πταίω: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(T21)
(35)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[future]] πταίσω; 1st aorist ἐπταισα; ([[akin]] to ΠΑΤΩ and [[πίπτω]] (cf. Vanicek, p. 466)); from ([[Pindar]]), [[Aeschylus]], and [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> transitive, τινα, to [[cause]] [[one]] to [[stumble]] or [[fall]].<br /><b class="num">2.</b> intransitive, to [[stumble]]: [[δίς]] [[πρός]] [[τόν]] αὐτόν λίθον, [[Polybius]] 31,19, 5. tropically (cf. English [[trip]], [[stumble]])<br /><b class="num">a.</b> to [[err]], to [[make]] a [[mistake]] ([[Plato]], Theact c. 15, p. 160d.); to [[sin]]: [[absolutely]] [[ἴδιον]] ἀνθρώπου φιλεῖν καί [[τούς]] πταιοντας, Antoninus 7,22); [[πολλά]], in [[many]] ways, ἐν [[ἑνί]] ([[namely]], νόμῳ), to [[stumble]] in, i. e. [[sin]] [[against]], [[one]] [[law]], [[εἷς]], 2a. at the [[end]]); ἐν λόγῳ (for the ([[more]] [[common]]) [[simple]] dative), to [[sin]] in [[word]] or [[speech]], to [[fall]] [[into]] [[misery]], [[become]] [[wretched]] ([[often]] so in Greek writings): of the [[loss]] of [[salvation]], 2 Peter 1:10.
|txtha=[[future]] πταίσω; 1st aorist ἐπταισα; ([[akin]] to ΠΑΤΩ and [[πίπτω]] (cf. Vanicek, p. 466)); from ([[Pindar]]), [[Aeschylus]], and [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> transitive, τινα, to [[cause]] [[one]] to [[stumble]] or [[fall]].<br /><b class="num">2.</b> intransitive, to [[stumble]]: [[δίς]] [[πρός]] [[τόν]] αὐτόν λίθον, [[Polybius]] 31,19, 5. tropically (cf. English [[trip]], [[stumble]])<br /><b class="num">a.</b> to [[err]], to [[make]] a [[mistake]] ([[Plato]], Theact c. 15, p. 160d.); to [[sin]]: [[absolutely]] [[ἴδιον]] ἀνθρώπου φιλεῖν καί [[τούς]] πταιοντας, Antoninus 7,22); [[πολλά]], in [[many]] ways, ἐν [[ἑνί]] ([[namely]], νόμῳ), to [[stumble]] in, i. e. [[sin]] [[against]], [[one]] [[law]], [[εἷς]], 2a. at the [[end]]); ἐν λόγῳ (for the ([[more]] [[common]]) [[simple]] dative), to [[sin]] in [[word]] or [[speech]], to [[fall]] [[into]] [[misery]], [[become]] [[wretched]] ([[often]] so in Greek writings): of the [[loss]] of [[salvation]], 2 Peter 1:10.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φταίω]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πταίω Medium diacritics: πταίω Low diacritics: πταίω Capitals: ΠΤΑΙΩ
Transliteration A: ptaíō Transliteration B: ptaiō Transliteration C: ptaio Beta Code: ptai/w

English (LSJ)

Th.1.122, etc.: fut.

   A πταίσω D.2.20: aor. ἔπταισα Hdt.9.101, etc.: pf. ἔπταικα Men.675, Bato 1, Plb.3.48.4, (προσ-) Isoc.6.82:— Pass., v. infr.1:    I trans., cause to stumble or fall, σύνθεσιν ποτὶ ψεύδει Pi.Fr.205, cf.LXX 1 Ki.4.3:—Pass., to be missed, of things, Ael. NA2.15; τὰ πταισθέντα failures, errors, Luc.Demon.7; ἃ ἐπταίσθη his failures, Plu.Comp.Dion.Brut.3.    II intr., stumble, trip, fall, π. πρός τινι stumble against, fall over, π., ὥσπερ πρὸς ἕρματι, πρὸς τῇ πόλει Pl.R.553b, cf. A.Pr.926, Theoc.7.26; πρὸς τὰς πέτρας cj. in X. An.4.2.3; prov., μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν Plb.31.11.5; also π. περί τινι, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς lest Hellas should get a fall over him, i.e. be defeated by him, Hdt.9.101.    2 metaph., make a false step or mistake, Th.2.43, D.2.20, Men.672, etc.; ἐὰν πταίωσί τι when they make a blunder, of medical men, Philem.75.5; οὐκ ἐλάττω, ἐλάχιστα, τὰ πλείω π., Th.1.122, 4.18, 6.33; ἔν τισι D. 18.286; λογισμοῖς Men.380; τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, τοῖς πράγμασι, etc., Plb.18.14.13, 3.48.4, 1.10.1, etc.; ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ π. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα Pl.Tht.160d; also π. ὑπ' ἀνάγκας S.Ph.215 (lyr.); ὑπό τινος π. τῇ πατρίδι Plb.5.93.2; ἐκ τύχης Id.2.7.3.    3 π. τῆς ἐλπίδος to be baulked of . ., Hdn.8.5.1.    4 ἡ γλῶττα π. stutters, Arist.Pr.875b19.

