Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐρεύγομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ρεύομαι]] (Α [[ἐρεύγομαι]])<br />[[αποβάλλω]], [[βγάζω]] από το [[στόμα]] [[αέρια]] του στομαχιού ή και [[μέρος]] από τις άπεπτες τροφές, [[ρεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ξεσπώ]] σε αφρούς, σε κύματα [[πάνω]] στην [[ξηρά]], [[χτυπώ]] στα βράχια και [[αφρίζω]]<br /><b>2.</b> (για ηφαίστεια και ποτάμια) [[βγάζω]] με [[ορμή]] από το [[στόμιο]], [[εκτινάσσω]], [[ξερνώ]], [[ξεχύνω]]<br /><b>3.</b> (για ποτάμια) [[εκβάλλω]], χύνομαι<br /><b>4.</b> [[εκστομίζω]], [[μιλώ]] μεγαλόφωνα, [[αποκαλύπτω]] («καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι [[μητρί]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[πρωταρχικός]] [[θεματικός]] ενεστ. [[ερεύγομαι]] (με παράλληλο ενεστ. τ. [[ερυγγάνω]] που απαντά στον πεζό λόγο) ανάγεται σε ΙE <i>reug</i>- «[[ρεύομαι]]» και ανήκει σε μια εκφραστική [[ομάδα]] λέξεων που απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ē</i>-<i>r</i><i>ū</i><i>go</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ex</i> <span style="color: red;">+</span> επιτ. <i>r</i><i>ū</i><i>ct</i><i>ō</i>) με την [[ίδια]] σημ., λιθ. <i>riaugmi</i>, <i>riaugeti</i>, ρωσ. θαμιστ. <i>rygať</i>. Απαντά και με συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ρίζας <i>ρυγ</i>- (αόρ. <i>ήρυγον</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. άνω γερμ. <i>ita</i>-<i>ruchjan</i>, αγγλοσαξ. <i>rοcettan</i>, αρμ. <i>orcam</i>. Από τον αόρ. του ρ. [[ερεύγομαι]] προήλθε και το νεοελλ. [[ρεύομαι]]: <i>ερεύχθην</i>&GT; <i>ερεύχθην</i>&GT; [[ρεύομαι]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐρεύγομαι]] (Α)<br />(στον ενεργ. αόρ. β’ ἤρυγον, απρμφ. ἐρυγεῑν και μτχ. ἐρυγών)<br />([[κυρίως]] για ταύρο) [[μουγκρίζω]], [[βρυχώμαι]], [[ωρύομαι]] (α. «ὡς ὅτε ταῡρος ἤρυγεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἄυσεν ὅσον βαθὺς [[ἤρυγε]] [[λαιμός]]» — όσο μπορούσε να φωνάξει από το [[βάθος]] του λαιμού του, <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «κῡμα... ἐρευγόμενον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ερεύγομαι]] «[[ωρύομαι]], [[βρυχώμαι]]» απαντά σε ομηρικά χωρία σε [[σχέση]] [[πάντα]] με τη [[θάλασσα]], [[αλλά]] δεν [[είναι]] βέβαιο αν σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται γι’ αυτό ή για το [[ερεύγομαι]] (I). Οπωσδήποτε, ανάγεται σε ΙE <i>reuĝ</i>-, που εκφράζει έναν τραχύ, βραχνό ήχο και συνδέεται με λατ. <i>r</i><i>ū</i><i>gi</i><i>ō</i>, <i>rugĩre</i> «[[βρυχώμαι]], [[μουγκρίζω]]», [[καθώς]] και αρχ. σλαβ. <i>rykati</i>, αγγλοσαξ. <i>r</i><i>ӯ</i><i>n</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>roh</i><i>ō</i><i>n</i>, που ανάγονται σε ΙE <i>reuk</i>-, με διαφορετική ριζική [[παρέκταση]] (-<i>k</i> [[αντί]] -<i>g</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ρεύομαι]] (Α [[ἐρεύγομαι]])<br />[[αποβάλλω]], [[βγάζω]] από το [[στόμα]] [[αέρια]] του στομαχιού ή και [[μέρος]] από τις άπεπτες τροφές, [[ρεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ξεσπώ]] σε αφρούς, σε κύματα [[πάνω]] στην [[ξηρά]], [[χτυπώ]] στα βράχια και [[αφρίζω]]<br /><b>2.