ἄπορος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aporos
|Transliteration C=aporos
|Beta Code=a)/poros
|Beta Code=a)/poros
|Definition=ον, first in Hdt. and Pi. (v.infr.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[without passage]], [[having no way in]], [[having no way out]], or [[having no way through]]: hence, </span>
|Definition=ον, first in Hdt. and Pi. (v.infr.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:25, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπορος Medium diacritics: ἄπορος Low diacritics: άπορος Capitals: ΑΠΟΡΟΣ
Transliteration A: áporos Transliteration B: aporos Transliteration C: aporos Beta Code: a)/poros

English (LSJ)

ον, first in Hdt. and Pi. (v.infr.),

   A

German (Pape)

[Seite 322] 1) unwegsam, nicht zu passiren, πέλαγος Plat. Tim. 25 d; ὁδός Xen. An. 2, 4, 4. 5, 18; ἀτραπὸς στενὴ καὶ ἄπ. Plut. Flam. 3; διάβασις Hdn. 8, 4, 4. – 2) ohne Mittel u. Wege; übertr., a) akt., B. A. ὁ μὴ δυνάμενος μηχανήν τινα εὑρεῖν, der sich nicht zu helfen weiß, in Verlegenheit ist; rathlos, Soph. Ant. 357, dem παντοπόρος entgegengesetzt; πανταχόθεν Thuc. 3, 53; τῇ γνώμῃ 2, 59 u. Folgde; neben ἄγροικος u. σκαιός Ar. Nub. 619; – c. inf., ἄπορός εἰμι τὰ ἐπιτήδεια ἔχειν Xen. An. 5, 5, 20, ich kann nicht. Bes. ohne Mittel, arm, καὶ ἀπαράσκευος Thuc. 1, 99; Plat. Phaedr. 233 d, u. öfter bei Dem.; δίαιτα ταπεινὴ καὶ ἄπ. Plat. Legg. VI, 762 e. – b) pass., wogegen man nichts anzufangen weiß, rathlos ist, καὶ ἀμήχανον Her. 5, 3; schwierig, unmöglich, νεῖκος Pind. Ol. 11, 42; Ggstz δυνατός Thuc. 4, 65; vgl. 2, 77; χαλεπὸν καὶ σχεδὸν ἄπορον Plat. Soph. 237 c; ἄπορα πράγματα Ar. Vesp. 1474; σωτηρία Plat. Rep. V, 453 d; ζήτησις Polit. 284 b; auch Tragg.; ἐξ ἀπόρων, unverhofft, Plat. Legg. III, 699 b; oft ἄπορον, ἄπορα, = ἀπορία, z. B. Her. 8, 53; Thuc. 3, 82; εἰς ἄπορον ἥκειν Eur. Hel. 813; κατά τι ἄπορον ἀναγκάζεται Thuc. 1, 136; bes. ἐν ἀπόροις εἶναι, Thuc. u. Folgde; ἐν ἀπόρῳ εἶχον τὸ θέσθαι Thuc. 1, 25, wie εἰκάσαι τὸ γιγνόμενον 3, 22, nicht können; ähnl. ἱππεῖς προσφέρεσθαι ἄποροι, es ist ihnen schwer beizukommen, Her 9. 49, wie Σκύθαι ἄποροι προσμίσγειν 4, 46; vgl. Thuc. 4, 32; Plat. Lys. 223 b; dah. unwiderstehlich, φόβος Legg. III, 698 b; vgl. Apol. 18 d, wie Βορῆς ἄνεμος Her. 6, 44. Auch im Ggstz von εὐπόριστος, schwer anzuschaffen, theuer, Plat. Rep. II, 378 a. – Adv. ἀπόρως ἔχειν, Ggstz σωτηρία, Xen. Hell. 7, 4, 8; διαθεῖναι Lys. 13, 11; ἀπορωτέρως ζῆν 4, 109; καὶ δυσχρήστως ἔχειν Pol. 4, 18, 6; ὑποδημάτων Luc. Cyn. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qu’on ne peut traverser, infranchissable;
II. fig. 1 impraticable, impossible, difficile ; τὸ ἄπορον ou τὰ ἄπορα difficulté, impossibilité ; ἐν ἀπόροις εἶναι XÉN être dans l’embarras ; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο ou ἦσαν THC ils étaient dans l’embarras ; ἄπορόν ἐστι avec l’inf. THC il est difficile ou impossible de ; ἐκ τῶν ἀπόρων HDT au milieu des difficultés ; ἄποροι προσμίσγειν HDT ou προσφέρεσθαι HDT (ennemis, cavaliers) avec lesquels il est impossible d’en venir aux mains, qu’il est impossible d’atteindre;
2 insurmontable, contre lequel on ne peut lutter : ἄνεμος ἄπορος HDT vent auquel on ne peut résister ; ἀλγηδών SOPH, πάθος SOPH douleur qu’on ne peut surmonter;
3 qui est dans l’embarras, qui ne sait comment se tirer d’affaire, sans moyens d’action, sans ressources ; ἄπορος τὰ ἐπιτήδεια ἔχειν XÉN embarras pour se procurer le nécessaire ; particul. embarrassé ou gêné pour vivre, pauvre;
Cp. ἀπορώτερος, Sp. ἀπορώτατος.
Étymologie: ἀ, πόρος.

