βιβλίῳ enc. Dem. 27; – c. partic., = τυγχάνω, ὁκότερα ποιέων ἐπιτύχω εὖ βουλευόμενος Her. 8, 101, wie λέγουσα γὰρ ἐπετύγχανε τάπερ αὐτὸς ἐνόεε 103; vgl. Plat. Sis. 387 e; eigtl. treffen, erlangen, zufällig erreichen, gew. τινός, μετρίου γὰρ ἀνδρος οὐκ ἐπέτυχες πώποτε Ar. Plut. 245; ὁλκάδος ἀναγομένης Thuc. 3, 3, wie τῶν πλοίων ἐπιτυχοῦσαι τὰ πολλὰ διέφθειραν 7, 25; ὧν πράττουσι Xen. Mem. 4, 2, 28; ἀγαθοῦ ὠνητοῦ Oec. 2, 3; τοῦ ἀγῶνος, den Prozess gewinnen, Gegensatz ἀποτυγχάνω, Dem. 48, 30; ὅτι ὁ τὴν ἐπιστήμην ἔχων ἀεὶ ἂν ἐπιτυγχάνοι Plat. Men. 97 c, vgl. Phil. 61 d; – c. int., ἐπέτυχον παρ' αὐτοῦ καθηγήσασθαί μοι τῆς ὁδοῦ, ich erlangte es von ihm, daß er mir den Weg zeigte, Luc. Necyom. 6. – Absolut, das Ziel treffen, οἱ πολλὰ βάλλοντες πολλάκις ἐπιτυγχάνουσι Plut. det. orac. 40 extr.; Glück haben, Etwas erreichen, Thuc. 3, 42; καὶ τἄλλα ἐπετύγχανεν Xen. Hell. 4, 5, 19; περί τινος, Pol. 21, 3, 8; μάχῃ, in der Schlacht siegen, Aesch. 3, 165. Pass. gut von Statten gehen, gelingen, ἐπιτετε υγμέναι πράξεις Pol. 6, 33, 2; D. Sic. 1, 1, wie εἰ ἐπιτυγχάνοιτο Luc. de merc. cond. 8, wenn es glücklich ablaufen sollte; vgl. Plut. Symp. 5, 1, 2 u. Hipparch. Stob. fl. 108, 81.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιτεύξομαι, ao.2 ἐπέτυχον;
se trouver par hasard sur ou auprès de, d'où
1 rencontrer : τινι, rar. τινος qqn ou qch ; ὁ ἐπιτυχών le premier venu;
2 p. suite c. ἐντυγχάνω : converser, s'entretenir : τινι avec qqn;
3 particul. rencontrer ce qu'on cherche, atteindre le but : τινος obtenir qch ; avec l'inf. : ἐπέτυχον παρ' αὐτοῦ καθηγήσασθαί μοι τῆς ὁδοῦ LUC j'obtins de lui qu'il me guiderait dans la route ; abs. réussir : ὁ μὴ ἐπιτυχών THC celui qui n'a pas réussi.
Étymologie: ἐπί, τυγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτυγχάνω: (fut. ἐπιτεύξομαι, aor. 2 ἐπέτυχον)
1 попадать: ἐ. τοῦ σκοποῦ Arst. попасть в цель; πολλάκις ἐ. Plut. часто попадать (в цель);
2 достигать (чего-л.), (в чем-л.) преуспевать (τινός Xen., Dem., τινί Aeschin. и περί τινος Polyb.): ἐ. τοῦ ἀγῶνος Dem. выиграть судебный процесс; ἐ. μάχῃ Aeschin. быть счастливым в сражении; ἐ. παρά τινος ποιεῖν τι Luc. добиться от кого-л., чтобы он что-л. сделал; ὁ μὴ ἐπιτυχὼν Thuc. потерпевший неудачу; αἱ ἐπιτετευγμέναι πράξεις Polyb. и τὰ ἐπιτετευγμένα Diod. удачи, успехи;
3 встречать(ся), попадаться навстречу, (на что-л.) натыкаться (τινί Thuc., Plat., Luc. и τινός Thuc., Arph., Arst., Plut.): εἴσιθ᾽ ἵνα μὴ κεῖνος ἡμῖν ἐπιτύχῃ Arph. войди, чтобы он (т. е. Сократ) не застиг нас; ἐ. ταῖς θύραις ἀνεῳγμέναις Plat. найти дверь открытой; ὁλκάδος ἀναγομένης ἐπιτυχών Thuc. встретив торговое судно, готовое к отплытию; (ὁ ἐπιτυχών) (sc. ἄνθρωπος) Her., Eur., Arph., Plat.; первый встречный, заурядный, рядовой, перен. человек простого звания;