</b> (για ηφαίστεια και ποτάμια) [[βγάζω]] με [[ορμή]] από το [[στόμιο]], [[εκτινάσσω]], [[ξερνώ]], [[ξεχύνω]]<br /><b>3.</b> (για ποτάμια) [[εκβάλλω]], χύνομαι<br /><b>4.</b> [[εκστομίζω]], [[μιλώ]] μεγαλόφωνα, [[αποκαλύπτω]] («καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι [[μητρί]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[πρωταρχικός]] [[θεματικός]] ενεστ. [[ερεύγομαι]] (με παράλληλο ενεστ. τ. [[ερυγγάνω]] που απαντά στον πεζό λόγο) ανάγεται σε ΙE <i>reug</i>- «[[ρεύομαι]]» και ανήκει σε μια εκφραστική [[ομάδα]] λέξεων που απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες<br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ē</i>-<i>r</i><i>ū</i><i>go</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ex</i> <span style="color: red;">+</span> επιτ. <i>r</i><i>ū</i><i>ct</i><i>ō</i>) με την [[ίδια]] σημ., λιθ. <i>riaugmi</i>, <i>riaugeti</i>, ρωσ. θαμιστ. <i>rygať</i>. Απαντά και με συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ρίζας <i>ρυγ</i>- (αόρ. <i>ήρυγον</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> και αρχ. άνω γερμ. <i>ita</i>-<i>ruchjan</i>, αγγλοσαξ. <i>rοcettan</i>, αρμ. <i>orcam</i>. Από τον αόρ. του ρ. [[ερεύγομαι]] προήλθε και το νεοελλ. [[ρεύομαι]]: <i>ερεύχθην</i>> <i>ερεύχθην</i>> [[ρεύομαι]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐρεύγομαι]] (Α)<br />(στον ενεργ. αόρ. β’ ἤρυγον, απρμφ. ἐρυγεῑν και μτχ. ἐρυγών)<br />([[κυρίως]] για ταύρο) [[μουγκρίζω]], [[βρυχώμαι]], [[ωρύομαι]] (α. «ὡς ὅτε ταῡρος ἤρυγεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἄυσεν ὅσον βαθὺς [[ἤρυγε]] [[λαιμός]]» — όσο μπορούσε να φωνάξει από το [[βάθος]] του λαιμού του, <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «κῡμα... ἐρευγόμενον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ερεύγομαι]] «[[ωρύομαι]], [[βρυχώμαι]]» απαντά σε ομηρικά χωρία σε [[σχέση]] [[πάντα]] με τη [[θάλασσα]], [[αλλά]] δεν [[είναι]] βέβαιο αν σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται γι’ αυτό ή για το [[ερεύγομαι]] (I). Οπωσδήποτε, ανάγεται σε ΙE <i>reuĝ</i>-, που εκφράζει έναν τραχύ, βραχνό ήχο και συνδέεται με λατ. <i>r</i><i>ū</i><i>gi</i><i>ō</i>, <i>rugĩre</i> «[[βρυχώμαι]], [[μουγκρίζω]]», [[καθώς]] και αρχ. σλαβ. <i>rykati</i>, αγγλοσαξ. <i>r</i><i>ӯ</i><i>n</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>roh</i><i>ō</i><i>n</i>, που ανάγονται σε ΙE <i>reuk</i>-, με διαφορετική ριζική [[παρέκταση]] (-<i>k</i> [[αντί]] -<i>g</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:28, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεύγομαι Medium diacritics: ἐρεύγομαι Low diacritics: ερεύγομαι Capitals: ΕΡΕΥΓΟΜΑΙ
Transliteration A: ereúgomai Transliteration B: ereugomai Transliteration C: ereygomai Beta Code: e)reu/gomai

