γλίσχρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[sticky]], [[penurious]] (Ion.-Att.).<br />Derivatives: <b class="b3">γλίσχρων</b> [[niggard]] (Ar.), <b class="b3">γλισχρότης</b> (Arist.), <b class="b3">γλισχρία</b> (Sch.). Denom. <b class="b3">γλισχραίνομαι</b> <b class="b2">be sticky</b> (Hp.), <b class="b3">γλίσχρασμα</b> [[glue]] (Hp.); <b class="b3">γλισχρεύομαι</b> `(M. Ant.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: To <b class="b3">γλίχομαι</b>, [[γλοιός]] (q. v.). Formation unclear, cf. Chantr. Form. 225. Fur. 297 thinks the -s- of <b class="b3">γλίσχρος</b> points to a Pre-Greek word. See the conclusion under <b class="b3">γλοιός</b>.
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[sticky]], [[penurious]] (Ion.-Att.).<br />Derivatives: <b class="b3">γλίσχρων</b> [[niggard]] (Ar.), <b class="b3">γλισχρότης</b> (Arist.), <b class="b3">γλισχρία</b> (Sch.). Denom. <b class="b3">γλισχραίνομαι</b> [[be sticky]] (Hp.), <b class="b3">γλίσχρασμα</b> [[glue]] (Hp.); <b class="b3">γλισχρεύομαι</b> `(M. Ant.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: To <b class="b3">γλίχομαι</b>, [[γλοιός]] (q. v.). Formation unclear, cf. Chantr. Form. 225. Fur. 297 thinks the -s- of <b class="b3">γλίσχρος</b> points to a Pre-Greek word. See the conclusion under <b class="b3">γλοιός</b>.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:20, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλίσχρος Medium diacritics: γλίσχρος Low diacritics: γλίσχρος Capitals: ΓΛΙΣΧΡΟΣ
Transliteration A: glíschros Transliteration B: glischros Transliteration C: glischros Beta Code: gli/sxros

English (LSJ)

α, ον,

   A sticky, Hp.VC14; γῆ Thphr.6.5.4; joined with λιπαρός, Pl.Ti.82d, 84a; γ. τὸ σίαλον Pherecr.69.3; of oil, Arist.Mete. 383b34; opp. ψαθυρός (q. v.), ib.385a17; tough, ξύλον Thphr.3.17.5.    II metaph.,    1 sticking close, importunate, γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ar.Ach.452: metaph., clinging, γ. ἡ ὁλκὴ τῆς ὁμοιότητος Pl.Cra.435c. Adv. -ρως, ἐπιθυμεῖν Id.Cri.53e; εἰκάζειν make a close comparison, Id.R.488a, cf Cra.414c: Sup. -ότατα, σαρκάζοντες Ar. Pax482.    2 penurious, niggardly, Arist.EN1121b22; γλίσχρον βλέπειν Euphro10.16. Adv. -ρως καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος Pl.R.553c, cf. X.Cyr.8.3.37; φαύλως καὶ γ. παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2; γ. ζῆν, opp. τρυφᾶν, Arist.Pol.1266b26; γ. λαμβάνειν, opp. ἀφθόνως διδόναι, ib.1314b3: hence, with difficulty, hardly, γ. καὶ μόλις λαμβάνειν D.37.38, cf. App.Mith.72; ἢ τὸ παράπαν οὐδέν... ἢ γ. Arist.Pol.1275a38; also τρόπον τινὰ γλίσχρον but scantily, Id.PA660b14.    3 of things, mean, shabby, of buildings, D.23.208; γ. δεῖπνον Plu.Lyc.17; of land, poor, Id.Flam.4; γ. τέχναι Luc.Fug.13; Χρύσιππος πολλαχοῦ γ. ἐστίν Plu.2.31e.    4 Adv. -ρως, of painting, carefully, with elaborate detail, Philostr.Im.2.12 and 28. (Cf. γλοιός.)

Greek (Liddell-Scott)