German (Pape)

[Seite 807] πταίσω, perf. pass. ἔπταισμαι, – 1) trans. anstoßen, machen, daß Etwas fallt, ausgleitet; μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν ποτὶ ψεύδει, Pind. frg. 221; τινὰ τῆς ἐλπίδος, machen, daß Einer seine Hoffnungen aufgiebt, ihn in seinen Hoffnungen täuschen, Hdn. 8, 5, 1; pass. τὰ πταισθέντα, Fehler, Irrthümer, Luc. Demon. 7. – Gew. 2) intrans., anstoßen, anschlagen; vom Steine, πταίοντες πρὸς τὰς πέτρας διεσφενδονῶντο, Xen. An. 4, 2, 3; sprichwörtlich μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν, Pol. 31, 19, 5; anrennen, straucheln, fallen, πταίσας δὲ τῷδε πρὸς κακῷ, Aesch. Prom. 928; μὴ πταίσας μογῇς, Ag. 1607; ἦ που πταίων βοᾷ, Soph. Phil. 215; u. in Prosa: Thuc. 4, 18 n. öfter; einen Unfall haben, in Unglück gerathen, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, daß Griechenland nicht im Kampfe mit Mardonius unterliege, Her. 9, 101; μὴ πταίων τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα, Plat. Theaet. 160 d; fehlen, irren, εὐλαβηθῶμεν, μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Phil. 45 a; πρὸς ἕρματα, Rep. VIII, 553 a; Ggstz von εὐτυχεῖν, Xen. Cyr. 3, 1, 26; εἰ δέ τι πταίσει Φίλιππος, Dem. 2, 20; ταῦτ' ἐν οἷς ἔπταισεν ἡ πόλις, 18, 286, u. öfter; Folgde; im Ggstz von κατορθοῦν, Pol. 11, 14, 4; πταίειν τῇ μάχῃ, 17, 14, 13; τοῖς πράγμασι, 1, 10, 1; τοῖς ὅλοις, Alles verlieren, 3, 48, 4, u. öfter; auch vom Exil, τῇ πατρίδι, 1, 12, 7; ὑπό τινος, von Einem vertrieben werden, 5, 93, 2 u. Sp. – Ueber den Zusammenhang mit πίπτω, πτῶσις s. Buttm. Lexil. I p. 295.

Greek (Liddell-Scott)