English (LSJ)

(A), also ἐρυγγάνω (q.v.), fut.

   A ἐρεύξομαι Hp.Mul.1.41 : aor.1 ἠρευξάμην Procop.Goth.2.4 : aor. 2 ἤρῠγον Arist.Pr.895b22, Nic. Al.111:—belch out, disgorge, c. acc., ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος Il.16.162 ; ἰόν Nic.Th. 232 : abs., belch, ἐρεύγετο οἰνοβαρείων Od.9.374, cf. Hp. Morb.2.69, Arist.Pr.895b12.    2 metaph., of volcanoes, ἐρεύγονται πυρὸς παγαί Pi.P.1.21, cf. Procop.Goth.4.35 ; of a river, discharge itself, ἐς τὴν θάλασσαν App.Mith.103, cf. Alc.Supp.11.3 : c. acc. cogn., ἐρεύγονται σκότον..νυκτὸς ποταμοί, of the rivers of hell, Pi.Fr. 130.8 ; κόλπος ἀφρὸν ἐρευγόμενος D.P.539, cf. LXXLe.11.10 ; ἵππος ἐρεύγεται ἄνδρα, as the description of a Centaur, APl.4.115.    3 blurt out (cf. ἐξερυγγάνω), belch forth, utter, ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα LXXPs.18(19).2 ; ἐρεύξομαι κεκρυμμένα Ev.Matt.13.35. (Cf. Lat. ērūgère, Lith. riáugèti 'belch'.)
ἐρεύγομαι (B), aor. 2 Act. ἤρῠγον,

   A bellow, roar, ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν Il.20.403 ; τόν γ' ἐρυγόντα λίπε..θυμός ib.406 ; ὅσον βαθὺς ἤρυγε λαιμός roared to the full depth of his throat or voice, Theoc.13.58 ; of the sea, ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω the headlands echo to the roar of the sea, Il.17.265 ; κῦμα..δεινὸν ἐρευγόμενον Od.5.403 ; ἐρεύγεται ἤπειρόνδε ib.438 (cf. βοάω 1.2):—so in later Gr., λέων ἐρεύξεται LXXHo.11.10,Am.3.8 ; σκύμνος ἐρευγόμενος ib.1 Ma.3.4 ; with v.l. ὠρύομαι, ib.Ez.22.25 ; cf. προσερεύγομαι. (Cf. Lat. rūgio 'roar'.)

German (Pape)

