παρουσία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρουσία -ας, ἡ [1. πάρειμι] aanwezigheid:. ἀνδρῶν Φεραίων εὐμενὴς παρουσία mannen van Pherae, hier welwillend aanwezig Eur. Alc. 606. aankomst, bezoek:. τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ bij het vorige bezoek Thuc. 1.128.5. christ. komst des Heren.
|elnltext=παρουσία -ας, ἡ [1. πάρειμι] aanwezigheid:. ἀνδρῶν Φεραίων εὐμενὴς παρουσία mannen van Pherae, hier welwillend aanwezig Eur. Alc. 606. aankomst, bezoek:. τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ bij het vorige bezoek Thuc. 1.128.5. christ. komst des Heren.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρουσία]], ἡ, [[πάρειμι]]<br /><b class="num">1.</b> a [[being]] [[present]], [[presence]], Aesch., Eur., etc.; so, [[πόλις]] [[μείζων]] τῆς ἡμετέρας παρουσίας = [[ἡμῶν]] τῶν παρόντων, Thuc.:—of things, κακῶν π. Eur. : —παρουσίαν ἔχειν for [[παρεῖναι]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> [[arrival]], Soph., Eur.:— the Advent, NTest.
}}
}}

Revision as of 05:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρουσία Medium diacritics: παρουσία Low diacritics: παρουσία Capitals: ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Transliteration A: parousía Transliteration B: parousia Transliteration C: parousia Beta Code: parousi/a

English (LSJ)

ἡ, (πάρειμι)

   A presence, of persons, δεσπότου, etc., A.Pers. 169, etc. ; ἀνδρῶν π., = ἄνδρες οἱ παρόντες, E.Alc.606 ; πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας π., = ἡμῶν τῶν παρόντων, Th.6.86 ; παρουσίαν μὲν οἶσθα . . φίλων, ὡς οὔτις ἡμῖν ἐστιν, i.e. that we have no friends present to assist us, S.El.948 ; of things, κακῶν E.Hec.227, Ar.Th.1049 ; ἀγαθῶν Pl.Grg.497e : abs., παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, S.Aj.540 ; τὰ τῆς τύχης . . κοινὰς [ἔχει] τὰς παρουσίας D.Prooem.39 ; αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν [αἴτιον] τῇ π. τοῖς ἄλλοις τοῦ ἀγαθὰ εἶναι Arist.EE1217b5, cf. Pl.Phd. 100d, etc.    2 arrival, ἡμῶν κοινόπουν π. S.El.1104, cf. E.Alc.209, Th.1.128 ; εἰς Ἰταλίαν D.H.1.45 ; esp. visit of a royal or official personage, βασιλέως, etc., PTeb.48.14 (ii B. C.), IPE12.32A85 (Olbia, iii B.C.), etc.; of a god, IG42(1).122.34(Epid.).    3 occasion, v.l. in S. El.1251.    4 π. τισὶ ποιεῖσθαι entertain them on their official visits, OGI139.9 (Philae, ii B.C.).    5 in NT, the Advent, Ev.Matt.24.27, al.    6 Astrol., situation of a planet at a point on the zodiac, ἤτοι κατὰ παρουσίαν ἢ κατὰ συμμαρτυρίαν Vett.Val.49.26.    II substance, property, ὡς . . ἔχομεν παρουσίας Pl.Com.177, cf. Men.471 ; π. χρημάτων Crates Com.16.    2 contribution in money, Sch. Luc.Phal.1.3 (pl.).