γλίσχρος: -α, -ον, κολλώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ λιπαρός, Πλάτ. Τιμ. 82D, 84A· γλ. τὸ σίαλον Φερεκρ. Κορ. 3· ἐπὶ ἐλαίου, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 4· -περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 74. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπιμόνως προσκολλώμενος εἴς τινα καὶ παρακαλῶν, γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452· γλίσχρον βλέπει Εὔφρων Συνεφ. 1. 16·- οὕτω, γλ. πυρετοί, ἐπίμονοι, παραμένοντες, Ἱππ. 1135Η.- Ἐπίρρ., γλίσχρως ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Κρίτ. 53Ε. 2) φειδωλός, μικρολόγος, «σφικτός», Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39·- ἐν τῷ ἐπιρρ., γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν φειδόμενος Πλάτ. Πολ. 553C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37· γλ. ζῆν Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7· γλ. λαμβάνειν, ἀντίθ. τῷ ἀφθόνως διδόναι, αὐτόθι 5. 11, 19· ἐντεῦθεν, μετὰ δυσκολίας, χαλεπῶς, μόλις, γλ. καὶ μόλις Δημ. 977. 25· ἢ τὸ παράπαν οὐδέν… , ἢ γλίσχρως Ἀριστ. Πολ. 3.1,8· οὕτω, τρόπον τινὰ γλίσχρον, μόλις ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 7. 3) ἐπὶ πραγμάτων, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, μικρός, οἰκοδόμημα γλ. Δημ. 689. 25· γλ. δεῖπνον Πλούτ. Λυκούργ. 17· γλ. τέχναι Λουκ. Δραπ. 13· - ἰδίως ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, Λατ. putidus, καὶ τὰ ὅμοια, Πλάτ. Κρατ. 434C, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 31Ε· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., γλ. εἰκάζειν, κάμνω πολὺ ὀγίγον ἐπιτυχῆ παραβολήν, Πλάτ. Πολ. 488Α· μάλα γε γλ., πολὺ ἀναξίως, ἀθλίως, ὁ αὐτ. Κρατ. 414C. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ λίς, λῑτός, κτλ., ἴδε ἐν λ. λισσός).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. gluant, visqueux;
II. qui s’attache ou adhère fortement, tenace, importun :
1 qui s’attache à des minuties, ergoteur, chicaneur, subtil;
2 qui s’attache à son bien ; petit, mesquin, sordide.
Étymologie: pour *γλιτχρος, du rad. *γλιτ- = λιτ- ; cf. λίς, λισσός.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): jón. fem. -η Hp.VC 14
I de cosas
1 viscoso, pegajoso, adherente (μᾶζαν) γλίσχρην ποιεῖν ὡς μάλιστα Hp.l.c., cf. Epid.3.1, 13, de la saliva, Pherecr.75.3, unido a λιπαρός y ref. al líquido sinovial, Pl.Ti.82d, del aceite, Arist.Mete.383b34, de un tipo de terreno, Thphr.HP 6.5.4
de la madera de higuera que se deshace, de mala calidad Thphr.HP 3.17.5, cf. CP 1.6.4, Gal.17(2).46.
2 fluido, resbaladizo, escurridizo κοῦφόν τι καὶ λεπτὸν καὶ γ., οἷον κέγχρον ἢ νᾶπυ Hero Aut.9.4.
II fig.
1 tenaz γενοῦ γ., προσαιτῶν, λιπαρῶν sé tenaz, inoportuno, insistente Ar.Ach.452
laborioso, que exige esfuerzo ἀλλὰ μὴ ... γλίσχρα ᾖ ἡ ὁλκὴ ... τῆς ὁμοιότητος pero temo que sea forzado el arrastrar la semejanza Pl.Cra.435c.
2 mezquino, avaro Arist.EN 1121b22, I.AI 14.31, γλίσχρον βλέπειν tener mirada de tacaño Euphro 9.16, cf. Luc.Rh.Pr.24.
3 de cosas pobre, pequeño, insignificante, humilde ref. a edificaciones, D.23.208, γ. ... δεῖπνον comida escasa Plu.Lyc.17, de unos terrenos, Plu.Flam.4, μικρὰ καὶ γλίσχρα προβλήματα Plu.2.43a, γλίσχραι τέχναι oficios humildes Luc.Fug.13, cf. Lyd.Mag.2.15.
III adv. -ως
1 tenaz, insistentemente ἐπιθυμεῖν Pl.Cri.53e
de un modo laborioso, forzadamente μάλα γε γ. Pl.Cra.414c.
2 sent. peyor. con mezquindad, avaramente φείδεσθαι Pl.R.553c, λαμβάνειν γ. op. διδόναι ἀφθόνως Arist.Pol.1314b3, φαύλως καὶ γ. Hell.Oxy.19.2, τὰ ἐπιτήδεια γ. τῇ στρατιᾷ ἐπορίζοντο Arr.Fr.Hist.inc.6, γ. καὶ ἀπᾳδόντως Plot.3.5.5.
3 pobremente, de un modo penoso, con dificultad ἐργάζεσθαι X.Cyr.8.3.37, ζῆν Arist.Pol.1266b26, (τῶν πραγμάτων) ἢ τὸ παράπαν οὐδὲν ἔστιν ... τὸ κοινόν, ἢ γ. (de estas realidades) o absolutamente nada es lo común, o muy poco Arist.Pol.1275a38, γ. καὶ μόλις D.37.38.