[Seite 1025] (vgl. ructare, ἐρυγγάνω, s. Lob. Phryn. 63), durch Aufstoßen, Rülpsen, Erbrechen von sich geben, ausbrechen, ἐρεύγετο οἰνοβαρείων, der Kyklop erbrach sich vom Wein berauscht, Od. 9, 374; φόνον αἵματος, Blut ausspeien, Il. 16, 162; Hippocr.; ἐρύγῃσι, conj. aor., Nic. Al. 111 (vgl. das Folgde). Vom Meere, ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω, die Ufer erdröhnen, da das Meer ausspei't, sich an ihnen bricht, Il. 17, 265; mit Brausen emporspritzen, κῦμα ποτὶ ξερὸν ήπείροιο δεινὸν ἐρε υγόμενον Od. 5, 403; κύματα ἐρεύγεται ἤπειρονδε 438; ähnl. Pind. τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1, 21, vom Ausbruch des Aetna, vgl. frg. 95. Von Flüssen, sich ergießen, D. Per. u. a. Sp., wie App. Mithrid. 103. – Komisch ἵππος ἐρεύγεται ἄνδρα, vom Kentauren, das Pferd geht vorn, oben, in einen Mann aus, Ep. ad. 276 (Plan. 115).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεύγομαι: μέλλ. ἐρεύξομαι, Ἱππ. 607. 42· ἀόρ. ἠρευξάμην, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 81· πρβλ. ἀν-, ἐξερεύγομαι: Ἀποθ. (Ἐκ τῆς √ΕΡΥΓ παράγονται προσέτι αἱ λέξεις ἐρυγεῖν, ἐρῠγή, ἐρυγγάνω, κλ.· πρβλ. τὰ Λατ. ruc-to, rumino· τὰ Ἀγγλο-Σαξον. roc-cetan καὶ τὰ Παλαιὰ-Ὑψηλ.-Γερμ. it-ruch-en (ruminare. Ἐξεμῶ, Λατ. eructare, μ. αἰτ., ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος Ἰλ. Π. 162· ἰὸν Νικ. Θ. 232· ἀπολ., «ῥεύγομαι», ἐκπέμπω διὰ τοῦ στόμος ἀέρα ἐκ τοῦ στομάχου, Λατ. ructare, ὁ δ’ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων, περὶ τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Ι. 371, πρβλ. Ἱππ. 485. 29, Ἀριστ. Προβλ. 10. 44. 2) μεταφ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης ὑψουμένης καὶ θραυομένης εἰς ἀφροὺς ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω, «ἐκβρασσομένης τῆς θαλάσσης εἰς τὸ ἔξω μέρος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 265· κῦμα ποτὶ ξερόν... δεινὸν ἐρευγόμενον Ὀδ. Ε. 403· ἐρεύγεται ἤπειρόνδε (πρβλ. προσερεύγομαι) Ε. 438· οὕτως ἐπὶ τῆς Αἴτνης, ἐρεύγονται παγαὶ πυρὸς Πινδ. Π. 1. 40· ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, χύνομαι, Ἀππ. Μιθρ. 103 καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐρεύγονται σκότον... νυκτὸς ποταμοί, ἐπὶ τῶν ποταμῶν τοῦ ᾅδου, Πινδ. Ἀποσπ. 95. 8· ἀφρὸν ἐρευγόμενος Διον. Π. 539, κτλ.· ἵππος ἐρεύγεται ἄνδρα, ἐν τῇ περιγραφῇ τοῦ Κενταύρου, Ἀνθ. Πλαν. 4. 115. ΙΙ. ἐν ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἤρῠγον, μετοχ. ἐρυγών, «μουγκρίζω» κυρίως ἐπὶ ταύρω. (πρβλ. ἐρύγμηλος), ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν Ἰλ. Υ. 403· ὡς ἄρα τόν γ’ ἐρυγόντα λίπ’ ὀστέα... θυμὸς ἀγήνωρ αὐτόθι 406· τρὶς μὲν Ὕλαν, ἄϋσεν ὅσον βαθὺς ἤρυγε λαιμός, ὅσον ἠδύνατο νὰ φωνάξῃ ἐκ τοῦ βάθους τοῦ λαιμοῦ αὑτοῦ, Θεοκρ. 13. 58. ― Αὕτη ἡ ἔννοια περιορίζεται εἰς τὸν ἀόρ. (ἐξαιρ. τῶν Ἑβδ., ἔνθα ὁ ἐνεστ. ἐρεύγομαι καὶ μέλλ. -ξομαι κεῖνται ἀντὶ τοῦ λαλῶ μεγαλοφώνως καὶ τοῦ βρυχῶμαι, πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 64, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 50), ἀλλὰ προέρχεται ἐξ αὐτῆς τῆς πρώτης σημασίας, καθ’ ὅσον ἀμφότεροι οἱ τύποι παρήχθησαν ἐκ τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ ἢ λάρυγγι ἤχου· καὶ ὁ ἀόρ. δὲ ἤρυγον κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐρεύγομαι παρ’ Ἀριστ. ἐν Προβλ. 10. 44, Νικ. Ἀλεξιφ. 111.

French (Bailly abrégé)

f. ἐρεύξομαι, ao. ἠρευξάμην, ao.2 ἤρυγον;
faire un bruit ronflant :
I. (seul. ao.2 ἤρυγον) mugir;
II. rejeter avec bruit :
1 roter;
2 vomir avec bruit, vomir.
Étymologie: R. Ῥυγ, avec ε prosth. faire un bruit ronflant.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἤρυγε: belch, belch forth, intr., Od. 9.374; trans., Il. 16.162; of the sea, partly with reference to sound, bellow, Il. 17.265, Il. 5.403, 438; and aor. 2 of animals, Il. 20.403, 404, 406.

English (Slater)

ἐρεύγομαι
   1 belch out (Αἴτνα) τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.21) ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 1 ad Θρ. 7

English (Strong)

of uncertain affinity; to belch, i.e. (figuratively) to speak out: utter.

English (Thayer)

future ἐρεύξομαι;
1. to spit or spue out (Homer).
2. to be emptied, discharge itself, used of streams (Appendix Mithr c. 103); with the accusative to empty, discharge, cast forth, of rivers and waters: Sept.
3. by a usage foreign to classic Greek (Winer s Grammar, 23 (22 f)), to pour forth words, to speak out, utter: Alex.)). The word is more fully treated of by Lobeck ad Phryn., p. 63; (cf. Rutherford, New Phryn., p. 138).