German (Pape)

[Seite 528] ἡ, 1) Gegenwart; ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, Aesch. Pers. 165; Ch. 660; τί δῆτα μέλλει μὴ παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, Soph. Ai. 536; ὅταν παρουσία φράζῃ, τότ' ἔργων τῶνδε μεμνῆσθαι χρεών, El. 1242, der gegenwärtige Augenblick, die günstige Gelegenheit; τί δῆτα τέκνων τῶνδε δεῖ παρουσίας; Eur. Hec. 1005; ἐπὶ κακῶν παρουσίᾳ, Ar. Th. 1049; u. in Prosa, Plat. Phaed. 100 d, ἀγαθῶν Gorg. 497 e, κακοῦ 217 b, Anwesenheit, Vorhandensein; auch Ankunft, Thuc. 1, 138; εἰς Ἰταλίαν, D. Hal. 1, 45. – 2) das Vermögen, wie οὐσία, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

παρουσία: ἡ, (πάρειμι) ὡς καὶ νῦν, τὸ παρεῖναι, παρευρίσκεσθαι, ἐπὶ προσώπων, δεσπότου, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 169, κτλ.· ἀνδρῶν π. = ἄνδρες οἱ παρόντες Εὐρ. Ἄλκ. 606· οὕτω, πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας π. = ἡμῶν τῶν παρόντων, Θουκ. 6. 86· παρουσίαν μὲν οἶσθα καὶ σύ που φίλων, ὡς οὔτις ἡμῖν ἐστιν, δηλ. ὅτι δὲν ἔχομεν φίλους παρόντας ὅπως βοηθήσωσιν ἡμᾶς, Σοφ. Ἠλ. 948· - ἐπὶ πραγμάτων, κακῶν π. Εὐρ. Ἑκ. 227, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1049· τοῦ καλοῦ Πλάτ. Φαίδων 100D· ἀγαθῶν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 497Ε· - ἀπολ., παρουσίαν ἔχειν ἀντὶ παρεῖναι, Σοφ. Αἴ. 540· τὰ τῆς τύχης ... κοινὰς [ἔχει] τὰς παρουσίας Δημ. 1447, ἐν τέλ.· αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν αἴτιον τῇ π. τοῖς ἄλλοις, ἐπὶ τῆς ἰδέας τοῦ ἀγαθοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδήμ. 1. 8, 1. 2) ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν, ἄφιξιν, Σοφ. Ἠλ. 1104, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 207, Θουκ. 1. 128· εἰς τόπον Διον. Ἁλ. 1. 45. 3) ἡ ἐμφάνισις τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρώτη παρουσία Ἰγνάτ. 705Α, Ἰουστ. Ἀπολογ. 1, 52, κλ.· περὶ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κδ΄, 3, κτλ., Ἐπιστ. α΄ Παύλου πρὸς Θεσ. β΄19, Ἰουστίνου Ἀπολογ. 1, 52, Ἰγνάτ. πρὸς Φιλαδ. 9. ΙΙ. ἐνΣοφ. Ἠλ. 1251, φαίνεται ὅτι εἶναι = τὰ παρόντα, αἱ παροῦσαι περιστάσεις: - οὕτω καί, ὡς ... ἔχομεν παρουσίας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 6, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 6, Piers. εἰς Μοῖριν 297· π. χρημάτων Κράτης ἐν «Θηρίοις» 4· πρβλ. περιουσία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. présence : παρουσίαν ἔχειν SOPH être présent ; p. suite :
1 état présent d’une chose;
2 occasion qui se présente, particul. occasion favorable;
II. action de se présenter, arrivée.
Étymologie: παρών, part. de πάρειμι¹.

English (Strong)

from the present participle of πάρειμι; a being near, i.e. advent (often, return; specially, of Christ to punish Jerusalem, or finally the wicked); (by implication) physically, aspect: coming, presence.