• Etimología: De γλίχομαι y rel. γλοιός q.u.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM γλίσχρος, -α, -ον)
ανεπαρκής, λιγοστόςγλίσχρος μισθός»)
αρχ.
Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης
2. σκληρός (για ξύλο)
3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός
4. φιλάργυρος
5. πενιχρός, φτωχικός
6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου
7. (για γη) άγονος, άκαρπος
8. αυτός που μόλις παρέχει τα μέσα διατροφής («γλίσχραι τέχναι»)
9. όποιος ασχολείται με πράγματα χωρίς αξία
10. πολύ βρόμικος
11. είδος λαχανικού
II. 1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με τρόπο αναξιοπρεπή, σαν λιμασμένος
III. επίρρ. γλίσχρως, ανεπαρκώς
αρχ.
1. με προσκόλληση, σταθερά
2. φτωχικά, κακομοίρικα
3. με τσιγγουνιά
4. με δυσκολία, μόλις και μετά βίας
5. σχολαστικά, με κάθε λεπτομέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. γλίσχ-ρος < γλίσχω (με παρέκταση σε -ρo-) < γλίχ-σκω < (ρίζα) γλι-χ- (πρβλ. γλίχομαι)].

Greek Monotonic

γλίσχρος: -α, -ον (γλίχομαι),
I. κολλώδης, γλοιώδης, σε Πλάτ.·
II. μεταφ.,
1. αυτός που προσκολλάται στενά και επίμονα σε κάποιον, ο ενοχλητικός, σε Αριστοφ.· γλίσχρως ἐπιθυμεῖν, σε Πλάτ.
2. φειδωλός, «σφιχτός», ολιγόλογος, σε Αριστ.· επίρρ., γλίσχρως, σε Πλάτ., Ξεν.· απ' όπου, με δυσκολία, δυσχερώς· γλίσχρως καὶ μόλις, σε Δημ.
3. λέγεται για πράγματα, μηδαμινός, ανάξιος λόγου, ευτελής, μικρός, στον ίδ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γλίσχρος:
1) тягучий, густой (ἔλαιον Arst.); вязкий, клейкий (γλοιός Arst.);
2) мелочной, пустяковый (μικρὰ καὶ γλισχρα προβλήματα Plut.);
3) скупой, скаредный (sc. ἄνθρωποι Arst.; περὶ τὰς δωρέας Plut.);
4) назойливо просящий, попрошайничающий, клянчащий (γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Arph.; σκύλακες Plut.);
5) скудный, бедный, нищенский, жалкий, (οἰκοδόμημα Dem.; δεῖπνον Plut.; τέχναι Luc.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: sticky, penurious (Ion.-Att.).
Derivatives: γλίσχρων niggard (Ar.), γλισχρότης (Arist.), γλισχρία (Sch.). Denom. γλισχραίνομαι be sticky (Hp.), γλίσχρασμα glue (Hp.); γλισχρεύομαι `(M. Ant.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To γλίχομαι, γλοιός (q. v.). Formation unclear, cf. Chantr. Form. 225. Fur. 297 thinks the -s- of γλίσχρος points to a Pre-Greek word. See the conclusion under γλοιός.

Middle Liddell

γλίχομαι
glutinous, sticky, clammy, Plat.:—metaph.,
1. sticking close, importunate, Ar.; γλίσχρως ἐπιθυμεῖν Plat.
2. greedy, grasping, niggardly, Arist.:—adv., Plat., Xen.; hence, with difficulty, hardly, γλίσχρως καὶ μόλις Dem.
3. of things, mean, shabby, meagre, Dem., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλίσχρος -α -ον [~ γλοιός
1. kleverig, plakkerig; overdr. hardnekkig:; γενοῦ γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τ ’ blijf hardnekkig bidden en smeken Aristoph. Ach. 451; adv. : γλίσχρως ἐπιθυμεῖν ζῆν je vastklampen aan je verlangen om te leven Plat. Crit. 53e.
2. zuinig, gierig, van pers., adv.:; γλίσχρως... φειδόμενος zuinig sparend Plat. Resp. 553c; armzalig, miezerig, van zaken:; γ. τέχναι ambachten die weinig opleveren Luc. 56.13; adv.:; ζῆν γλίσχρως armetierig leven Aristot. Pol. 1266b26; nauwelijks :. ἢ τὸ παράπαν οὐδὲν ἢ γλίσχρως in het geheel niet of tenauwernood Aristot. Pol. 1275a38.

Frisk Etymology German

γλίσχρος: {glískhros}
Meaning: klebrig, gierig, karg (ion. att.).
Derivative: Davon γλίσχρων Geizhals (Ar.), γλισχρότης Klebrigkeit, Knauserei (Arist., Thphr. usw.), γλισχρία ib. (Sch.). Denominative Verba: 1. γλισχραίνομαι klebrig sein (Hp., Gal.) mit γλίσχρασμα Pflanzenleim (Hp. u. a.); 2. γλισχρεύομαι knauserig sein (M. Ant.).
Etymology : Zu γλίχομαι, γλοιός (s. d.). Die Bildung bleibt im Einzelnen dunkel, was offenbar mit dem Gefühlston des Wortes zusammenhängt, vgl. Chantraine Formation 225. Eine rein grammatische Analyse (zu *γλίσχω aus *γλίχσκω oder mit Metathese aus *γλιχ(ε)σρο- ?, Walde-Pokorny 1, 619 bzw. Schwyzer 328) ist unter solchen Umständen etwas zweifelhaft.
Page 1,312