Greek Monolingual

(I)
και ρεύομαιἐρεύγομαι)
αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια του στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι
αρχ.
1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω
2. (για ηφαίστεια και ποτάμια) βγάζω με ορμή από το στόμιο, εκτινάσσω, ξερνώ, ξεχύνω
3. (για ποτάμια) εκβάλλω, χύνομαι
4. εκστομίζω, μιλώ μεγαλόφωνα, αποκαλύπτω («καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι μητρί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο πρωταρχικός θεματικός ενεστ. ερεύγομαι (με παράλληλο ενεστ. τ. ερυγγάνω που απαντά στον πεζό λόγο) ανάγεται σε ΙE reug- «ρεύομαι» και ανήκει σε μια εκφραστική ομάδα λέξεων που απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες
πρβλ. λατ. ē-rūgo (< ex + επιτ. rūctō) με την ίδια σημ., λιθ. riaugmi, riaugeti, ρωσ. θαμιστ. rygať. Απαντά και με συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας ρυγ- (αόρ. ήρυγον)
πρβλ. και αρχ. άνω γερμ. ita-ruchjan, αγγλοσαξ. rοcettan, αρμ. orcam. Από τον αόρ. του ρ. ερεύγομαι προήλθε και το νεοελλ. ρεύομαι: ερεύχθην> ερεύχθην> ρεύομαι].
(II)
ἐρεύγομαι (Α)
(στον ενεργ. αόρ. β’ ἤρυγον, απρμφ. ἐρυγεῑν και μτχ. ἐρυγών)
(κυρίως για ταύρο) μουγκρίζω, βρυχώμαι, ωρύομαι (α. «ὡς ὅτε ταῡρος ἤρυγεν», Ομ. Ιλ.
β. «ἄυσεν ὅσον βαθὺς ἤρυγε λαιμός» — όσο μπορούσε να φωνάξει από το βάθος του λαιμού του, Ομ. Οδ.
γ. «κῡμα... ἐρευγόμενον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ερεύγομαι «ωρύομαι, βρυχώμαι» απαντά σε ομηρικά χωρία σε σχέση πάντα με τη θάλασσα, αλλά δεν είναι βέβαιο αν σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται γι’ αυτό ή για το ερεύγομαι (I). Οπωσδήποτε, ανάγεται σε ΙE reuĝ-, που εκφράζει έναν τραχύ, βραχνό ήχο και συνδέεται με λατ. rūgiō, rugĩre «βρυχώμαι, μουγκρίζω», καθώς και αρχ. σλαβ. rykati, αγγλοσαξ. rӯn, αρχ. άνω γερμ. rohōn, που ανάγονται σε ΙE reuk-, με διαφορετική ριζική παρέκταση (-k αντί -g)].

Greek Monotonic

ἐρεύγομαι:I. 1. ξερνώ, εξεμώ, Λατ. eructare, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., ρεύομαι, ξερνώ, Λατ. ructare, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., λέγεται για τη θάλασσα, κλυδωνίζομαι, είμαι ταραγμένος, «ξερνώ» αφρούς, χτυπώ με μανία στην ξηρά, σε Όμηρ.
II. στον Ενεργ. αόρ. βʹ ἤρῠγον, απαρ. ἐρῠγεῖν, μτχ. ἐρυγών, βρυχώμαι, μουγκρίζω, κυρίως λέγεται για τα βόδια (πρβλ. ἐρύγμηλος), ἤρυξεν ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρεύγομαι:
1) изрыгать, издергать (φόνον αἵματος Hom.): ἐρεύγετο οἰνοβαρείων Hom. (Киклопа) вырвало, так как он перегрузился вином; ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω Hom. берега оглашаются шумом (от) извергающегося наружу моря, т. е. от набегающих волн;
2) извергаться (τᾶς Αἴτνας ἐρεύγονται πυρὸς παγαί Pind.);
3) (только в aor. 2 ἤρῠγον) взреветь (ἤρυγεν ὡς ὅτε ταῦρος Hom.; βαθὺς ἤρυγε λαιμός Theocr.).