English (Slater)

ᾰπορος
   1 impossible, useless c. inf. ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν (O. 1.52) νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον (O. 10.40) ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν (N. 4.71)

Spanish (DGE)

-ον
I en gener.
1 de fenómenos naturales impracticable, inviable θάλασσα Hp.Morb.Sacr.1.29, πέλαγος Pl.Ti.25d, πηλός Pl.Criti.108e, ὁδός X.An.2.4.4, ὄρη X.An.2.5.18
contra lo que nada se puede hacer del Bóreas, Hdt.4.46, νύξ Longin.9.10
fig. inaccesible, inexplorado dicho de lo inesperado y no experimentado, Heraclit.B 18.
2 de abstr. insuperable τὸ κακόν Hdt.3.52, τοῦτο Hdt.5.3, φόβος Pl.Lg.698b
irremediable, incurable ἀλγηδών S.OC 513, cf. Ph.854, νόσημα Hp.VM 8, τύχαι Plu.Sol.28
gener. difícil, dificultoso ἀμφότερα Gorg.B 11a.10, χρῆμα E.Or.70, ὁ ἀγών Lys.7.2, σωτηρία Pl.Lg.699b, ζήτησις Pl.Plt.284b, ἐρωτήματα Plu.Alex.64
subst. ἐν ἀπόρῳ ἐστί es imposible Democr.B 8, ἄπορα πόριμος que hace esperar lo no esperable A.Pr.904, ἐν ἀπόροις εἶναι estar en grandes apuros X.An.7.6.11, ἐς ἄπορον ἥκειν E.Hel.813, εἰς ἄπορον πεσεῖν Ar.Nu.703, εὔποροι ἐν τοῖς ἀπόροις de los enamorados, Alex.234.6, ἐν ἀπόροις ζητήσω πόρον SB 7530.16 (I a.C.)
τὸ ἄ. callejón sin salida Iren.Lugd.Haer.2.33.2
c. inf. ἄπορον ἀποθέσθαι Pi.O.10.40, πάντων ἀπορώτατον (φίλον εὑρεῖν) Democr.B 106, ἑλεῖν τὴν πόλιν Th.2.77, ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν Th.1.25, cf. 3.22, καλὸν κἀγαθὸν εἶναι Aeschin.Socr.53, ἐξευρεῖν Archyt.B 3.
3 de pers. difícil de manejar, intratable ξένος E.Ba.800, οὗτοι Pl.Ap.18d, ἄμαχοί τε καὶ ἄποροι Hdt.4.46, c. inf. προσφέρεσθαι ἄποροι es imposible acercárseles Hdt.9.49
subst. οἱ ἀπορώτατοι los más difíciles de combatir Th.4.32.
II ref. a los medios económicos