English (Thayer)

παρουσίας, ἡ (παρών, παροῦσα, παρουσον, from πάρειμι which see) in Greek authors from the Tragg., Thucydides, Plato down; not found in the Sept.;
1. presence: ἀπουσίᾳ, Aristotle, phys. 2,3, p. 195a, 14; metaphys. 4,2, p. 1013b, 14; meteor. 4,5, p. 382a, 33etc.)).
2. the presence of one coming, hence, the coming, arrival, advent, (Polybius 3,41, 1. 8); Hermas, sim. 5,5, 3 [ET])): ἀποκαλυφθήσεται; ἡ ... πάλιν πρός τινα, of a return, the advent, i. e. the future, visible, return from heaven of Jesus, the Messiah, to raise the dead, hold the last judgment, and set up formally and gloriously the kingdom of God: ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου (27), 37,39; τοῦ κυρίου, Χριστοῦ, αὐτοῦ, τῆς τοῦ Θεοῦ ἡμέρας, ἡ δευτέρᾳ παρουσία, Ev. Nicod. c. 22at the end; Justin Martyr, Apology 1,52 (where see Otto's note); dialog contra Trypho, chapters 40,110, 121; and is opposed to ἡ πρώτη παρουσία which took place in the incarnation, birth, and earthly career of Christ, Justin Martyr, dialog contra Trypho, chapters 52,121, cf. 14,32, 49, etc.; (cf. Ignatius ad Philippians 9 [ET] (and Lightfoot)); see ἔλευσις.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. το να είναι κανείς παρών κάπου, το να παρευρίσκεται κάπου (α. θα μάς τιμήσετε με την παρουσία σας» β. «χαίρω ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾱ καὶ Φουρτουνάτου», ΚΔ
γ. «ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.)
2. η έλευση, ο ερχομός του Ιησού Χριστού στον κόσμο, η ενανθρώπιση του Χριστού
3. φρ. «Δευτέρα Παρουσία» — η δεύτερη, κατά την Αγία Γραφή, έλευση του Χριστού για να κρίνει τον κόσμο, για την οριστική κρίση ζώντων και νεκρών
μσν.-αρχ.
η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, η έλευση του στον κόσμο την ημέρα της Πεντηκοστής ή κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
αρχ.
1. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία
2. περιουσία, αφθονία υλικών αγαθών
3. χρηματική, συνεισφορά, φορολογία
4. αστρολ. η θέση ενός πλανήτη σε σημείο του ζωδιακού κύκλου
5. φρ. «παρουσίαν ποιῶ τινι» — φιλοξενώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρειμι (βλ. και λ. ουσία)].

Greek Monotonic

παρουσία: ἡ (πάρειμι),
1. παρουσία κάποιου, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας παρουσίας = ἡμῶν τῶν παρόντων, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, κακῶν παρουσία, σε Ευρ.· παρουσίαν ἔχειν αντί παρεῖναι, σε Σοφ.
2. άφιξη, στον ίδ., Ευρ.· η Γέννηση (του Χριστού), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παρουσία:
1) присутствие, наличие (ἀγαθῶν Plat.): ὄμμα δόμων δεσπότου παρουσία (sc. ἐστίν) погов. Aesch. присутствие хозяина есть глаз дома; ἡ ἡμετέρα π. Thuc. (все) мы;
2) прибытие, приход: παρουσίαν ἔχειν Soph. явиться, прийти; τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ Thuc. в первое же прибытие;
3) пришествие (τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου NT);
4) обстоятельства, подходящий или удобный момент: ὅταν π. φράζῃ Soph. когда наступит (досл. укажет) подходящий момент.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρουσία -ας, ἡ [1. πάρειμι] aanwezigheid:. ἀνδρῶν Φεραίων εὐμενὴς παρουσία mannen van Pherae, hier welwillend aanwezig Eur. Alc. 606. aankomst, bezoek:. τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ bij het vorige bezoek Thuc. 1.128.5. christ. komst des Heren.

Middle Liddell

παρουσία, ἡ, πάρειμι
1. a being present, presence, Aesch., Eur., etc.; so, πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας παρουσίας = ἡμῶν τῶν παρόντων, Thuc.:—of things, κακῶν π. Eur. : —παρουσίαν ἔχειν for παρεῖναι, Soph.
2. arrival, Soph., Eur.:— the Advent, NTest.