πταίω: μέλλ. πταίσω Δημ. 23 ἐν τέλ.· - ἀόρ. ἔπταισα Ἡρόδ., κλπ.· - πρκμ. ἔπταικα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 129, Βάτων ἐν «Αἰτωλ.» 1, (προσ-) Ἰσοκρ. 133Β. - Παθητ., ἰδὲ κατωτ. Ι· Ι. μεταβ., κάμνω τινὰ νὰ προσκόψῃ ἢ πέσῃ, τινὰ πρός τινι Πινδ. Ἀποσπ. 221. - Παθητ., δὲν ἐπιτυγχάνομαι, ἐπὶ πραγμάτων. Αἰλ. π. Ζ. 2. 15· τὰ πταισθέντα, ἀποτυχίαι, πλάναι, σφάλματα. Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 7· οὕτως ἃ ἐπταίσθη, αἱ ἀποτυχίαι αὐτοῦ, Πλουτ. Δίων. κ. Βρούτ. Σύγκρ. 3. ΙΙ. ἀμετάβ., προσκόπτω, σφάλλομαι, «σκοντάπτω», πίπτω, ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1624 (κατὰ τὸν Butl. ἀντὶ πήσας), Σοφ. Φιλ. 215, κτλ.· πτ. πρός τινι, προσκόπτω ἐπί τινος, πίπτω ἐπί τινος, πτ., ὥσπερ πρὸς ἕρματι, πρὸς τῇ πόλει Πλάτ. Πολ. 553Β, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 926· πρὸς τὰς πέτρας Ξεν. Ἀνάβ. 4, 3. 3· παροιμ., μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν Πολύβ. 31. 19, 5· ὡσαύτως, πτ. περί τινι, οἷον, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, μὴ ἡττηθῇ ὑπ’ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 9. 101 (πρβλ. πταῖσμα ΙΙ). 2) μεταφορ., κάμνω ἐσφαλμένον βῆμα ἢ σφάλμα, ἀποτυγχάνω, Θουκ. 2, 43, Δημ. 23. 29, κτλ.· ὅταν πταίωσί τι, ὅταν ὑποπέσωσιν εἴς τι σφάλμα, ἐπὶ ἰατρῶν, Φιλήμων ἐν «Σικελικῷ» 1. 5· οὕτως, οὐκ ἐλάττω, ἐλάχιστα, τὰ πλείω πτ. Θουκ. 1. 122., 4. 18, 6. 33· ἔν τινι Δημ. 321. 8· λογισμοῖς πτ. Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 4· μὴ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, τοῖς πράγμασι, κτλ., Πολύβ. 17. 14, 13., 3. 48, 4, κτλ.· ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ πτ. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα Πλάτ. Θεαίτ. 160D. 3) ὡς παθητ. ῥῆμα, πτ. ὑπ’ ἀνάγκης Σοφ. Φιλ. 215· πτ. ὑπό τινος Πολύβ. 5. 93, 2, κτλ.· ἐκ τύχης ὁ αὐτ. 2. 7, 3. 4) πτ. τῆς ἐλπίδος, διαψεύδεται ἡ ἐλπίς μου., Ἡρῳδιαν. 8. 5. 5) ἡ γλῶττα πτ., προσκόπτει, ἐμποδίζεται, Ἀριστ. Προβλ. 3. 31. 2. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι δύναται νὰ εἶναι = παίω, καθὼς τὰ πτόλις, πτόλεμος, = πόλις, πόλεμος· ― ἀλλὰ παρατηρητέον ὅτι αἱ λέξ. πτόλις, πτόλεμος εἰσὶν ἁπλῶς ποιητικοὶ τύποι).

French (Bailly abrégé)

f. πταίσω, ao. ἔπταισα, pf. ἔπταικα, Pass. ao. ἐπταίσθην, pf. ἔπταισμαι;
I. tr. faire broncher, renverser ; Pass. τὰ πταισθέντα LUC le faux pas, les erreurs ; πταίεσθαι τὸ ἀληθὲς αὐτοῖς εἴωθε ÉL litt. la vérité a coutume d’être pour eux l’occasion de faux pas, càd ils n’atteignent pas d’ordinaire la vérité;
II. intr. 1 se heurter contre, donner contre : πρός τι contre qch (un rocher, une pierre, etc.) ; fig. πρός τινι ou περί τινι m. sign.
2 broncher, échouer, ne pas réussir : ἔν τινι en qch ; abs. échouer ou être malheureux.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

English (Slater)

πταίω
   1 make to stumble ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει fr. 205. 2.

English (Strong)

a form of πίπτω; to trip, i.e. (figuratively) to err, sin, fail (of salvation): fall, offend, stumble.

English (Thayer)

future πταίσω; 1st aorist ἐπταισα; (akin to ΠΑΤΩ and πίπτω (cf. Vanicek, p. 466)); from (Pindar), Aeschylus, and Herodotus down;
1. transitive, τινα, to cause one to stumble or fall.
2. intransitive, to stumble: δίς πρός τόν αὐτόν λίθον, Polybius 31,19, 5. tropically (cf. English trip, stumble)
a. to err, to make a mistake (Plato, Theact c. 15, p. 160d.); to sin: absolutely ἴδιον ἀνθρώπου φιλεῖν καί τούς πταιοντας, Antoninus 7,22); πολλά, in many ways, ἐν ἑνί (namely, νόμῳ), to stumble in, i. e. sin against, one law, εἷς, 2a. at the end); ἐν λόγῳ (for the (more common) simple dative), to sin in word or speech, to fall into misery, become wretched (often so in Greek writings): of the loss of salvation, 2 Peter 1:10.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βλ. φταίω.