4 общаться, беседовать (τινί Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι: ἀόρ. ἐπέτῠχον: - κυρίως, κτυπῶ, βαρῶ τὸ σημάδι, ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, ῥάδιον μὲν τοῦ ἀποτύχειν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 14· οἱ πολλὰ βάλλοντες ἐπιτυγχάνουσι πολλάκις Πλούτ. 2. 438Α· ἐντεῦθεν. ΙΙ. συναντῶ, ἀπαντῶ, εὑρίσκω κατὰ τύχην. 1) μετὰ δοτ. προσ., ἀλλ’ εἴσισθ’, ἵνα μὴ ’κεῖνος ἡμῖν ἐπιτύχῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 195· ζητοῦσ’ ἦλθ’, ἤν που ’πιτύχῃ θεαταῖς οὕτω σοφοῖς αὐτόθι 535, Θουκ. 3. 75., 8. 34· ἑτοίμως ἐπ. τινὶ Πλάτ. Νόμ. 738D· ἐπ. γυναικὶ βιαζομένῃ αὐτόθι 874C· ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ., ἐπ. σορῷ Ἡρόδ. 1. 68· ἐπ. ταῖς θύραις ἀνεῳγμέναις Πλάτ. Συμπ. 223Β. 2) μετὰ γεν. προσ., μετρίου ἀνδρὸς Ἀριστοφ. Πλ. 245, πρβλ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 12· μετὰ γεν. πράγμ., ἐπ. ὁλκάδος ἀναγομένης Θουκ. 3. 3· εὐώνων ἐπ. Ἀριστ. Οἰκ. 2. 33. 3) ἀπολ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 570, Θουκ. 6. 68· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ὁ ἐπιτυχών, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος τὸν ὁποῖον ἀπαντᾷ τις, ὁ τυχών, Ἡρόδ. 2. 2, Ἀτνιφῶν 115. 1· μάλιστα μετ’ ἀρνήσ., οὐ φαύλων οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Πλάτ. Κρατ. 390D· οὐ γὰρ οἷμαι τοῦ ἐπιτυχόντος εἶναι... ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 4Α· οὐ περὶ τοῦ ἐπιτυχόντος, οὐχὶ ἐπὶ τοῦ τυχόντος πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 352C· καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1248, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1375. ΙΙΙ. κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ μου, μετὰ γεν. πράγμ., Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 28. Δημ. 1168. 1· τοῦ καλῶς μιγνύειν Πλάτ. Φίλ. 61D· ἐπιτυγχάνω τοῦ ἀγῶνος, κερδαίνω τὴν δίκην, Δημ. 1175. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 2. 2) ἀπαντῶ, εὑρίσκω, Πλάτ. Πολ. 431C· ἅττ’ ἂν ἐπιτύχῃς Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14. 3) μετὰ μετοχ., ἐπιτυγχάνω ἐν τῇ πράξει ἢ ἐκτελέσει τινός, Ἡρόδ. 8. 101, 103, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· οὕτω καὶ μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Νεκυομ. 6. 4) μετὰ δοτ. τροπ., εἶμαι τυχηρός, ἐπιτυχὴς ἔν τινι πράγματι, μάχῃ Αἰσχίν. 77. 16· καὶ ἀπολ., εἶμαι ἐπιτυχής, ἐπιτυγχάνω, Πλάτ. Μένων 97C, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 19. 5) Παθ., ἔχω καλὴν ἔκβασιν, αἱ ἐπιτετευγμέναι πράξεις, ἐπιτυχεῖς, Πολύβ. 6. 53, 2, πρβλ. Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 21, Διόδ. 1. 1, Πλούτ. 2. 673Ε. IV. μετὰ δοτ. προσ., συνομιλῶ μετά τινος, ὡς τὸ ἐντυγχάνω, Πλάτ. Νόμ. 758C· ὡσαύτως, ἐπιτυγχάνω βιβλίῳ, λαμβάνω καὶ ἀναγινώσκω αὐτό, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 27.