1 carente de medios o recursos ὧδ' ἔρημος ἄπορος S.OC 1735, ἐποίησε τὸν ἀνθρώπειον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου Gorg.B 11a.30, cf. Men.Cith.Fr.1.10, Plu.2.356a, ἄποροι καθεστηκότες encontrándose desamparados Th.2.59, ἄ. ἐπ' οὐδέν S.Ant.360, ἄ. ἐπὶ φρόνιμα S.OT 690, δίαιτα ... ταπεινὴ καὶ ἄ. Pl.Lg.762e.
2 pobre, indigente op. εὔπορος Is.7.9, πένης καὶ ἄ. Plu.2.1058b, subst. οἱ ἄποροι Isoc.8.131, cf. PMil.Vogl.25.3.4 (II d.C.)
insolvente para encargarse de un servicio público o pagar impuestos ἄ. λῃτουργεῖν Lys.31.12, cf. PCornell 24.5 (I d.C.), SB 7462.10 (I d.C.), POxy.2131.13 (II d.C.), PLeit.5.10 (II d.C.), PSI 1103.7 (III d.C.)
improductivo, que no rinde de adelantos o deudas, D.50.9, de tierras ἀπὸ ἀπόρων ὀνομάτων de las partidas de tierras improductivas, PGen.67.7 (IV d.C.), γεωργοῖς ἀπόρων ὀνομάτων μητροπολιτικῶν POxy.1746.11 (IV d.C.)
neutr. subst. τὸ ἄ. tierra improductiva ἐπιγραφὴ ἀπόρου PUniv.Giss.13.7 (I d.C.), βούλομαι μισθώσασθαί σοι ἀπὸ τοῦ ἀπόρου τῆς κώμης PGen.70.8 (IV d.C.)
ἐν ἀπόρῳ en estado de improductividad, de abandono τὰ ἐνδεήματα τῶν ἐν ἀπόρῳ τυγχανόντων ὀνομάτων PCair.Isidor.68.17 (IV d.C.).
III adv. -ως
1 en mala situación, en situación embarazosa τὸ πρᾶγμα ἀ. εἶχε ... πατρί E.IA 55, ἀ. ἔχειν Antipho 1.1, X.HG 7.4.8.
2 difícilmente γεύειν τὸ παρόν Lyr.Adesp.29a.
3 en dificultades económicas διατεθέντες Lys.18.23.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπορος, -ον) πόρος
φτωχός, ενδεής
μσν.- νεοελλ.
1. δυστυχισμένος, άθλιος
2. κακός, ανάξιος
3. (για κάστρο ή μοναστήρι) άδειος
αρχ.-μσν.
1. (για τόπο) δύσβατος, αδιάβατος
2. (για καταστάσεις) πολύ δύσκολος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἄπορον
η δυσκολία, το αδιέξοδο
αρχ.
1. δυσπρόσιτος, αυτός που δύσκολα τον βρίσκει κανείς
2. (για πρόσωπα) κακότροπος, αδιόρθωτος
3. ακαταμάχητος
4. φρ. «ἄποροι ἐρωτήσεις» — δυσεπίλυτα προβλήματα.