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: v.
Meaning: belch out, disgorge, discharge, vomit, also metaph., e. g. of the sea (Il.), (cf. 2. ἐρεύγομαι).
Other forms: ἐρυγγάνω (Hp., Att.), aor. ἤρυγον (Ar., Arist.), ἠρευξάμην (Procop.), fut. ἐρεύξομαι (Ev. Matt. 13, 35),
Compounds: also with prefix ἀν-, ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, προσ- a. o.,
Derivatives: ἔρευξις, ἐρευγμός, also ἔρυξις, ἐρυγμός, ἔρυγμα with ἐρυγματώδης (also ἐρευγματώδης), ἐρυγή belching out etc. (Hp.).
Origin: IE [Indo-European] [871] *h₁reug- belch
Etymology: ἐρεύγομαι (with the nasal present ἐρυγγάνω, like πυνθάνομαι beside πεύθομαι etc.) belongs to an expressive group of words found in several languages, e. g. Lat. ē-rūgō (= ἐρεύγομαι), Lith. riáugmi, riáugėti (athem.), Russ. iter. rygátь have pushes, ruminate; with zero grade as in ἤρυγον OHG ita-ruchjan ruminate, OE rocettan (< PGm. *rukatjan) belch, Arm. orcam (< o-ruc-am, iterative formation with prothetic o- as Gr. ἐ-); also NPers. ā-rōγ belch. - Pok. 871, W.-Hofmann s. ērūgō, Ernout-Meillet s. *rūgō.
2.
Grammatical information: v.
Meaning: in Hom. only of the sea ἐρευγομένης ἁλὸς (Ρ 265), κῦμα ... δεινὸν ἐρευγόμενον (ε 403), (κύματα) ἐρεύγεται ἤπειρόνδε (ε 438); the last two places to be translates with roar (cf. Ξ 394 κῦμα ... βοάᾳ ποτὶ χέρσον), but here as in Ρ 265 a stranslation belch out (= 1.) is also possible. roaring seems certain in the aorist ἤρυγεν Υ 403f. ἤρυγεν ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν, 406 τόν γ' ἐρυγόντα λίπε ... θυμός, thus also Theoc. 13, 58. Also the present and future in the LXX are used in the meaning roar (σκύμνος ἐρευγόμενος, λέων ἐρεύξεται).
Derivatives: ἐρύγμηλος Σ 580 (from ἐρυγμή [H.] or *ἐρυγμεῖν; cf. Risch 41; Frisk Eranos 41, 52) is also used as adjunct of ταῦρος; diff. EM 379, 27 ἐρυγμήλη (H. ἐρυγηλή) ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς. H. mentions also ἐρυγμαίνουσα ἡ βοῦς (= ruminator?, cf. to 1.). καὶ ὁ ταῦρος ἐρυγμαίνων, ἀπὸ τῆς ἐρυγμῆς, and ἐρυγήτωρ βοητής.
Origin: IE [Indo-European] [871] *h₁reug- belch?
Etymology: Clearly both groups are not always kept separate. Cf. e.g. ἡμέρα τῃ̃ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα (LXX Ps. 18 [19], 2), ἐρεύξομαι κεκρυμμένα (Ev. Matt. 13, 35), where belch out are used as vulgar-expressive expressions for to cry etc. Clearly refer to roar etc. the ablauting ὀρυμαγδός (s. v.) and ὠρυγή, ὠρυγμός, s. ὠρύομαι. Other languages have comparable words with this meaning, so Lat. rūgiō, rūgīre roar; in auslaut (IE k) different OCS rykati roar, OE ryn id. (PGm. *rūhjan), OHG rohōn (PGm. *ruhōn; would be Lat. *rucāre; cf. runcāre snore s. ῥέγκω) s. Pok. 867f., W.-Hofmann s. rūgiō. - At last both 1. and 2. ἐρεύγομαι etc.refer to soundgiving.

Middle Liddell


I. to spit or spew out, to disgorge, Lat. eructare, c. acc. Il.:—absol. to belch, Lat. ructare, Od.
2. metaph. of the sea, to surge, break in foam against the land, Hom.
II. in aor2 act., to bellow, roar, properly of oxen (cf. ἐρύγμηλοσ), ἤρυγεν ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν Il.