English (Strong)

from ἐπί and τυγχάνω; to chance upon, i.e. (by implication) to attain: obtain.

English (Thayer)

2nd aorist ἐπέτυχον;
1. to light or hit upon any person or thing (Aristophanes, Thucydides, Xenophon, Plato).
2. to attain to, obtain: τοῦτο, τούτου). Cf. Matthiae, § 328; (Winer's Grammar, 200 (188)).

Greek Monolingual

(AM ἐπιτυγχάνω)
βλ. επιτυχαίνω.

Greek Monotonic

ἐπιτυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ ἐπέτῠχον·
I. κυρίως, πετυχαίνω τον στόχο· απ' όπου, βρίσκω τυχαίως ή τυχαία πέφτω πάνω σε, συναπαντώ, αντιμετωπίζω·
1. με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. με γεν., σε Αριστοφ., Θουκ.
3. απόλ., ὁ ἐπιτυχών όπως το ὁ τυχών, το πρώτο πρόσωπο που συναντά κάποιος, ο οιοσδήποτε, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. 1. κατορθώνω, καταφέρνω να, φθάνω σε, πετυχαίνω τον σκοπό μου, με γεν. πράγμ., σε Ξεν., Δημ.
2. με μτχ., πετυχαίνω κάνοντας κάτι, σε Ηρόδ.
3. με δοτ. τρόπου, είμαι επιτυχημένος σε κάτι, μάχῃ, σε Αισχίν.· απόλ., κατορθώνω, πετυχαίνω, είμαι επιτυχημένος, σε Πλάτ., Ξεν.
III. ἐπιτυγχάνω βιβλίῳ, το παίρνω και το διαβάζω, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -τεύξομαι aor2 ἐπέτῠχον
I. properly, to hit the mark: hence to light or fall upon, meet with,
1. c. dat., Hdt., Thuc., etc.
2. c. gen., Ar., Thuc.
3. absol., ὁ ἐπιτυχών, like ὁ τυχών, the first person one meets, any one, Hdt., Plat.
II. to attain to, reach, gain one's end, c. gen. rei, Xen., Dem.
2. c. part. to succeed in doing, Hdt.
3. c. dat. modi, to be successful in a thing, μάχῃ Aeschin.: absol. to succeed, be successful, Plat., Xen.
III. ἐπ. βιβλίῳ to read it, Luc.

Chinese

原文音譯:™pitugc£nw 誒披-碇格哈挪一
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在上-發生(向上) 相當於: (צָלַח‎)
字義溯源:獲得,成功,達到,得,得著;由(ἐπί)*=在⋯上)與(τυγχάνω)*=蒙受)組成
出現次數:總共(5);羅(2);來(2);雅(1)
譯字彙編
1) 得著(2) 羅11:7; 雅4:2;
2) 他⋯得著了(1) 來6:15;
3) 得著了(1) 羅11:7;
4) 得了(1) 來11:33

Lexicon Thucydideum

nancisci, incidere in, to attain, light upon, 3.3.5, 3.75.4. 7.25.2. 8.14.1, 8.34.1,
deprehendere, to catch, detect, 6.38.4,
rem ex sententia gerere, to accomplish a matter according to one's wish, 3.42.6.