Greek Monotonic

ἄπορος: -ον, αδιάβατος, απρόσιτος, απροσπέλαστος, αδιέξοδος, και συνεπώς·
I. λέγεται για τόπους, αδιάβατος, άβατος, απροσπέλαστος, σε Ξεν. κ.λπ.
II. 1. λέγεται για περιστάσεις ή καταστάσεις, αδιέξοδος, δυσκατόρθωτος, δυσχερέστατος, σε Ηρόδ., Αττ.· ἄπορα, τά, δυσχέρειες, δυσκολίες, σε Ηρόδ., Ξεν.· ομοίως, εἰςἄπορον ἥκειν, πίπτειν, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἐν ἀπόρῳ εἶναι, βρίσκομαι σε αμηχανία πώς να..., σε Θουκ.· συγκρ. ἀπορώτερος, δυσχερέστερος, στον ίδ.
2. δυσεύρετος, δύσκολος στο να αποκτηθεί, σπάνιος, σε Πλάτ.
III. 1. λέγεται για πρόσωπα, δύστροπος, αυτός που είναι δύσκολος στις κοινωνικές συναναστροφές του, αδιόρθωτος, αυτός που τις αντιδράσεις του είναι δύσκολο να χειριστεί κάποιος, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., ἄπορος προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, αυτός με τον οποίο είναι ακατόρθωτο να έλθει κάποιος σε συνάφεια, σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., ἄνεμος ἄπορος, στον ίδ.
2. αυτός που δεν έχει πόρους, μέσα ή αποθέματα, έρμαιος, αβοήθητος, σε Σοφ. κ.λπ.· ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα, ἐπ' οὐδέν, στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, οἱ ἀπορώτατοι, οι πλέον αβοήθητοι, οι χείριστα εξοπλισμένοι, σε Θουκ.·
3. πένης, φτωχός, ενδεής, Λατ. inops, στον ίδ., Πλάτ.
IV. επίρρ. ἀπόρως· ἀπόρως ἔχει μοι, είμαι σε δυσχερή θέση, σε αμηχανία, σε Ευρ.· συγκρ. -ώτερον, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπορος:
1) непроходимый, труднопроходимый, непроезжий (ὁδός, ὄρη Xen.; ἄτραπος Plut.); непереходимый (ποταμός Xen.; πέλαγος Plat.);
2) не(пре)одолимый, непобедимый (ἄνεμος Her.; πάθη Soph.; φόβος Plat.);
3) неутолимый (ἀλγηδών Soph.);
4) неприступный (ξένος Eur.; ἄ. προσμίσγειν или προσφέρεσθαι Her.);
5) трудный, затруднительный (ζήτησις Plat.);
6) недостижимый, недоступный (σωτηρία Plat.);
7) скудный, бедный (δίαιτα Plat.; βίος Plut.); неимущий (ἄνθρωποι Thuc.);
8) беспомощный, недоумевающий, затрудняющийся (τῇ γνώμῃ Thuc.): ἄ. ἐπ᾽ οὐδέν Soph. не зная никаких трудностей; ἄποροι ὄντες ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια Xen. не зная, как им добыть продовольствие;
9) шаткий, неверный (ἐλπίδες Plut.).

Middle Liddell


without passage, and so:
I. of places, impassable, pathless, trackless, Xen., etc.
II. of circumstances, hard to see one's way through, impracticable, very difficult, Hdt., attic: ἄπορα, τά, straits, difficulties, Hdt., Xen.; so, εἰς ἄπορον ἥκειν, πίπτειν Eur., Ar.; ἐν ἀπόρωι εἶναι at a loss, Thuc.:—comp., ἀπορώτερος more difficult, Ar.
2. hard to get, scarce, Plat.
III. of persons, hard to deal with, impracticable, unmanageable, Hdt., Plat.: c. inf., ἄπ. προσμίσγειν, προσφέρεσθαι impossible to have any dealings with, Hdt.: so, absol., ἄνεμος ἄπ. Hdt.
2. without means or resources, at a loss, helpless, Soph., etc.; ἄπορος ἐπὶ φρόνιμα, ἐπ' οὐδέν Soph.; of soldiers, οἱ ἀπορώτατοι the most helpless, worst equipt, Thuc.
3. poor, needy, Lat. inops, Thuc., Plat.
IV. adv. 3 a)po/rws, a)p. e)/xei moi I am at a loss, Eur.: comp. -ώτερον, Thuc.

English (Woodhouse)

awkward, desperate, difficult, embarrassing, helpless, hesitating, impossible, impracticable, intricate, unmanageable, wavering, at a loss, at one's wit's end, difficalt to deal with, difficult to deal with, impossible to deal with, perplexed, without resources

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)